Το ΚΚΕ αποχαιρετάει τον Κώστα Καζάκο, με έναν τελευταίο σημείωμα, την ημέρα της πολιτικής του κηδείας.
Το αποχαιρετιστήριο σημείωμα:
Σύντροφε Κώστα, για έναν άνθρωπο σαν εσένα, παρά τη φυσική ηλικία σου, δεν μπορεί να ειπωθεί ότι φεύγεις πλήρης ημερών. Η ενεργή παρουσία σου στην καλλιτεχνική και κοινωνική ζωή, μέχρι την τελευταία στιγμή, δικαιολογεί να θεωρούμε το χαμό σου σαν κάτι απροσδόκητο.
Με βαθειά θλίψη, Κώστα, σε αποχαιρετά η ΚΕ, τα μέλη, οι φίλοι του Κόμματος, ο λαϊκός κόσμος που τον αγάπησες πολύ. Σε αποχαιρετάμε ως τον σπουδαίο κομμουνιστή καλλιτέχνη, τον αγαπημένο, τον πολύτιμο σύντροφό μας στα μικρά και τα μεγάλα, στα εύκολα και τα δύσκολα, στις χαρές και τις πίκρες της ζωής και του αγώνα. Αποχαιρετάμε, μα δεν θα ξεχάσουμε εσένα τον προικισμένο ηθοποιό, σκηνοθέτη και μεταφραστή θεατρικών έργων. Οι κομμουνιστές και κομμουνίστριες δεν αισθανόμαστε μόνο μεγάλη λύπη, μας συντροφεύει και ένα είδος χαράς, ικανοποίησης, περηφάνιας γιατί επτά, παρά κάτι, δεκαετίες είχαμε την τύχη να είσαι ένας από εμάς, ένας μέσα στις εργατικές - λαϊκές μάζες, φωνάξαμε τα ίδια συνθήματα, παλέψαμε με τις ίδιες ιδέες, νοιώσαμε με τον ίδιο τρόπο τα λαϊκά βάσανα και τις ανάγκες, είχαμε τα ίδια οράματα και ιδανικά.
Τα επόμενα χρόνια θα ζήσουμε νέες μεγάλες στιγμές, θα έλθουν νέοι μεγάλοι αγώνες, σημαντικά γεγονότα, πάντα με ανηφόρες, αλλά και κάποια στιγμή και περιστασιακές κατηφόρες, τελικά η ιστορική κίνηση θα είναι προωθητική. Τότε θα σκεφτούμε, κρίμα που εσύ Κώστα λείπεις, όπως πολλές φορές το έχουμε πει για τους κομμουνιστές, τις κομμουνίστριες που έφυγαν από τη ζωή, θα λείπουν και κάποιοι άλλοι.
Η μακροχρόνια προσφορά της γενναιοψυχίας σου, της χαρισματικής προσωπικότητάς σου με το διεισδυτικό στοχασμό και την βαθιά συνείδηση της κοινωνικής αποστολής της Τέχνης δεν έληξε τη μέρα του θανάτου σου. Η προσφορά σου θα συνεχίσει για πολλά - πολλά χρόνια, θα επηρεάζεις, θα πείθεις, θα προβληματίζεις, θα προκαλείς δημιουργικό διάλογο, με το ίδιο σου το έργο, ανάμεσα σ’ αυτούς που θα γεννηθούν αύριο και πολύ μετά.
Το ταλέντο του Κώστα ξεχώρισε από την πρώτη του θεατρική εμφάνιση μετά την αποφοίτησή από τη δραματική σχολή του Θεάτρου Τέχνης του Κάρολου Κουν, στο έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ «Ο κύκλος με την κιμωλία». Συνεχίστηκε μέσα από τα έργα σπουδαίων συγγραφέων, καθώς κατόρθωσε να «δαμάσει» με καθαρό, και γι’ αυτό, ουσιαστικά λαϊκό τρόπο, θεατρικά κείμενα -κλασικής και σύγχρονης δραματουργίας- που απευθύνονται στα πιο μύχια συναισθήματα και στις πιο υψηλές σκέψεις της ανθρωπότητας. Επέλεξε έργα προσεκτικά, με κριτήριο να είναι κοινωνικά και ιστορικά χρήσιμα, όπως η παράσταση - σύμβολο του αντιδικτατορικού αγώνα "Το μεγάλο μας τσίρκο".
