ΕΛΛAΔΑ
Μαύρες τρύπες στις υιοθεσίες
Οι γκρίζες ζώνες μιας ανοικτής πληγής για την κοινωνία μας - Η κακοποίηση των δύο παιδιών στη Ζάκυνθο που βρέθηκαν και πάλι μετέωρα ανέδειξε ρωγμές στο σύστημα
Στις 8 Απριλίου δύο αγόρια, εννέα και 12 ετών, απομακρύνθηκαν από το σπίτι τους, κατόπιν εισαγγελικής παρέμβασης, στερούμενα την ασφάλεια και την ανεμελιά των παιδικών χρόνων. Μάλιστα, αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που βρέθηκαν σε καθεστώς μετακίνησης.
Το 2019 απομακρύνθηκαν από τη βιολογική τους οικογένεια και αρχικά φιλοξενήθηκαν σε δομή του Χαμόγελου του Παιδιού για ενάμιση χρόνο. Δύο χρόνια αργότερα, το 2021, εγκαταστάθηκαν σε θετή οικογένεια από τη Ζάκυνθο, έχοντας ακολουθήσει την τυπική διαδικασία που προβλέπεται από τον νόμο 4538/2018 για την υιοθεσία και την αναδοχή παιδιών.
Στις αρχές του μήνα, όμως, μετά την αποκάλυψη πως ο θετός τους πατέρας έβαλε τέλος στη ζωή του και η θετή τους μητέρα βρέθηκε κατηγορούμενη για τη σωματική κακοποίηση ενός εξ αυτών, βρέθηκαν και πάλι μετέωρα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον ψυχισμό τους.
Η τραγική υπόθεση έφερε την ελληνική κοινωνία εκ νέου αντιμέτωπη με μία σειρά από κρίσιμα ερωτήματα που δεν αφορούν μόνο τα δύο αδελφάκια. Υπήρξαν οι θετοί γονείς πράγματι κατάλληλοι; Και αν όχι, γιατί προχώρησε η διαδικασία τεκνοθεσίας; Εκπαιδεύτηκαν επαρκώς και υποστηρίχθηκαν αποτελεσματικά για τον κρίσιμο ρόλο που κλήθηκαν να υπηρετήσουν;
Ακόμη, με δεδομένο ότι η αρμόδια κοινωνική υπηρεσία θα πρέπει να βρίσκεται πλάι στην οικογένεια – τουλάχιστον για τα τρία πρώτα χρόνια – με σκοπό «να παρακολουθήσει την εξέλιξη, να βοηθήσει την οικογένεια, να συνδράμει στις δυσκολίες, να δώσει κατευθύνσεις και να αποσοβήσει κινδύνους αν χρειαστεί», έπραξε τα δέοντα ως όφειλε;
Και τέλος, ποια είναι τα «κενά» που πρέπει να καλυφθούν ώστε να οικοδομηθεί ένα συμπαγές και ολοκληρωμένο σύστημα παιδικής προστασίας στον ιδιαιτέρως ευαίσθητο τομέα της τεκνοθεσίας;
Ρωγμές στο σύστημα
Η υπόθεση της Ζακύνθου ανέδειξε ρωγμές στο σύστημα υιοθεσίας στην Ελλάδα. Για τους επαγγελματίες αυτού του ιδιαίτερα ευαίσθητου πεδίου, το πλέον καίριο πρόβλημα είναι αυτό που επικαλούνται τα τελευταία χρόνια στο σύνολό τους οι εργαζόμενοι του ευρύτερου δημόσιου τομέα: η υποστελέχωση.
Πράγματι, οι υποψήφιοι γονείς στον δρόμο προς τη δημιουργία της δικής τους οικογένειας έρχονται αντιμέτωποι με αχρείαστες καθυστερήσεις και κωλυσιεργίες, γεγονός που επιμηκύνει τη διαδικασία, με ψυχικό κόστος τόσο για τους αιτούντες ενηλίκους όσο και – κυρίως – για τα παιδιά που βρίσκονται στις λίστες αναμονής.
«Σε όλες τις περιφέρειες αλλά και στα κέντρα κοινωνικής πρόνοιας η υποστελέχωση σε μόνιμο προσωπικό αγγίζει το 50%. Ειδικά στα κέντρα κοινωνικής πρόνοιας, η κάλυψη από κοινωνικούς λειτουργούς είναι κάτω του 50%» λέει στα «ΝΕΑ» ο κοινωνικός λειτουργός και αναπληρωτής γραμματέας του Συνδέσμου Κοινωνικών Λειτουργών Ελλάδος Αναστάσιος Λουκάς, συμπληρώνοντας πως εξίσου υποστελεχωμένες είναι και οι αρμόδιες υπηρεσίες της περιφέρειας.
