ΕΛΛAΔΑ
Έξι στους δέκα Έλληνες άνω των 18 ετών είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι
Μεγάλη έρευνα της διαΝΕΟσις
SHARE:
Τα τελευταία σαράντα χρόνια τα ποσοστά της παχυσαρκίας έχουν τριπλασιαστεί στον πλανήτη. Το 2016 1,6 δισεκατομμύρια ενήλικοι παγκοσμίως ήταν υπέρβαροι και 650 εκατομμύρια ήταν παχύσαρκοι. Στην Ελλάδα το φαινόμενο είναι ιδιαίτερα έντονο, καθώς είναι πρώτη στην ΕΕ στην παιδική παχυσαρκία, και στις πρώτες θέσεις στην παχυσαρκία των ενηλίκων.
Το 63% των Ελλήνων ηλικίας άνω των 18 είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι.
Η διαΝΕΟσις ανέθεσε σε μια ερευνητική ομάδα υπό τον συντονισμό του καθηγητή Γιάννη Μανιού από το Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο την εκπόνηση μιας μελέτης που χαρτογραφεί το ζήτημα στις πραγματικές του διαστάσεις, και προτείνει μια σειρά από δράσεις σε σχολεία και στις δομές πρωτοβάθμιας υγείας για την αντιμετώπισή του.
Όπως επισημαίνεται στη μελέτη ως παχυσαρκία ορίζεται η αυξημένη συσσώρευση σωματικού λίπους στο ανθρώπινο σώμα, που μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την υγεία. Αναγνωρίστηκε ως νόσος πριν από περίπου μισό αιώνα και πλέον αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα χρόνια προβλήματα υγείας παγκοσμίως.
Το αν ένα άτομο είναι παχύσαρκο, υπέρβαρο ή όχι υπολογίζεται με τη μέτρηση του σωματικού του λίπους. Ωστόσο, επειδή αυτή είναι δύσκολη διαδικασία που χρειάζεται εξειδικευμένο εξοπλισμό, γι' αυτή τη δουλειά κατά κανόνα χρησιμοποιείται ο «Δείκτης Μάζας Σώματος» (o γνωστός με το αγγλικό αρκτικόλεξο BMI), που μετρά το σωματικό βάρος σε σχέση με το ύψος, εκτιμώντας έτσι έμμεσα τη συσσώρευση λίπους στο σώμα. Ο BMI υπολογίζεται αν διαιρέσουμε το σωματικό βάρος σε κιλά με το τετράγωνο του ύψους σε μέτρα.
Για παράδειγμα, ένα άτομο με ύψος 1,75 μέτρα και βάρος 70 κιλά έχει BMI 22,9. Όπως φαίνεται και για τον παρακάτω πίνακα, που αφορά κυρίως στα σώματα ενηλίκων Ευρωπαίων/Καυκάσιων, άτομα με ΒΜΙ άνω του 25 λογίζονται ως υπέρβαρα και άτομα με ΒΜΙ άνω του 30 ως παχύσαρκα (σε άτομα άλλης εθνοτικής καταγωγής τα όρια είναι ελαφρώς διαφορετικά).
Για τη μέτρηση της παχυσαρκίας των ανηλίκων χρησιμοποιούνται άλλες κλίμακες, οι οποίες διαφοροποιούνται και ανάλογα με την ηλικία και το φύλο.
Η παχυσαρκία συνδέεται με μια σειρά από καρδιακές και μεταβολικές διαταραχές, οι οποίες μπορεί να εξελιχθούν σε χρόνια νοσήματα, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 (ΣΔ2 -το 80-85% του ΣΔ2 στους ανθρώπους αποδίδεται στην παχυσαρκία) τα καρδιαγγειακά νοσήματα, κάποιοι καρκίνοι, η οστεοαρθρίτιδα, χολολιθιάσεις (οι πέτρες στη χολή, δηλαδή) και σοβαρές διαταραχές του ύπνου.