Μακρύς είναι ο κατάλογος των ρόλων που ενσάρκωσε σε έργα σπουδαίων συγγραφέων, όπως ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, ο Άρθουρ Μίλερ, ο Κάρλο Γκολντόνι, ο Ζαν-Πολ Σαρτρ, ο Τενεσί Ουίλιαμς, έργα του Σοφοκλή και του Αριστοφάνη στο Θέατρο Τέχνης και άλλους θιάσους.
Στον κινηματογράφο πρώτη φορά εμφανίστηκε το 1956, στη σατιρική ταινία του Γρηγόρη Γρηγορίου «Η αρπαγή της Περσεφόνης», σε σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλλη και έπειτα σε άλλες ταινίες, όπως «Το μπλόκο» του Άδωνι Κύρου, «Ιφιγένεια» του Μιχάλη Κακογιάννη, «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο» του Νίκου Τζίμα, το “Κοντσέρτο με τα πολυβόλα”, που ήταν και η ευκαιρία να γνωριστεί με την Τζένη Καρέζη, να φτιάξει μια όμορφη οικογένεια με το γιό τους Κωνσταντίνο.
Είναι βέβαιο ότι ο Κώστας Καζάκος επηρεάστηκε από τα βιώματα της οικογένειάς του, στα χρόνια της Κατοχής, από την περίοδο του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, από τον αγωνιστή πατέρα του, που του τον στέρησαν για πολλά χρόνια, καθώς -λόγω της ΕΑΜικής δράσης του- διώχτηκε, εκτοπίστηκε στην Ικαρία, Άη Στράτη, Μακρόνησο, το «Πανεπιστήμιο του Αιγαίου», όπως έλεγες… Δεκατριών ετών μαζί με τη μητέρα του, την 15χρονη αδελφή του και τα νήπια αδελφάκια του, κάλυψαν με τα πόδια την απόσταση από τον Πύργο της Ηλείας μέχρι την Αθήνα, για να ξεφύγουν από το κυνηγητό της Ασφάλειας. Μικρό παλικαράκι, έπρεπε να συντηρήσει την οικογένειά του και να πηγαίνει και στο το νυχτερινό σχολείο στο Παγκράτι.
Εσύ Κώστα αγαπούσες τα βιβλία, το διάβασμα και παρότι ήσουν άριστος μαθητής και είχες υποτροφία για σπουδές στη Φιλοσοφική σχολή, η Ασφάλεια σου απαγόρευσε να δώσεις εισαγωγικές εξετάσεις, γιατί δεν διέθετες πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Σου στέρησαν το όνειρο, για να σε εμποδίσουν να γίνεις δάσκαλος και να «μολύνεις», όπως ισχυρίζονταν, με τη σκέψη σου τα παιδιά. Μα μπορεί κανείς να βάλει φραγμό στον χείμαρρο;
Αλλάζοντας πορεία, με πείνα, στερήσεις και σκληρή δουλειά τέλειωσες τη Σχολή Κινηματογράφου Λυκούργου Σταυράκου (1953-1956) και έπειτα τη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης, του Κάρολου Κουν (1954-1957). Σου στέρησαν το όνειρο, όμως αυτό που κατάφεραν τελικά ήταν να χαρίσουν σε όλους μας ένα μεγάλο δάσκαλο στην τέχνη, το θέατρο, τη ζωή.
Όλα αυτά τα τόσο σημαντικά που αναφέρθηκαν, δεν οδηγούσαν υποχρεωτικά, αναπότρεπτα, στην επιλογή να γίνει ο Κώστας αυτό που έγινε, ως το τέλος του, καθώς επέλεξε το δικό του βασικό αγωνιστικό μετερίζι της τέχνης, του πολιτισμού. Η πείρα έχει δείξει ότι δεν πήραν όλα τα παιδιά των αγωνιστικών οικογενειών τη σκυτάλη για να συνεχίσουν, έχουμε και το αντίθετο, παιδιά από οικογένειες συντηρητικές ως και αντιδραστικές παρέλαβαν τη δική τους σκυτάλη από τον συνάδελφό τους, από τον κοινωνικό περίγυρο.
