ΕΛΛAΔΑ

Γιάννης Διακογιάννης: Συγκίνηση στο τελευταίο «αντίο» στον πατριάρχη της αθλητικής δημοσιογραφίας

Πλήθος στεφάνων στο Α΄ Νεκροταφείο από Ευάγγελο Μαρινάκη, Παναθηναϊκό, ΠΑΟΚ, ΑΕΚ, ΕΡΤ, MEGA, ΕΣΗΕΑ

Γιάννης Διακογιάννης: Συγκίνηση στο τελευταίο «αντίο» στον πατριάρχη της αθλητικής δημοσιογραφίας

To τελευταίο αντίο στον Γιάννη Διακογιάννη τον δημοσιογράφο που έδωσε διαφορετική διάσταση στο αθλητικό ρεπορτάζ είπαν σήμερα συγγενείς, φίλοι, συνάδελφοι στο στο Ά Νεκροταφείο Αθηνών όπου έγινε η κηδεία του.

Το προαύλιο του ιερού ναού γέμισε από στεφάνια που έχουν στείλει, μεταξύ άλλων, ο Ευάγγελος Μαρινάκης, το MEGA, οι ΠΑΕ Παναθηναϊκός, ΠΑΟΚ και ΑΕΚ, η ΕΣΗΕΑ, ο ΣΕΓΑΣ, η ΕΡΤ.

 

 

Στην κηδεία δίνουν το «παρών» και μεγάλες δόξες του ποδοσφαίρου όπως ο Μίμης Δομάζος, ο Αντώνης Αντωνιάδης και ο Νίικος Σαργκάνης αλλά και συνάδελφοί του όπως ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος και ο Πάνος Σόμπολος.

Η φωνή του  Γιάννη Διακογιάννη σίγησε την Τρίτη (13/12) με τον δημοσιογράφο να αφήνει την τελευταία του πνοή σε ηλικία 91 ετών.

Ο sports caster-θρύλος που ονειρευόταν να γίνει τενόρος

Για τον ίδιο τον Γιάννη Διακογιάννη, το σουξέ του Λουκιανού Κηλαηδόνη με το στίχο-κλισέ πλέον «πώς μας ενώνει και πώς μας δονεί/του Διακογιάννη η φωνή» ήταν ταυτόχρονα τιμή αλλά και σαρκασμός. Διότι το δικό του όνειρο, η μεγάλη φιλοδοξία του, δεν ήταν το να γίνει τραγούδι, αλλά να ερμηνεύει τραγούδια. Και συγκεκριμένα άριες, εφόσον το πάθος του Γιάννη Διακογιάννη ήταν η μουσική. Ήθελε να γίνει ένας σπουδαίος τενόρος, κάτι σαν τον Λουτσάνο Παβαρότι ή τον Πλάθιντο Ντομίνγκο, εν τέλει όμως η αγάπη για τον αθλητισμό (αλλά και πάλι τον κλασικό, όχι πρωτίστως το ποδόσφαιρο), έσυρε τον Γιάννη Διακογιάννη προς μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση.

Ωστόσο, με κάποιον παράξενο τρόπο, η μουσική που παρέμενε ως ανεκπλήρωτος πόθος και αιώνιος έρωτας μέσα του, έκανε τη διαφορά. Διότι, καθώς είχε αρχίσει να σπουδάζει μουσική, πριν αλλάξει κατεύθυνση ύστερα από τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα του, η αντίληψη του Γιάννη Διακογιάννη για τις ποδοσφαιρικές μεταδόσεις δεν περιοριζόταν στα αμιγώς αθλητικά. Το βασικό συστατικό του θρύλου που δημιουργήθηκε γύρω από το τι ήταν ο Διακογιάννης, δεν είχε να κάνει τόσο με την πάντοτε άψογη προετοιμασία και την ικανότητά του να εμπλουτίζει τις περιγραφές των αγώνων με συμπληρωματικά στοιχεία, στατιστικά κ.λπ. Η διαφορά του Διακογιάννη από οποιονδήποτε άλλον sports caster ήταν κυρίως η μοναδική ικανότητά του να προσθέτει επιπλέον, εγκυκλοπαιδικές διαστάσεις στο εκάστοτε αθλητικό γεγονός. Με άλλα λόγια, να ταξιδεύει τον τηλεθεατή, όχι μόνο μέσα στο γήπεδο και την καθαυτό δράση, αλλά και πολύ πέρα από αυτό.