Για κάθε αύξηση του BMI κατά 5 μονάδες αυξάνεται ο κίνδυνος εμφάνισης στεφανιαίας νόσου κατά 27% και ο κίνδυνος εμφάνισης εγκεφαλικού επεισοδίου κατά 18%. Η παχυσαρκία έχει, επιπλέον, επιπτώσεις στην ψυχική υγεία, κοινωνικό αντίκτυπο αλλά και οικονομικό κόστος (ιδιαίτερα στο σύστημα υγείας). Στα παιδιά συνδέεται με τη σιδηροπενία και την υποβιταμίνωση D οι οποίες μπορεί να επηρεάζουν αρνητικά τη γνωσιακή, μυοσκελετική και σωματική τους ανάπτυξη. Και, βεβαίως, τα παιδιά που είναι παχύσαρκα έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να γίνουν και παχύσαρκοι ενήλικες.
Η αύξηση του λίπους επιπλέον πυροδοτεί και μια σειρά από άλλες βιοχημικές διεργασίες, από την αύξηση του επιπέδου κάποιων ορμονών μέχρι τη διαταραχή της μεταφοράς της χοληστερόλης από το συκώτι στο έντερο (μια διαταραχή που μπορεί να δημιουργεί πέτρες στη χολή) καθώς και μια σειρά από άλλες διαταραχές, από τη συσσώρευση λίπους στο φάρυγγα που μπορεί να προκαλεί προβλήματα στην αναπνευστική λειτουργία κατά τη διάρκεια του ύπνου, μέχρι την πίεση στο μυοσκελετικό σύστημα και στις αρθρώσεις. Τα λιποκύτταρα, δε, δεσμεύουν τη βιταμίνη D, η οποία είναι λιποδιαλυτή. Τα παχύσαρκα άτομα, καθώς έχουν αυξημένο σωματικό λίπος, συχνά έχουν χαμηλότερη συγκέντρωση βιταμίνης D στο αίμα. Μεταξύ άλλων συνεπειών αυτού του φαινομένου, έρευνες έχουν δείξει ότι άτομα με έλλειψη βιταμίνης D εμφανίζουν μεγαλύτερες πιθανότητες βαριάς νόσησης ή θανάτου αν νοσήσουν με Covid-19.
Στα παιδιά, πέρα από τις πιθανές επιπτώσεις της παχυσαρκίας στην υγεία τους πριν από την ενηλικίωση (από αυξημένες πιθανότητες αναπνευστικών ή ορθοπεδικών προβλημάτων, μέχρι διαταραχές στην έμμηνο ρύση), αλλά και την αυξημένη πιθανότητα να εμφανίσουν από την παιδική ή την εφηβική ηλικία παθολογικές καταστάσεις που κατά κανόνα εμφανίζονται στην ενήλικη ζωή (σακχαρώδη διαβήτη, υπέρταση -περίπου τα μισά παιδιά σχολικής ηλικίας με παχυσαρκία εμφανίζουν ιδιαίτερα αυξημένα επίπεδα αρτηριακής πίεσης) υπάρχουν και άλλες: τα υπέρβαρα παιδιά φαίνεται ότι έχουν χαμηλότερες επιδόσεις στο σχολείο και απουσιάζουν συχνότερα και για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα από τα μαθήματα. Και, βεβαίως, το 70-80% των παχύσαρκων εφήβων παραμένουν παχύσαρκοι και ως ενήλικες.
Δεν μπορούν να αγνοηθούν και οι κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις της παχυσαρκίας. Οι προκαταλήψεις στις κοινωνίες συχνά οδηγούν σε κοινωνικό στιγματισμό και διακρίσεις κατά των παχύσαρκων ατόμων που, όπως έχει φανεί σε μελέτες, συμβάλουν στην εμφάνιση άγχους και κατάθλιψης. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ από το 2019, δε, στην παχυσαρκία οφείλεται το 9% των ετήσιων δαπανών υγείας στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την ίδια μελέτη, το ετήσιο ΑΕΠ στην Ελλάδα κατά την περίοδο 2020-2050 θα είναι 3% μικρότερο από ό,τι θα ήταν αν δεν υπήρχαν οι οικονομικές συνέπειες της παχυσαρκίας.
Πόσο εκτεταμένο είναι το φαινόμενο στην Ελλάδα
Περισσότεροι από τους μισούς ενήλικες στην Ελλάδα είναι παχύσαρκοι ή υπέρβαροι. Σύμφωνα με δεδομένα του ΠΟΥ από το 2019, το 37,9% των Ελλήνων ενηλίκων είναι υπέρβαροι και το 24,9% είναι παχύσαρκοι. Το 44% των Ελλήνων και το 30,8% των Ελληνίδων είναι υπέρβαροι/ες, ενώ τα δύο φύλα εμφανίζουν τα ίδια ποσοστά παχυσαρκίας: ένας στους τέσσερις Έλληνες και μία στις τέσσερις Ελληνίδες ανήκουν σε αυτή την κατηγορία.
Ενδιαφέρον έχει επίσης, όπως επισημαίνεται στη μελέτη της διαΝΕΟσις, το ότι στα τρία τέταρτα των ελληνικών οικογενειών τουλάχιστον ένας από τους δύο γονείς είναι υπέρβαρος ή παχύσαρκος.
Παράλληλα, τα παιδιά στην Ελλάδα εμφανίζουν τα μεγαλύτερα ποσοστά παχυσαρκίας στην Ευρώπη. Το ποσοστό των παιδιών ηλικίας 4-6 ετών που είναι παχύσαρκα ή υπέρβαρα είναι 20,6%. Στα παιδιά ηλικίας 6-10 ανεβαίνει στο 38,5% και στα παιδιά ηλικίας 10-12 ετών φτάνει το 41,2%.
Τα ποσοστά υπέρβαρου και παχυσαρκίας στα παιδιά φαίνεται πως είναι μεγαλύτερα σε επαρχιακές και αγροτικές περιοχές από ό,τι στις πόλεις. Αλλά και εντός των πόλεων εμφανίζονται ανισότητες: μόνο το 2,7% των παιδιών στο Χαλάνδρι είναι παχύσαρκα -στο Κερατσίνι το ποσοστό είναι 20,3%. Ωστόσο, τα ποσοστά των υπέρβαρων παιδιών είναι παρόμοια σχεδόν παντού -περίπου ένα στα τρία παιδιά στις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας είναι υπέρβαρο. Στις πολύ μικρές ηλικίες τα κορίτσια είναι πιο συχνά υπέρβαρα ή παχύσαρκα από τα αγόρια, αλλά στη συνέχεια τα ποσοστά εξισώνονται μέχρι την εφηβεία, όταν και τα αγόρια γίνεται πιο πιθανό να είναι παχύσαρκα.
Πού οφείλεται το φαινόμενο της παχυσαρκίας
Η μελέτη της διαΝΕΟσις επισημαίνει στη συνέχεια ότι η παχυσαρκία οφείλεται στο θετικό ενεργειακό ισοζύγιο του σώματος -το ότι δηλαδή εισάγουμε περισσότερη ενέργεια στο σώμα με τις τροφές από όση καταναλώνουμε, με αποτέλεσμα αυτή να συσσωρεύεται ως λίπος.
«Υπάρχουν, όμως, διάφοροι κοινωνικοί, περιβαλλοντικοί αλλά και γενετικοί παράγοντες που κάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης αυτής της ανισορροπίας μεγαλύτερο. Κάποιοι από αυτούς εμφανίζονται ακόμα και από τα πολύ πρώιμα στάδια της ζωής -ακόμα και πριν από τη γέννηση. Πριν δούμε αυτούς τους παράγοντες αναλυτικά, αξίζει να τονίσουμε ότι η επίδρασή τους στο φαινόμενο είναι συνδυαστική. Το θέμα της παχυσαρκίας είναι πολύπλοκο και ευαίσθητο κοινωνικά και συχνά η απόδοση ευθυνών για την εμφάνισή του στο επίπεδο των προσωπικών επιλογών ή και στο επίπεδο της οικογένειας είναι απλουστευτικές και άδικες. Παρακάτω θα διαβάσετε, για παράδειγμα, ότι οι πιθανότητες ένα παιδί να είναι παχύσαρκο αυξάνονται αν η μητέρα του κάπνιζε κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ή αν παίρνει βάρος πάρα πολύ γρήγορα μετά τη γέννηση. Ή, ακόμα, ότι τα παιδιά που τα φροντίζουν κυρίως οι γιαγιάδες ή η παππούδες τους έχουν περισσότερες πιθανότητες να γίνουν υπέρβαρα ή παχύσαρκα από ό,τι αυτά που τα φροντίζουν κυρίως οι γονείς. Ή ότι 3 στους 4 Έλληνες ενήλικες τρώνε λιγότερα φρούτα και λαχανικά από τις ενδεδειγμένες ποσότητες. Κανένας από αυτούς του παράγοντες δεν είναι μοναδικός και δεν προσφέρεται για την απόδοση εύκολων ευθυνών. Αντίθετα, λειτουργούν μόνο σε συνδυασμό μεταξύ τους και με τις άλλες συνθήκες που ορίζουν τη ζωή και το περιβάλλον του σύγχρονου ανθρώπου. Μάλιστα, μερικοί από τους πιο κρίσιμους είναι ελάχιστα γνωστοί και σπάνια αναφέρονται στο δημόσιο διάλογο σχετιζόμενοι με την παχυσαρκία, όπως η ασφάλεια της γειτονιάς, το πόσα σπίτια έχουν αυλή, η ποιότητα των πεζοδρομίων, η εύκολη πρόσβαση σε χώρους άθλησης ή η οικονομική άνεση μιας οικογένειας.»