Ο εργάτης και η εργάτρια, ο βιοπαλαιστής αυτοαπασχολούμενος στα μικρομάγαζα, στο χωράφι, στην ύπαιθρο, γενικά, έχουν κάποιες ευκαιρίες -βέβαια μέσα από πολλά πολλά εμπόδια- να καταλάβουν τι σημαίνει εκμετάλλευση και καταπίεση, τι σημαίνει καπιταλιστική ιδιοκτησία και αστική πολιτική εξουσία. Στο χώρο του Πολιτισμού τα πράγματα έχουν ιδιαιτερότητες, πολυπλοκότητα. Είναι ένας χώρος, ας το πούμε έτσι, που ενώ στηρίζεται στην συλλογικότητα, τελικά αυτό που φαίνεται πιο πολύ και ξεχωρίζει είναι ο πρωταγωνιστής, η πρωταγωνίστρια και όχι πάντα σε αντιστοιχία με το ταλέντο, είναι ο χώρος που προβάλλει στον ύψιστο βαθμό το ρόλο της προσωπικότητας.
Βεβαίως η τέχνη, ο πολιτισμός δεν γλύτωσε ούτε από διώξεις, ούτε από συλλήψεις, βασανιστήρια, εκτελέσεις, από την γνωστή λογοκρισία και τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων στο μεσοπόλεμο, στα χρόνια της Κατοχής, στις 33 μέρες του Δεκέμβρη του ‘44, στα χρόνια του ΔΣΕ, στα χρόνια με τους νόμους 509 και 375, την απαγόρευση της δράσης του ΚΚΕ, και μετά στα χρόνια της στρατιωτικής δικτατορίας 67-74.
Τότε, στη δικτατορία κυνηγήθηκαν, συνελήφθησαν, ο Κ. Καζάκος και η Τζένη Καρέζη, εξαιτίας της παράστασης “Το Μεγάλο μας Τσίρκο”, το 1973, αφού κάθε παράσταση μετατρέπονταν σε λαϊκή διαδήλωση. Αυτές τις μέρες, στα κινητά μας έφθασε ένα έγγραφο, με τον τίτλο απόρρητο και ημερομηνία 20 Ιουνίου 1972, που υπέγραφε ο χουντικός αντιστράτηγος Θεοφάνης Μουρίκης, υπαρχηγός, με κοινοποίηση προς την γνωστή ΓΔΕΑ του χουντικού υπουργείου Δημόσιας τάξης. Στο έγγραφο αυτό καταδίδονταν 52 ονόματα ηθοποιών, καλλιτεχνών, όλοι τους ήταν πλατιά γνωστοί. Σύμφωνα με το έγγραφο είχαν υποβάλλει υπόμνημα για να χορηγηθεί αμνηστία στους πολιτικούς κρατούμενους της χούντας. Πρώτος με αριθμό 1 ο Κώστας Καζάκος, στην 6 θέση η Τζένη Καρέζη.
Εκτός, λοιπόν, από τα οικογενειακά εφόδια και τις υποκειμενικές δυνατότητες που ανέπτυξε, ο Κώστας Καζάκος πέρασε σε νέα φάση ωρίμανσης όταν η αγωνιστικότητά του τον οδήγησε στη συνάντηση με το ΚΚΕ, με τους αγώνες και την ιδεολογία του, την ιστορική επικαιρότητα και αναγκαιότητα περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό - κομμουνισμό. Έτσι ο Κώστας πιο αποφασιστικά διάλεγε συνεχώς να περνάει σε νέα καλλιτεχνικά και αγωνιστικά επίπεδα για να βοηθά το λαό να αξιοποιεί το ηθικό του πλεονέκτημα, «για να αποκεφαλίσουμε το ανθρωπόμορφο τέρας που μας καταστρέφει τη ζωή», όπως ο χαρακτηριστικά έλεγε.
Αγαπημένε σύντροφε Κώστα, υπηρέτησες με πίστη και πάθος την προοδευτική δραματική τέχνη, με πυρήνα τη βαθιά εκτίμηση για τη διαπαιδαγωγητική δύναμή της, την άποψή σου ότι το θέατρο «παρέχει παιδεία και είναι η πιο λαϊκή, επίκαιρη, άμεσα κατανοητή και ζωντανή τέχνη», την πεποίθησή σου ότι «το θέατρο σίγουρα δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, μπορεί όμως να αλλάζει τους ανθρώπους» έτσι έλεγες. Γι’ αυτό η επιλογή των έργων σου, ως θιασάρχης και σκηνοθέτης, δεν ήταν καθόλου τυχαία.
Σε θυμόμαστε στο Φεστιβάλ της ΚΝΕ το 1981, όταν σκηνοθέτησες, στη λογική του θεατρικού είδους-ντοκουμέντο, μία παράσταση για την απεργία των εργατών στο εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας ΜΠΑΡΚΟ. Οι εργάτες έρχονται αντιμέτωποι με τα αφεντικά, αλλά και το πολιτικό προσωπικό τους, τους υπουργούς, τους εκπροσώπους της ΕΟΚ, σε μία παράσταση κατά τα πρότυπα των παραστάσεων που ανέβαζαν οι Σοβιετικοί εργάτες για να μιλήσουν για τη ζωή και τους αγώνες τους.
Μαζί με έναν διαλεχτό θίασο το 2010, λίγο πριν το ξέσπασμα της κρίσης, προσπάθησες να διαδώσεις στη σκηνή το σωτήριο λόγο του Μπρεχτ, στο έργο «Ο Αφέντης Πούντιλα και ο δούλος του Ματτί». Ο Αφέντης Πούντιλα αποκάλυπτε όλες τις μικρές και μεγάλες αλήθειες του ανθρωποφάγου θεριού της πλουτοκρατίας.
Λίγο αργότερα, το 2014, σε μια περίοδο που φασιστικά, ναζιστικά κόμματα έκαναν και πάλι την εμφάνιση τους στην Ευρώπη και την Ελλάδα, διάλεξες να ανεβάσεις την παράσταση «Ανάκριση» του Πέτερ Βάις, όχι απλά για να κρατήσεις ζεστή τη μνήμη των ναζιστικών εγκλημάτων, αλλά για να υπογραμμίσεις ότι το σύστημα που γέννησε το τέρας του φασισμού εξακολουθεί να ορίζει τις ζωές μας, ότι «η μηχανή εξόντωσης των ανθρώπων συνεχίζει να λειτουργεί με άλλους τρόπους, με άλλα μέσα πιο αποτελεσματικά», όπως μας έλεγες, καλώντας τα εκατομμύρια των ανθρώπων να πάψουν “να παρακολουθούν βουβά, παθητικά τη σημερινή αργή κι αδήλωτη εξόντωσή τους”.
Μα και στις εξέδρες των διαδηλώσεων έφερες την τέχνη σου. Εχθροί και φίλοι ακόμα δεν μπορούν να ξεχάσουν το «Δικαστήριο των λαών» στο Σύνταγμα, με εσένα πρωταγωνιστή και πρόεδρό του, στις μεγάλες κινητοποιήσεις ενάντια στα εγκλήματα των ΗΠΑ στην Γιουγκοσλαβία το 1999, όταν ο Μπιλ Κλίντον επρόκειτο να πραγματοποιήσει επίσημη επίσκεψη στην Αθήνα.
Πέρυσι γύρισες τη μουσικοθεατρική παράσταση «Πώς να σωπάσουν;» και φέτος συμμετείχες στην προετοιμασία της παράστασης του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά «Ματωμένα Χώματα» της Διδώς Σωτηρίου, στην οποία τελικά δεν κατάφερες να παίξεις.
