ΕΛΛAΔΑ
Νέα δημοσκόπηση: Στο 11% το ΚΙΝΑΛ, στις 8 μονάδες η διαφορά ΝΔ - ΣΥΡΙΖΑ
Δείτε αναλυτικά τα ευρήματα της δημοσκόπησης
SHARE:
Ακόμη μια δημοσκόπηση, αυτή τη φορά της Prorata, αποδεικνύει ότι το πολιτικό σκηνικό μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ δεν αλλάζει και το κυβερνών κόμμα παραμένει σταθερά ψηλά και με μεγάλη διαφορά από τον δεύτερο.
Αποδεικνύει επίσης, και το στοιχείο που εμφανίστηκε στις άλλες δημοσκοπήσεις. Δηλαδή τη μεγάλη άνοδο του ΚΙΝΑΛ, μετά τις εσωκομματικές εκλογές και τις προσδοκίες που αυξήθηκαν με την εκλογή του Νίκο Ανδρουλάκη.
Σύμφωνα με τον «Σφυγμό» του Δεκεμβρίου, τη τελευταία μηνιαία μέτρηση πολιτικών τάσεων και εκλογικής επιρροής των κομμάτων, η Νέα Δημοκρατία (33%) και ο ΣΥΡΙΖΑ (25%) παρουσιάζουν οριακές απώλειες της τάξης του 1% συγκριτικά με την μέτρηση του Οκτωβρίου, διατηρώντας την μεταξύ τους ποσοστιαία απόσταση, η οποία ανιχνεύεται και αυτή τη φορά στο 8%. Αντίστοιχα, οριακές μόνο μεταβολές ανιχνεύονται ως προς την επιρροή του ΚΚΕ (4.5%), της Ελληνικής Λύσης (3.5%) και του ΜεΡΑ 25 (2%).
Αυτό δείχνει ότι παρά τα προβλήματα που εμφανίζει η κυβέρνηση, ειδικά στο θέμα της υγειονομικής κρίσης, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να σηκώσει κεφάλι.
Αντίθετα, η μεγάλη αλλαγή έρχεται στο κέντρο. Σύμφωνα με την έρευνα, καταγράφεται μια εντυπωσιακή διαφοροποίηση της τάξης του 70% ως προς την επιρροή του Κινήματος Αλλαγής, το οποίο από το 6.5% της μέτρησης του Οκτωβρίου εκτοξεύεται σήμερα στο 11%. Όπως αναφέρει η εταιρεία, αναμφίβολα, η σημαντική αυτή μεταβολή συσχετίζεται με την εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη στην ηγεσία του κόμματος, επιβεβαιώνοντας την υπόθεση ότι η γενικευμένη αίσθηση αναγέννησης του κόμματος με νέα, προσλαμβανόμενα ως άφθαρτα υλικά, αναμφίβολα θα του έδινε μία νέα δυναμική την επόμενη μέρα.
Πάντως η πρώτη μετά τις εσωτερικές εκλογές του Κινήματος Αλλαγής, δημοσκοπική καταγραφή, μένει να φανεί αν αποτελεί αποτύπωση του ενθουσιασμού της στιγμής ή μια νέα κατάσταση της εκλογικής τάξης, η οποία θα μας συντροφεύει τους επόμενους μήνες. Σε κάθε περίπτωση, για σημαντική μερίδα ψηφοφόρων η πιθανότητα εκλογικής στήριξης του Κινήματος Αλλαγής έχει αυξηθεί αποφασιστικά, γεγονός που τεκμηριώνει την δημιουργία μιας νέας δυνατότητας αλλαγής των συσχετισμών στο πεδίο του κομματικού ανταγωνισμού.
Οι δε, πρώτες αναλύσεις των χαρακτηριστικών της αύξησης της επιρροής του κόμματος, φανερώνουν πως πρόκειται κυρίως για μετακινήσεις ψηφοφόρων που στήριξαν κριτικά τη Νέα Δημοκρατία το 2019 και ψηφοφόρους που για διάφορους λόγους μετακινήθηκαν τα τελευταία δύο χρόνια προς την γκρίζα ζώνη και δευτερευόντως ψηφοφόρους που προτίμησαν τον ΣΥΡΙΖΑ στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές.
Την ίδια στιγμή, τα κρίσιμα ζητήματα της περιόδου δείχνουν να καταλαμβάνουν και πάλι σημαντικό χώρο στη δημόσιες και ιδιωτικές συζητήσεις μας. Πανδημία, ακρίβεια, χαμηλοί μισθοί, συνθήκες εργασίας, διαφθορά και θέματα διαφάνειας. Αναπόφευκτα, η έκρηξη των ημερήσιων κρουσμάτων και των θανάτων από Covid-19 στις αρχές του Νοεμβρίου οδήγησε στην ιεράρχηση της πανδημίας ως κορυφαίου ζητήματος της περιόδου από την κοινή γνώμη, περνώντας από την έκτη θέση της σχετικής κατάταξης στην πρώτη. Αντίστοιχα, η αναμενόμενη αύξηση της κατανάλωσης για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών των νοικοκυριών κατά τους ψυχρούς μήνες του χειμώνα μετακίνησε το ζήτημα της «ακρίβειας» από την πέμπτη θέση στην δεύτερη της σχετικής λίστας.
Παρά την σαφή υπεροχή της Νέας Δημοκρατίας έναντι των υπολοίπων κομμάτων της αντιπολίτευσης, η πρόσληψη της πανδημίας, ως του σημαντικότερου ζητήματος που αντιμετωπίζει η χώρα σήμερα δεν ευνοεί το κυβερνών κόμμα, δεδομένου ότι στη διαχείριση της περίπου 6 στους 10 ψηφοφόρους σταθερά πλέον εδώ και περίπου ένα χρόνο αξιολογούν αρνητικά τους κυβερνητικούς χειρισμούς.
Τέλος, στη μεγάλη εικόνα, τα αποτελέσματα σκιαγραφούν εντεινόμενες συνθήκες αρνητισμού στην κοινωνία, αποκαλύπτοντας μια εικόνα δυσαρέσκειας σε σχέση με την οικονομική και πολιτική κατάσταση της χώρας. Ενδεικτικά, τα συναισθήματα που διακρίνονται αυτή την περίοδο σε σχέση με τα οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις στη χώρα είναι η «απογοήτευση» και ο «θυμός», με την ικανοποίηση από το κυβερνητικό έργο να περιορίζεται ποσοστιαία οριακά πάνω από την εκλογική επιρροή του κυβερνώντος κόμματος, δηλαδή στο 34%.