Οι αναφορές του Γιάννη Διακογιάννη είχαν να κάνουν με την κουλτούρα, χωρίς όμως να γίνεται σχολαστικός, χωρίς να κάνει επίδειξη γνώσεων, χωρίς να ξεφεύγει από το καθήκον του, το οποίο ήταν, φυσικά, η πληρέστερη δυνατή περιγραφή του ματς. Όμως, εξίσου σημαντικό, σπάνιο και ξεχωριστό χαρακτηριστικό του, ήταν η ψυχραιμία. Σε έναν κλάδο όπου «viral» (με τη σημερινή ορολογία) γίνεται το ντελίριο ή ακόμη και η υστερία όσων περιγράφουν ποδοσφαιρικές φάσεις μεγάλης έντασης, ο Διακογιάννης διατηρούσε πάντα την αυτοκυριαρχία και τη σοβαρότητά του. Γι' αυτό και συνέβαλε, πιθανώς όσο κανείς άλλος, στο να προσδωθεί διάσταση αξιοπιστίας στο ποδόσφαιρο, ιδιαίτερα στο ελληνικό.

Χάριν του Γιάννη Διακογιάννη, χάριν του υψηλού, πραγματικά επαγγελματικού επιπέδου των μεταδόσεων και των εκπομπών του, η ελληνική οικογένεια, κυρίως τη δεκαετία του '70, εξοικειώθηκε με το ποδόσφαιρο στην πιο ευγενή εκδοχή του. Χωρίς υπερβολή, ο Διακογιάννης ήταν αυτός που προσέλκυσε ένα ευρύτερο κοινό στο άθλημα, πέραν των καθαυτό ταγμένων ποδοσφαιρόφιλων. Κι αυτό είχε γενικότερη σημασία για την ανάπτυξη του ποδοσφαίρου στην Ελλάδα, το πέρασμα από τον ημι-ερασιτεχνισμό στην επαγγελματική του οργάνωση, τη διάλυση των αρνητικών στερεοτύπων κ.ο.κ. Του «Διακογιάννη η φωνή», λοιπόν, έβαλε στα ελληνικά σπίτια την καλύτερη δυνατή εκδοχή του ποδοσφαίρου, σαν κομμάτι μιας υγιούς, οικογενειακής ψυχαγωγίας.

Το βεληνεκές και το ειδικό βάρος του Διακογιάννη αποδεικνύεται από το ότι εξακολούθησε να αποτελεί σημείο αναφοράς για τους επιγόνους του επί δεκαετίες αφ' ότου ο ίδιος αποσύρθηκε. Με τις φωτεινές εξαιρέσεις ελαχίστων από τους νεότερους αθλητικογράφους, κανείς δεν έφτασε τη δική του ικανότητα μεταπήδησης από το ποδόσφαιρο στον πολιτισμό, ενώ ταυτόχρονα παρέμενε πλήρως και βαθιά ενημερωμένος για το άθλημα. Πιθανότατα σήμερα το στιλ Διακογιάννη να μην ικανοποιούσε πλήρως όσους τηλεθεατές διψούν για τεχνικές αναλύσεις και λεπτομέρειες ανάπτυξης του παιχνιδιού κ.λπ. Από την άλλη όμως, θα παρέμενε ισχυρό και αξιόμαχο το ατού του Γιάννη Διακογιάννη να εστιάζει στο σημαντικό και να προβαίνει σε εύστοχα σχόλια επί τόπου. Και, για τη δική του κοσμοθεωρία, το σημαντικό στον αθλητισμό, ήταν πάντα ο άνθρωπος. Οι ήρωες που γεννιούνταν ή καταστρέφονταν μέσα στον αγωνιστικό χώρο, οι ομάδες που έγραφαν ιστορία, κατακτώντας -ακριβώς- τη θέση του στην ιστορία της ποπ κουλτούρας. Αυτήν στην οποίαν θα ανήκει για πάντα ο Γιάννης Διακογιάννης.