Το θέατρο Τζένη Καρέζη ήταν χώρος συναντήσεων μεγάλων καλλιτεχνών, άνθρωποι των γραμμάτων και του πνεύματος αντάλλασσαν σκέψεις, στις πρεμιέρες των παραστάσεων που κάθε φορά αποτελούσαν σπουδαία πολιτιστικά γεγονότα και μετά από τις πολύωρες πρόβες και τις θεατρικές παραστάσεις. Σε αυτόν τον φιλόξενο χώρο πραγματοποιήθηκαν πολλές φορές σημαντικές συναντήσεις του εργατικού κινήματος, εκδηλώσεις και άλλες δραστηριότητες.
Επιτρέψατε μου, τώρα, να αναφερθώ σε κάποιες από τις στιγμές συνάντησης με τον Κώστα, μακριά από τη δημοσιότητα και τις κάμερες, τις ζήσαμε σε ένα δωμάτιο, σε ένα γραφείο. Αποδεικνύουν ότι ο Κώστας τη σχέση του με το Κόμμα δεν την ένοιωθε ως σχέση εξωτερική, παράλληλη με τις προσωπικές, οικογενειακές, καλλιτεχνικές ανάγκες που του έβαζε διλήμματα πώς όλα αυτά να συνεταιριστούν, που και πώς μπορούν να συναντηθούν. Η κομμουνιστική του ταυτότητα είχε γίνει τρόπος και στάση ζωής, σχέση βαθύτατα εσωτερική.
Πρώτη στιγμή: Λίγο μετά το 13ο Συνέδριο, καθώς η καταιγίδα της αντεπανάστασης, της βαθιάς κρίσης του Κόμματος ήταν στο αποκορύφωμα, δυνάμωνε η αντικομουνιστική - αντισοσιαλιστική επίθεση, ο Χαρίλαος Φλωράκης, ένα πρωί μου είπε ότι του τηλεφώνησε ο Κώστας, ήθελε να τον επισκεφτεί μαζί με την Τζένη Καρέζη. Μου πρότεινε να πάω και εγώ στη συνάντηση, να δούμε τι θέλει ο Κώστας, τι σκέπτεται. Εκείνη τη μέρα τους περιμέναμε με αγωνία. Μπήκε ο Κώστας στο σπίτι, αγκάλιασε σφικτά τον Χαρίλαο, με χαιρέτισε και μένα θερμά. Μα στη συνέχεια, όρθιος όπως ήτανε, έβγαλε ένα παράπονο μάλλον και με λίγο θυμό. Απευθύνθηκε αμέσως πριν απ όλα στο Χαρίλαο, λέγοντας ότι “εσείς καλείτε τους κομμουνιστές και τις κομμουνίστριες να σταθούν στο πλευρό του κόμματος, καλείτε ακόμα να συμπαρασταθούν και εκείνοι που δεν υπήρξαν κομμουνιστές, σέβονταν όμως, αναγνώριζαν το ρόλο του στους αγώνες. Εμένα δεν μου κάνατε ούτε ένα τηλέφωνο, δεν με χρειάζεστε;”. Ο Χαρίλαος, θυμάμαι καλά, του εξήγησε ότι “σε τέτοιες στιγμές δεν είναι πάντα πρακτικό να παίρνεις τηλέφωνο και να ρωτάς εσύ με ποια πλευρά είσαι;” Ο Κώστας πάλι αντάριασε, “τι να με ρωτήσετε, δεν ξέρατε ότι εγώ δεν θα μπορούσα να είμαι πουθενά αλλού εκτός από εδώ; Με το ΚΚΕ”. Δίπλα η Τζένη συμφωνούσε με το παράπονο του Κώστα. Ύστερα από λίγο ξεκαθαρίστηκαν τα πράγματα, ησύχασε ο Κώστας και τότε μαζί με τη Τζένη πήραν το λόγο, σαν χείμαρρος, μας ενημέρωσαν ότι εν μέσω καταιγίδας της λεγόμενης Περεστρόικα, οδικώς, οδηγώντας δηλαδή το αυτοκίνητό τους, έφθασαν στη Μόσχα γιατί δεν ήθελαν να χάσουν άλλο χρόνο. Ήθελαν να γνωρίσουν άμεσα, τους ανθρώπους, τους συντελεστές του Θεάτρου Βαγκντάκoφ, που ιδρύθηκε από τον πρωτοπόρο σκηνοθέτη Ευγένιο Βαγκντάκοφ, τρία χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, το 1921. Μίλησαν με ενθουσιασμό για το σοσιαλιστικό θέατρο, το δρόμο που είχε διανύσει στην πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης... Αυτός ήταν ο Κώστας.
