ΕΛΛAΔΑ
Ο βιαστής με την τυρόπιτα και το χάπι που παραλύει τις γυναίκες – Συγκλονιστικές μαρτυρίες
Οι συγκλονιστικές μαρτυρίες θυμάτων βιασμού. Η αμφισβήτηση από την αστυνομία και η επίπονη δικαστική διαδικασία
SHARE:
Συγκλονιστικές μαρτυρίες θυμάτων βιασμού στην Ελλάδα έφερε στο φως η εκπομπή «Μεγάλη Εικόνα» του Mega. Στη Νίκη Λυμπεράκη μίλησε η Καναδή δημοσιογράφος Νάταλι Κάρνεφ, θύμα του λεγόμενου “βιαστή με την τυρόπιτα”.
Αφηγήθηκε όσα πέρασε από το 2005 και το βιασμό της, ως την τελική καταδίκη του δράστη 8 ολόκληρα χρόνια αργότερα, αλλά και τη συντριβή της στην είδηση της πρόωρης αποφυλάκισής του το 2015 χάρη σε διάταξη περί αποσυμφόρησης των φυλακών.
Πιο συγκεκριμένα, είπε: «Ταξίδευα στην Ελλάδα μόνη μου το 2005 τον Αύγουστο. Έμενα σε ένα χόστελ κοντά στην Ακρόπολη. Με προσέγγισε ένας άνδρας που προσφέρθηκε να μου δείξει την περιοχή, είπε ότι την ήξερε πολύ καλά. Πήγε και αγόρασε τυρόπιτα από κάπου κοντά. Είχε βάλει μέσα υπνωτικά χάπια. Ξύπνησα σε ένα ξένο σπίτι. Είχα ένα αόριστο συναίσθημα για το τι είχε συμβεί αλλά δεν ήξερα. Πήγα στην τοπική αστυνομία και μου είπαν ξέχασε το, πήγαινε σπίτι, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Όταν έφευγα από την Ελλάδα έμαθα ότι συνελήφθη γιατί το είχε κάνει με άλλες 3 γυναίκες. Η αστυνομία νόμιζε ότι είναι κάποιου είδους αστείο. Δεν πίστευαν πως είναι σοβαρό. Άρχισε μια σειρά δικών, νομίζω ότι ήταν συνολικά 7 δίκες μέχρι να καταδικαστεί, με αναβολές, καθυστερήσεις, ακυρώσεις, απεργίες. Αισθάνθηκα μεγάλη ανακούφιση όταν το 2013 μπήκε φυλακή. Το ότι τον άφησαν δύο χρόνια μετά μου ράγισε την καρδιά.»
Την ιστορία τους μοιράστηκαν ακόμη δύο θύματα, που μίλησαν υπό καθεστώς ανωνυμίας.
Νεαρή γυναίκα που έπεσε θύμα ομαδικού βιασμού και βρήκε το θάρρος να καταγγείλει τους ενόχους, εξηγεί όσα πέρασε από τη στιγμή που πήρε την απόφαση να μιλήσει στην αστυνομία, ως και σήμερα που η δίκη συνεχίζεται μετά από αλλεπάλληλες αναβολές.
Όσα λέει για τον τρόπο με τον οποίο την αντιμετώπισαν οι αρχές, αλλά και για το πλήγμα που δέχθηκε η υγεία της από όσα πέρασε, συγκλονίζουν.
Συγκεκριμένα περιέγραψε: «Ντρεπόμουν να αναφέρω το συμβάν στην μαμά μου. Ξύπνησα εκείνη την ημέρα και είχα πάρα πολλούς μώλωπες σε όλο μου το σώμα. Πήρα την απόφαση να μην το αφήσω έτσι. Αντιμετώπισα πάρα πολλή δυσπιστία από την αστυνομία. Προσπαθούσαν να με πείσουν ότι οι μελανιές που είχα ήταν από κάποιο πέσιμο. Ήξερα τους δράστες, τους κατονόμασα εκείνη την στιγμή. Δεν μπορούσα να μην κάνω μπάνιο μετά την ιατροδικαστική εξέταση. Είχα κάνει μπάνιο τρεις φορές για να νιώσω ότι είμαι καθαρή μετά από όλο αυτό.
Είναι επίπονη διαδικασία η δίκη, γιατί πρέπει να πηγαίνεις στο δικαστήριο, να βλέπεις ξανά τους δράστες. Η αναβολή είναι η μία μετά την άλλη. Παρακολουθούμαι από ειδικούς ανθρώπους, ψυχολόγους, ψυχιάτρους για να μπορέσω να το διαχειριστώ. Από τότε που έγινε το συμβάν μέχρι τον περσινό Δεκέμβριο, δηλαδή γύρω στον ενάμιση χρόνο, έπαιρνα και αγωγή με φάρμακα. Δεν μετάνιωσα που μίλησα. Θεωρώ ότι θα το κουβαλούσα όλη μου τη ζωή, ενώ τώρα ξέρω ότι θα τελειώσει όλο αυτό.»
Η τρίτη μαρτυρία επιβεβαιώνει τους φόβους εκείνων που πιστεύουν πως πίσω από κλειστές πόρτες σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, εγκλήματα παραμένουν μυστικά και δράστες κυκλοφορούν ατιμώρητοι.
Η ιστορία της “Ελένης”, είναι απολύτως ενδεικτική: Έπεσε θύμα βιασμού πριν από 20 χρόνια από οικογενειακό φίλο. Ο φόβος, αλλά και η ντροπή στην κλειστή κοινωνία όπου ζούσε, την ανάγκασαν να μη μιλήσει ποτέ. Δύο δεκαετίες αργότερα, όπως η ίδια τονίζει, βρίσκει για πρώτη φορά το θάρρος να μιλήσει, με στόχο την ευαισθητοποίηση όλων μας.
Πιο συγκεκριμένα, είπε: «Πριν πολλά χρόνια σε μια κλειστή κοινωνία, ένας φίλος οικογένειας σε μια επίσκεψη που έκανα στην κατοικία του, προθυμοποιήθηκε να με κεράσει. Ένα κέρασμα αλκοολούχο ποτό. Μετά από μόλις ένα ποτό, και με πολύ μικρή ποσότητα, άρχισα να νιώθω έντονη ζαλάδα κι άρχισα να μην καταλαβαίνω κάποια πράγματα. Το μόνο που θυμάμαι από εκείνη την βραδιά ήταν σκοτάδι, θολούρα και κάποιους ήχους. Την επόμενη μέρα είχα έντονους πόνους στην κάτω περιοχή. Δεν πήγα σε κάποιον γιατρό, δεν έκανα κάποια κίνηση, δεν έκανα απολύτως τίποτα. Η κοινωνία ήταν πάρα πολύ κλειστή. Το άτομο ήταν επώνυμο. Φοβόμουν την αντίδραση της κοινωνίας και της περιοχής. Με το χάπι είσαι σε μια κατάσταση ανήμπορη και πλέον έρμαιο στα χέρια του ανθρώπου που στο έχει χορηγήσει. Ντρέπομαι, δεν θέλω να το πω στον σύζυγο μου, είναι ένα αγκάθι, είναι μια μαχαιριά που κρατάει 20 χρόνια.»