Και εδώ γεννάται το ερώτημα: η έλλειψη ικανού αριθμού καταρτισμένων κοινωνικών λειτουργών οδηγεί σε εκπτώσεις στην ποιότητα των απαιτούμενων ελέγχων που αποτελούν τη μοναδική δικλίδα ασφαλείας για τους ανήλικους;
«Στις περιφερειακές ενότητες όπου οι κοινωνικοί λειτουργοί δεν επαρκούν, συνδράμουν κοινωνικοί λειτουργοί όμορων περιφερειακών ενοτήτων. Σε αυτό το πλαίσιο, το υπουργείο είναι σε διαρκή και άμεση επικοινωνία με τον Σύνδεσμο Κοινωνικών Λειτουργών, με το υπουργείο Εσωτερικών, με την ΚΕΔΕ και με τις περιφέρειες προκειμένου να ανταποκριθούμε όσο το δυνατόν αμεσότερα σε ανάγκες στελέχωσης που προκύπτουν» υποστηρίζει η γενική γραμματέας Δημογραφικής και Στεγαστικής Πολιτικής Μαρίνα Στέφου, η οποία αναγνωρίζει τους κινδύνους που ενέχει η υποστελέχωση.
Ενα ακόμη προβληματικό σημείο τής κατά τα άλλα τυποποιημένης διαδικασίας αποτελεί η αποδιοργάνωση που συνεπάγεται η αλλαγή προσώπων στον κομβικό ρόλο που καλείται να επιτελέσει ο κοινωνικός λειτουργός.
«Οταν σήμερα ένας κοινωνικός λειτουργός παρακολουθεί 20 περιπτώσεις αλλά σε έναν χρόνο λήγει η σύμβασή του και θα κληθεί ένας νέος να αναλάβει το χαρτοφυλάκιό του, το παιδί και οι γονείς καλούνται να προσαρμοστούν εκ νέου, ευρισκόμενοι ήδη στο επίκεντρο μιας πρωτόγνωρης και απαιτητικής διαδικασίας» λέει ο Αναστάσιος Λουκάς, συμπληρώνοντας πως πρέπει να οικοδομηθεί από το μηδέν μία σχέση εμπιστοσύνης.
Η αλλαγή αυτή, υπογραμμίζει, γίνεται κρισιμότερη στο στάδιο της παρακολούθησης της οικογένειας μετά την ολοκλήρωση της τεκνοθεσίας. «Αλλωστε, δεν υπάρχουν διαθέσιμοι τόσοι έμπειροι συνάδελφοι που να μπορούν να καθοδηγήσουν τους νέους».
Η υποστελέχωση, όμως, ταλανίζει και τα κέντρα στα οποία μπορούν να αποταθούν οι θετοί γονείς που αντιμετωπίζουν δυσκολίες με τα παιδιά τους.
Λίστες αναμονής
«Οι δημόσιες υπηρεσίες ψυχικής υγείας παιδιού και εφήβου είναι αυτές που μπορούν να παρέχουν ψυχολογική υποστήριξη όπως επίσης και κάποιο κοινοτικό κέντρο ψυχικής υγείας» εξηγεί στα «ΝΕΑ» ο πρόεδρος της Παιδοψυχιατρικής Εταιρείας Ελλάδας και διευθυντής του Τμήματος Ψυχιατρικής Παιδιών και Εφήβων στο Ασκληπιείο Βούλας Μάνος Τσαλαμανιός, συμπληρώνοντας, ωστόσο, πως «οι λίστες αναμονής για την εξυπηρέτηση περιστατικών φτάνουν μέχρι και τους έξι μήνες».
Οι πολύμηνες αναμονές που μπορεί να αποδειχθούν καταστροφικές για τη σχέση γονέων – παιδιών αλλά ακόμα και για την υγεία των ανηλίκων αποδίδονται από τον ίδιο «στην έλλειψη παιδοψυχιάτρων, κυρίως λόγω κακού προγραμματισμού από πλευράς υπουργείου Υγείας, μειωμένων προκηρύξεων και μειωμένου ενδιαφέροντος από πλευράς ιατρικού προσωπικού».
Τι γίνεται, όμως, όταν η εποπτεία έχει αποτύχει και οι σχέσεις παιδιών – γονέων διαρραγούν; Η επιστροφή σε κάποια δομή προστασίας αποτελεί μονόδρομο στην Ελλάδα, παρά την εκπεφρασμένη πρόθεση για αποϊδρυματοποίηση.
«Το σύστημα είναι τόσο ιδρυματικά δομημένο που – εφόσον διαπιστωθεί ότι το παιδί διατρέχει κίνδυνο – στον αρμόδιο δημοτικό υπάλληλο δεν δίνεται άλλη επιλογή από το να το παραδώσει σε δομή» λέει ο Αναστάσιος Λουκάς, συμπληρώνοντας πως «κατά μέσο όρο η αναλογία στους δήμους είναι ένας κοινωνικός λειτουργός για 40.000 κατοίκους, γεγονός που καθιστά σχεδόν αδύνατη την πρώιμη παρέμβαση».
Και αν οι γονείς αποδειχθούν εκ των υστέρων ακατάλληλοι; Η γενική γραμματέας Δημογραφικής και Στεγαστικής Πολιτικής εκφράζει την πεποίθηση ότι το ακόμα πιο ενδελεχές φιλτράρισμα των υποψηφίων γονέων δεν θα επιτρέψει να επαναληφθούν περιστατικά, όπως εκείνο της Ζακύνθου.
«Υπό επεξεργασία είναι η αυστηροποίηση διαδικασιών και πρωτοκόλλων, προκειμένου να υπάρχουν ενιαίες διαδικασίες σε όλες τις κοινωνικές υπηρεσίες, με πρώτο απ’ όλα, το πρωτόκολλο αξιολόγησης της καταλληλόλητας των υποψήφιων γονέων, την καλύτερη δυνατή σύνδεση υποψήφιων γονέων και παιδιών και της διαρκούς εποπτείας των αναδοχών και των υιοθεσιών. Η εποπτεία της υιοθεσίας πρέπει να ενισχυθεί, καθώς το ελάχιστο – που προβλέπεται από το προεδρικό διάταγμα – της επίσκεψης μιας φοράς τον χρόνο κατά την τριετία σε δύσκολες περιπτώσεις δεν επαρκεί» λέει και μένει να φανεί αν η πρόθεση μεταφραστεί σε πράξη.
Τα κρίσιμα στάδια για την ολοκλήρωση μιας υιοθεσίας
Τα παιδιά τα οποία απομακρύνονται από τη βιολογική τους οικογένεια και φιλοξενούνται εντός των 98 δομών παιδικής προστασίας θα πρέπει να μείνουν το λιγότερο δυνατόν εντός της δομής παιδικής προστασίας, καθώς το ιδρυματικό περιβάλλον δεν είναι το πλέον ενδεδειγμένο για την ομαλή ψυχοκοινωνική τους ανάπτυξη.
Τα παιδιά αυτά εγγραφόμενα στο Εθνικό Μητρώο Ανηλίκων βρίσκονται εν αναμονή μιας δεύτερης οικογένειας. Από μεριάς τους, οι υποψήφιοι θετοί γονείς ακολουθούν μία θεσμοθετημένη διαδικασία, που εκκινεί από την κατάθεση αίτησης ενδιαφέροντος στην ηλεκτρονική πλατφόρμα ή με φυσική παρουσία στις αρμόδιες υπηρεσίες και την υποβολή των απαραίτητων δικαιολογητικών ώστε να καταθέσουν την οριστική τους αίτηση.
Τα δικαιολογητικά αυτά περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, αποδεικτικά της οικονομικής κατάστασης, ποινικό μητρώο αλλά και ιατρικές εξετάσεις που πιστοποιούν ότι δεν πάσχουν από κάποιο λοιμώδες μεταδοτικό νόσημα ή ότι σε περίπτωση που πάσχουν από αυτό έχουν υποβληθεί σε θεραπεία, την οποία συνεχίζουν ανελλιπώς.
Επιπλέον, ψυχίατρος δημόσιας δομής καλείται να πιστοποιήσει ότι οι υποψήφιοι γονείς δεν πάσχουν από κάποιο ψυχικό νόσημα. Τον έλεγχο του «φακέλου» ακολουθεί η διαδικασία της κοινωνικής έρευνας, η οποία αποτελεί ίσως το πιο κρίσιμο στάδιο της διαδικασίας.
Αν έχει θετική έκβαση ακολουθεί η εκπαίδευσης των υποψήφιων γονέων, η εγγραφή τους στο Εθνικό Μητρώο Θετών Γονέων και η αναμονή σύνδεσής τους με τον ανήλικο. Μόλις αυτή πραγματοποιηθεί, έπεται μία περίοδος προσαρμογής, προ της οριστικής τοποθέτησης του παιδιού στο νέο του οικογενειακό περιβάλλον.
Δεν έχουν ελεγχθεί
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία, στο Εθνικό Μητρώο Θετών Γονέων έχουν κατατεθεί συνολικά 2.666 αιτήσεις. Από αυτές, οι 110 έχουν πρόσφατα υποβληθεί και δεν έχουν ακόμη ελεγχθεί τα δικαιολογητικά τους, ενώ 37 έχουν μόλις ελεγχθεί από πλευράς δικαιολογητικών, με τους αιτούμενους να αναμένουν την έναρξη της κοινωνικής έρευνας.
Ακόμη, 416 βρίσκονται ήδη στο στάδιο της κοινωνικής έρευνας, 191 έχουν λάβει θετική έγκριση, με τους υποψήφιους γονείς να αναμένουν την ένταξή τους στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα.
Την ίδια στιγμή, οι υποψήφιοι που έχουν υποβάλει 29 από τις αιτήσεις βρίσκονται στο στάδιο της εκπαίδευσης, έχοντας λάβει το πράσινο φως από τις αρμόδιες κοινωνικές υπηρεσίες, ενώ 1.754 έχουν εγγραφεί στο Εθνικό Μητρώο Υποψήφιων Θετών Γονέων, αναμένοντας σύνδεση με ανήλικο, 47 αιτήσεις βρίσκονται σε διαδικασία σύνδεσης με ανήλικο και 82 έχουν παγώσει καθώς οι αιτούντες είτε λόγω απόκτησης βιολογικού τέκνου είτε λόγω ιατρικού προβλήματος ή άλλων κολλημάτων απέσυραν το ενδιαφέρον τους.
Κοινωνική έρευνα
Ενα από τα πιο κρίσιμα στάδια για την επιτυχή ολοκλήρωση μιας υιοθεσίας είναι η επιτυχής διενέργεια της κοινωνικής έρευνας.
Οπως εξηγεί στα ο Αναστάσιος Λουκάς, κοινωνικός λειτουργός και αναπληρωτής γραμματέας του Συνδέσμου Κοινωνικών Λειτουργών Ελλάδος, «οι εν δυνάμει γονείς καλούνται να απαντήσουν στο πλέον καίριο ερώτημα: ‘Μπορώ τελικά να υιοθετήσω το παιδί; Να το κάνω δικό μου και να το αποδεχθώ;’».
Η απάντηση δίνεται μέσω της κοινωνικής έρευνας. «Σε αρχικό στάδιο εξετάζονται οι πεποιθήσεις των υποψήφιων γονέων σε σχέση με τον θεσμό της υιοθεσίας, η δυνατότητα φροντίδας ενός παιδιού αλλά και τα κίνητρά τους ώστε να προχωρήσουν σε αυτή. Επιπλέον, διερευνάται η προσωπική και συναισθηματική ωριμότητα του ζεύγους, σε συνδυασμό με τη σταθερότητα και την ποιότητα των διαπροσωπικών σχέσεών του. Αποφασιστικής σημασίας κρίνεται και η ικανότητά τους να μπορούν να αντεπεξέλθουν σε συνθήκες κρίσης» εξηγεί και, επικαλούμενος την επαγγελματική εμπειρία του, περιγράφει:
«Εχω συνεργαστεί με πολλά ζευγάρια που στο τέλος της διαδικασίας έχουν ευχαριστήσει τόσο εμένα όσο και άλλους συναδέλφους γιατί τους βοηθήσαμε να καταλάβουν τι είναι η υιοθεσία, ποια παιδιά αφορά και τελικά κατέληξαν πως δεν πρέπει να προχωρήσουν». Πρόκειται για μία γενναία όσο και κρίσιμη απόφαση, «αντίστοιχης σημασίας με αυτή της ολοκλήρωσης της διαδικασίας» σχολιάζει ο ειδικός.
Κοινωνικοι λειτουργοί
«Στην Αττική – και στις οκτώ περιφερειακές ενότητες – απασχολούνται συνολικά 30 κοινωνικοί λειτουργοί και 34 κοινωνικοί λειτουργοί στις δομές που υπάγονται στο Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Αττικής» αναφέρει η γενική γραμματέας Δημογραφικής και Στεγαστικής Πολιτικής Μαρίνα Στέφου, σπεύδοντας να προσθέσει πως «το αρμόδιο υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας έχει πλήρη εικόνα των αναγκών ενίσχυσης των κοινωνικών λειτουργών σε ορισμένες περιοχές».
Από πλευράς του, ο Αναστάσιος Λουκάς εξηγεί πως «ένας κοινωνικός λειτουργός σήμερα είναι υπεύθυνος για τουλάχιστον 30 με 40 περιπτώσεις αναδοχής ή υιοθεσίας, ενώ παράλληλα έχει αναλάβει και την έρευνα τουλάχιστον 10 υποψήφιων αναδόχων – θετών γονέων».
Η διερεύνηση της καταλληλόλητας των γονέων, ωστόσο, δεν εξαντλείται στο στάδιο της αίτησης, αλλά συνεχίζεται και μετά το πέρας της υιοθεσίας. «Η παρακολούθηση και υποστήριξη περιλαμβάνει κατ’ οίκον επισκέψεις αλλά και επισκέψεις στο σχολικό περιβάλλον του παιδιού» λέει ο κοινωνικός λειτουργός, εξηγώντας πως αυτές οι επισκέψεις είναι που διασφαλίζουν ότι πράγματι η ένταξή του στο νέο περιβάλλον είναι ομαλή.