Δεύτερη στιγμή: Λίγα χρόνια αργότερα ο Κώστας ζήτησε συνάντηση, όπως είπε στο τηλέφωνο, ήθελε να ακούσει κάποιες γνώμες σε ζητήματα που τον απασχολούσαν προσωπικά. Με το τσιγκέλι έβγαλε ύστερα από ερωτήσεις τις τεράστιες δυσκολίες που συναντούσε στο έργο του, στις υψηλές του φιλοδοξίες, προβλήματα οικονομικά, παράπλευρες απώλειες, χτυπήματα κάτω από τη ζώνη, σε μια περίοδο μάλιστα που είχαν αυξηθεί οι ευθύνες του στην οικογένεια. Δεν ζήτησε εννοείται καμία βοήθεια. Εκείνο που τον βασάνιζε ήταν ότι είχε δεχθεί προτάσεις να παίξει σε μεγάλους ρόλους, του είχαν δοθεί σενάρια, αλλά δεν ήταν σίγουρος ότι ανταποκρίνονταν πλήρως σε αυτό που ο ίδιος έκανε ως τότε. Ήθελε μια γνώμη. Η απάντησή μας ήταν συγκεκριμένη. Δεν ήταν δυνατόν να γίνουμε κριτές, να δώσουμε έγκριση στην μια ή την άλλη επιλογή που θα έκανε, ανάμεσα σε προτάσεις και σενάρια. Ήμασταν βέβαιοι ότι εκείνος ήξερε καλά, μπορούσε να αποφασίσει παίρνοντας υπόψη και τη διάσταση των προσωπικών, οικογενειακών αναγκών. Αυτός ήταν ο Κώστας.
Τρίτη στιγμή: Ο Κώστας δυο φορές είχε εκλεγεί βουλευτής με την πρώτη θέση που είχε στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας, το 2007 και το 2009. Εννοείται ότι μας ήταν καθαρό ότι οι υποχρεώσεις του στο κοινοβούλιο δεν θα έπρεπε να είναι απαγορευτικές, εμπόδιο στο βασικό μέτωπο προσφοράς του, στη τέχνη, στο θέατρο. Η νέα όμως εκλογική αναμέτρηση στις συγκεκριμένες συνθήκες έβαζε μπροστά μας καινούργιες απαιτήσεις, επέβαλε και νέους καταμερισμούς στην κοινοβουλευτική ομάδα. Έτσι πριν καταλήξει η ΚΕ αποφασίσαμε να συζητήσουμε τις σκέψεις μας μαζί του, αυτή τη φορά να ήταν υποψήφιος αλλά σε περιφέρεια όπως ήταν η γενέτειρά του, ο νομός Ηλείας, που ήταν βέβαιο και λόγω του εκλογικού νόμου ότι δεν θα έβγαζε βουλευτή. Ξεκίνησα τη συζήτηση μαζί του με ένα κόμπο στο λαιμό, φοβόμουνα ότι υπήρξε η πιθανότητα να σκεφτεί ότι η προσφορά του στο κοινοβούλιο ίσως δεν ήταν ικανοποιητική, πράγμα βεβαίως που δεν ίσχυε. Ακόμα σκεπτόμασταν ότι ο ίδιος θα ήταν αντιμέτωπος με ερωτήματα, ή θα δέχονταν την ειρωνεία ή και το υποκριτικό χάιδεμα εκείνων που τον είχαν πολεμήσει, λέγοντας του ότι το Κόμμα τον πέταξε έξω από την Κοινοβουλευτική Ομάδα.