Η καριέρα του ξεκίνησε τη δεκαετία του '50 και διήρκησε περίπου μισόν αιώνα. Μεταξύ χιλιάδων άλλων ποδοσφαιρικών και αθλητικών διοργανώσεων, κάλυψε 12 Μουντιάλ και 31 τελικούς Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης -το σημερινό Champions League. Εντούτοις, ο στίβος τον γοήτευε ίσως ακόμη περισσότερο και από το ποδόσφαιρο, το οποίο εκτιμούσε για την αυθεντική λαϊκή καταγωγή αλλά και την απήχησή του.

Σε ό,τι αφορά στη διαδρομή της ζωής του, ο Γιάννης Διακογιάννης ήρθε σε επαφή με τον αθλητισμό στα χρόνια της Κατοχής. Καθώς η κατεστραμμένη Ελλάδα βίωνε την απελευθέρωση από τους Γερμανούς και κατόπιν τον Εμφύλιο, ο Διακογιάννης μυούνταν στο ποδόσφαιρο. Το πρώτο ματς που παρακολούθησε ήταν ένας φιλικός αγώνας μεταξύ Παναθηναϊκού και ΑΕΚ, το 1945. Έκτοτε, η προσωπική προτίμησή του θα ήταν ο ΠΑΟ, μολονότι οι ηθικές αρχές του και η δεοντολογία την οποίαν τηρούσε ευλαβικά, επέβαλαν να μην αποκαλύπτει ποτέ ποια ελληνική ομάδα συμπαθεί περισσότερο.

Ως έφηβος, ο Γιάννης Διακογιάννης έπαιζε μπάσκετ, ως αθλητής της Ένωσης Παγκρατίου και ταυτόχρονα έκανε στίβο, ως δρομέας 100 και 200 μ. καθώς και ως άλτης εις μήκος.

Με τη δημοσιογραφία άρχισε να εμπλέκεται στη Γαλλία, όπου είχε μεταβεί για σπουδές. Διέμενε στο Παρίσι επί 6 χρόνια, γεγονός που εξηγεί την άριστη γνώση της γαλλικής και την προφορά του στα γαλλόφωνα ονόματα. Πέραν αυτού όμως, ο ένας εκ των παππούδων του ήταν Γάλλος.

Όπως προαναφέρθηκε, η αρχική επιθυμία του ήταν να γίνει επαγγελματίας μουσικός, καθώς η μητέρα του έπαιζε πιάνο στην οικογενειακή οικία, όπου υπήρχε ακόμη και άρπα, με την οποίαν ασχολείτο ο παππούς του. Όμως, μια οικογενειακή τραγωδία ανάγκασε τον Γιάννη Διακογιάννη να εγκαταλείψει τα όνειρά του για μια καριέρα στην όπερα. Το 1942, εν μέσω Κατοχής, ο πατέρας του πέθανε από καρκίνο στον εγκέφαλο. Ο Γιάννης ήταν τότε μόλις 11 ετών, πολύ μικρός αλλά και αρκετά μεγάλος ώστε να θυμάται για πάντα ότι η μητέρα του δεν είχε άλλη επιλογή από το να πουλήσει το πιάνο, και μαζί ένα οικόπεδο, προκειμένου να ζήσει την οικογένειά της. Η μουσική ήταν μια απαγορευμένη πολυτέλεια. Η δημοσιογραφία, έστω και η αθλητική, ίσως δεν εγγυόταν την άμεση επαγγελματική αποκατάσταση, τουλάχιστον όμως ήταν πιο άμεσα προσοδοφόρα από τη μουσική.

Έτσι, ο Γιάννης Διακογιάννης σπούδασε αθλητική δημοσιογραφία στο Παρίσι, συνεργαζόμενος παράλληλα με την εφημερίδα «Αθλητική Ηχώ», ως ανταποκριτής. Με την ιδιότητά του αυτή, ο Διακογιάννης είχε δικαίωμα εισόδου σε όλα τα γαλλικά γήπεδα, αποκτώντας πολύτιμη εμπειρία, γνωριμίες κ.λπ. τις οποίες θα αξιοποιούσε τα επόμενα χρόνια και αφού θα επέστρεφε στην Ελλάδα. Όπου και θα εργαζόταν σε εφημερίδες και την ΕΡΤ, δημιουργώντας μια «σχολή» αθλητικής δημοσιογραφίας στην οποίαν ο ίδιος θα είναι, για πάντα, ο πρύτανης. Ίσως όμως και ο μοναδικός, πραγματικά αξιόλογος, φοιτητής

Πηγή:protothema.gr

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση