Το άκουσμα της είδησης για την κατάλυση της δημοκρατίας στην Ελλάδα και την επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας στις 21 Απριλίου 1967 οδήγησε σχεδόν αμέσως στον σχηματισμό αντιδικτατορικών ομάδων στους κύκλους του απόδημου ελληνισμού. Η Δυτική Γερμανία, βασικός πόλος έλξης Ελλήνων, φοιτητών και εργατών, εξελίχθηκε σε κέντρο του αγώνα κατά της δικτατορίας των συνταγματαρχών.
Ως αποτέλεσμα της γενικότερης κοινωνικής κινητοποίησης αλλά και των εξελίξεων σε ακαδημαϊκές κοινότητες και συνδικάτα το αντιδικτατορικό κίνημα έλαβε μεγάλη ώθηση. Μάλιστα κατά την χρονική περίοδο 1970-1972 ο αριθμός των οργανώσεων που δραστηριοποιούνταν στην Δ. Γερμανία σχεδόν διπλασιάστηκε. Συγκεντρώσεις και πορείες διαμαρτυρίας σε μεγάλα αστικά κέντρα, ομιλίες και δράσεις με τη στήριξη γερμανών πολιτικών, ακτιβιστών και διανοούμενων επανέφεραν συστηματικά το ζήτημα αποκατάστασης της δημοκρατίας στην Ελλάδα.
Μία από τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις κατά του δικτατορικού καθεστώτος διοργανώθηκε έναν σχεδόν μήνα μετά το πραξικόπημα, στις 28 Μαΐου 1967, υπό την αιγίδα του γερμανικού συνδέσμου συνδικάτων DGB στο Ντίσελντορφ. Σύμφωνα με στοιχεία της αστυνομίας οι συγκεντρωμένοι ξεπερνούσαν τις 10.000. Η στήριξη του αντιδικτατορικού κινήματος εκ μέρους των γερμανικών συνδικάτων είχε όμως γίνει ξεκάθαρη ήδη από τον Απρίλιο του 1967, όταν ζήτησαν την άμεση αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα, δηλώνοντας αλληλεγγύη στους έλληνες φοιτητές και εργαζόμενους στη Δ. Γερμανία.
Η παρουσία του καθεστώτος στη Δυτική Γερμανία
Αυτή η άμεση και διαρκώς αυξανόμενη αντιδικτατορική κινητοποίηση δεν πέρασε φυσικά απαρατήρητη από το καθεστώς. Έχοντας εισχωρήσει στο διπλωματικό σώμα, στις εργατικές επιτροπές και στα σχολεία επιχειρούσε συστηματικά καθ’ όλη τη διάρκεια της επταετίας να ασκήσει πιέσεις στον απόδημο ελληνισμό.
Το 1972 το περιοδικό SPIEGEL περιέγραφε σε άρθρο του τις πρακτικές της φιλοχουντικής οργάνωσης «Αναγέννησις» στην Στουτγάρδη, της οποίας μέλη ανάγκαζαν έλληνες εργάτες και κυρίως μέλη του συνδικάτου IG-Metall να γίνουν συνδρομητές καθεστωτικών περιοδικών, απειλώντας τους με κατάδοση στις αρχές της Αθήνας.
Με αφαιρέσεις ιθαγένειας και ακυρώσεις διαβατηρίων, μηνύσεις, κατασκοπεία και προπαγάνδα από «εθνικώς σκεπτόμενους» δασκάλους και κληρικούς η χούντα προσπαθούσε να τρομοκρατήσει τους Έλληνες της Δ. Γερμανίας. Παράλληλα, επιχειρούσε να τους «επιστρατεύσει» ως πληροφοριοδότες, όταν αυτοί επισκέπτονταν την Ελλάδα. Όταν μάλιστα οι επιδόσεις τους κρίνονταν ικανοποιητικές, επιβραβεύονταν με προνόμια, όπως άδειες ταξί ή περιπτέρων, μετά τον επαναπατρισμό τους στην Ελλάδα.
Οι «ελληνικές φωνές» της Δυτικής Γερμανίας
Μια μικρή ομάδα στρατιωτικών, αναμεσά τους ο Γεώργιος Παπαδόπουλος και ο Στυλιανός Παττακός, προχώρησαν σε στρατιωτικό πραξικόπημα στις 21 Απριλίου του 1967. Εκείνη τη νύχτα οι συλλήψεις ξεπέρασαν τις 8.000. Αναμεσά τους βρίσκονταν πολιτικοί, δημοσιογράφοι και καλλιτέχνες.
Το πρωί της 21ης Απριλίου 1967 οι έλληνες συντάκτες της DW πήγαν ανυποψίαστοι στα γραφεία τους, όπου πληροφορήθηκαν για «την γκανγκστερική επέμβαση των πρακτόρων της CIA στην Ελλάδα», γράφει στο βιβλίο του Ώρα Ελλάδος 21.40-22.40 ο Κώστας Νικολάου, διευθυντής της Ελληνικής Σύνταξης της DW την περίοδο της δικτατορίας. Αρχικά, υπογραμμίζει, οι κεντρικές υπηρεσίες της DW δεν συμμερίστηκαν την αγανάκτηση των ελλήνων συντακτών για τις εξελίξεις στην Ελλάδα και τηρήθηκε «στάση αναμονής» αναφορικά με το περιεχόμενο της ελληνικής εκπομπής: «Από την 1η Μαρτίου 1969 και όχι από την 21η Απριλίου του 1967, όπως νομίζουν ακόμα πολλοί στην Ελλάδα, άρχισε να γράφει ιστορία η ελληνική εκπομπή της Deutsche Welle».
Το ελληνικό πρόγραμμα της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας, σε αντίθεση με εκείνο της Deutsche Welle, απευθυνόταν μόνο στους έλληνες μετανάστες - ήταν για εκείνους ένας σύνδεσμος με την πατρίδα, ενώ παράλληλα παρείχε πληροφορίες για τη ζωή στη Δυτική Γερμανία. Υπό την διεύθυνση του Παύλου Μπακογιάννη, στον οποίο είχε δοθεί ήδη από το 1966 η δυνατότητα σχολιασμού της ελληνικής πολιτικής επικαιρότητας, το ελληνικό πρόγραμμα άσκησε από την πρώτη κιόλας μέρα σκληρή κριτική στο καθεστώς της Αθήνας.
Νέα Πολιτεία, 8 Ιουνίου 1969
Η αντιδικτατορική δημοσιογραφία των «τρωκτικών του Ραδιοσταθμού Κολωνίας», όπως τους χαρακτήριζε το καθεστώς, και της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας οδήγησαν αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της επταετίας σε πολιτικές συγκρούσεις ανάμεσα σε Αθήνα και Βόννη. Όμως παρά τις απειλές, τις πιέσεις και τις αλλαγές που υπέστησαν τα δύο προγράμματα, παρέμειναν μέχρι την πτώση του καθεστώτος έγκυρες πηγές ελεύθερης ενημέρωσης και μαχητικής δημοσιογραφίας κατά της δικτατορίας.