Πριν προλάβω να ολοκληρώσω αυτά που είχα προετοιμάσει να του πω, με διέκοψε γελώντας. “Βρε συντρόφισσα, τι τα θέλεις όλα αυτά τα λόγια; Πες γρήγορα, τι να κάνω για να βοηθήσω, τι πρακτική δουλειά χρειάζεται”. Διευκρίνισα ότι ήθελα να του εξηγήσω πώς σκεφτήκαμε και γιατί δεν θα μπορούσε για μια ακόμα φορά να είναι βουλευτής. Γελώντας με όλη του την καρδιά, είπε ότι “στον αγώνα δεν προσφέρουν μόνο οι βουλευτές, γι’ αυτόν δε σημαίνει τίποτε το άλφα ή το βήτα αξίωμα”, με την έννοια ότι δεν εξαρτούσε την προσφορά του από τον ένα ή τον άλλο τίτλο. Αυτός ήταν ο Κώστας.
Κώστα στη διαδρομή σου, με το μυαλό και την καρδιά, χωρίς ταλαντεύσεις και αμφισημίες, είχες πυξίδα σου την κομμουνιστική ιδεολογία. Ανταποκρίθηκες επάξια στην ιστορική αναγκαιότητα της εποχής μας, στην πρώτη γραμμή, με το ΚΚΕ, πάντα παρών σε όλους τους αγώνες του εργατικού-ταξικού και του αντιπολεμικού αντιιμπεριαλιστικού κινήματος. Τα στερνά σου τίμησαν τα πρώτα.
Όσοι, όσες είχαμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε περισσότερο ή λιγότερο την οικογένειά σου, την αγαπημένη σου σύντροφο Τζένη, με την οποία μοιραστήκατε όλες τις χαρές και τις δυσκολίες της ζωής και της τέχνης σας, τα παιδιά σου, βλέπαμε ότι η αύρα σου, ο τρόπος ζωής σου τους επηρέασε. Σκεπτόμαστε ότι αυτό δεν έγινε ούτε με επιβολή, ούτε με ένα κατάλογο τι πρέπει και δεν πρέπει. Το προσωπικό παράδειγμα, ο διάλογος, η συζήτηση, ήταν ο δικός σου δρόμος. Τους καμάρωνες, έλαμπαν τα μάτια σου όταν αναφερόσουν σ’ αυτούς.
Μόλις αναγγέλθηκε ο θάνατος του Κώστα, οι οθόνες και ο τύπος, σχόλια στο διαδίκτυο, γέμισαν από υλικό που αυτός δημιούργησε με χαρακτηριστικό το “Μεγάλο Τσίρκο”.
Κώστα, ακόμα και εκείνοι που σε ειρωνευθήκαν, ακόμα και μερικοί που σε πολέμησαν, υποχρεώθηκαν, αφού ρωτήθηκαν, να πουν καλές κουβέντες. Το πιο σημαντικό, όμως, ήταν ότι, ανεξάρτητα απόψεων, είπαν το ίδιο πράγμα ότι ο Κώστας Καζάκος έζησε, έδρασε, έπαιξε, σκηνοθέτησε σε αντιστοιχία με την ιδεολογία και τις αξίες που υπερασπίζονταν. Η ενότητα των λόγων και των έργων σου, είναι μεγάλος τίτλος τιμής που επάξια κατέκτησες.
Συμμεριζόμαστε τη θλίψη της οικογένειας, της Τζένης, του Αλέξανδρου, της Ηλέκτρας και της Μάγιας, του Κωνσταντίνου, όλων των συγγενών και των καρδιακών φίλων. Θα έλθουν στιγμές, που η θλίψη θα εναλλάσσεται με την ευχάριστη ανάμνηση της κοινής ζωής σας, με την ανάμνηση ακόμα και γεγονότων που σας έκαναν να γελάσατε με την καρδιά σας. Θα σας παρηγορεί ότι το έργο που άφησες θα καρπίσει σίγουρα, ότι μαζί με εσάς χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες θα τον θυμόμαστε, θα αναπολούμε τις στιγμές που ζήσαμε μαζί του στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στα ντοκιμαντέρ, με την βροντώδη θερμή φωνή του, στον κοινό μας αγώνα.
Αντίο αγαπημένε σύντροφε, θα συνεχίσουμε κουβαλώντας στους ώμους μας την ανάμνηση και ό,τι κερδίσαμε και απολαύσαμε από την προσφορά σου.