Οι υπεύθυνοι της έρευνας παρέθεσαν μερικούς από τους σημαντικότερους παράγοντες που επηρεάζουν το φαινόμενο, οι οποίοι αναλύονται στη μελέτη.
Οι πιο γνωστοί παράγοντες έχουν, βεβαίως, να κάνουν με τον τρόπο ζωής παιδιών και ενηλίκων. Το πόσες και τι είδους τροφές καταναλώνουμε, το αν αθλούμαστε ή ασκούμαστε σωματικά και το πόση ώρα αφιερώνουμε σε «καθιστικές» δραστηριότητες επηρεάζουν δραματικά την πιθανότητα αύξησης του σωματικού βάρους, ανεξαρτήτως άλλων παραγόντων. Πρόκειται για πράγματα που για κάποιους θεωρούνται αυτονόητα αλλά, από ό,τι αποδεικνύεται, για πολλούς δεν είναι. Σύμφωνα με μία από τις έρευνες που συγκέντρωσαν πολλά από τα στοιχεία που παρουσιάζονται στη μελέτη, μόνο το 8% των Ελλήνων γνωρίζουν τις συστάσεις για τη σωστή διατροφή, και μόνο το 35,2% τις συστάσεις για τη σωματική δραστηριότητα (νούμερα αρκετά χαμηλότερα από άλλων ευρωπαϊκών χωρών).
Όπως αναφέρεται στη μελέτη της διαΝΕΟσις, στην Ελλάδα μόνο το 25% των ενηλίκων καταναλώνουν φρούτα και λαχανικά στις ποσότητες που προτείνονται. Αυτό το ποσοστό μπορεί να είναι μικρό, αλλά από διάφορες έρευνες τεκμηριώνεται ότι οι διατροφικές συνήθειες των Ελλήνων δεν είναι πολύ χειρότερες από τις συνήθειες άλλων λαών με πολύ μικρότερα ποσοστά παχυσαρκίας. Ή κρίσιμη διαφορά ίσως να είναι το εξής: το 68% των Ελλήνων ενηλίκων δεν γυμνάζονται καθόλου και δεν ασχολούνται με κανένα άθλημα -το μεγαλύτερο ποσοστό στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι Έλληνες, δε, καταναλώνουν πάνω από τρεις ώρες καθημερινά μπροστά σε οθόνες εκτός εργασίας -περισσότερο από τους κατοίκους 15 άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Και, βεβαίως, υπάρχουν και άλλοι σημαντικοί επιβαρυντικοί παράγοντες, από το κοινωνικό περιβάλλον και τη γειτονιά στην οποία ζει κανείς, μέχρι την οικονομική κατάσταση, τον διαθέσιμο ελεύθερο χρόνο και τη διάρκεια του ύπνου. Κάποιοι από αυτούς μπορεί να εξηγούν και το γιατί οι Έλληνες δεν ασκούνται αρκετά σωματικά: σε σχετικές ερωτήσεις πρόσφατης έρευνας το ποσοστό των Ελλήνων που δήλωναν ότι δεν ασκούνται επειδή η γειτονιά τους «δεν έχει τις κατάλληλες υποδομές», «δεν έχει καλή αισθητική» ή «δεν είναι ασφαλής» ήταν διπλάσιο από το ποσοστό των ερωτηθέντων άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Ένα σοβαρό αλλά ελάχιστα γνωστό ζήτημα είναι η υποεκτίμηση του βάρους των παιδιών από τους γονείς τους. Το 88% των γονέων με παιδιά προσχολικής ηλικίας που είναι υπέρβαρα και το 55,8% των γονέων με παιδιά που είναι παχύσαρκα θεωρούν ότι το παιδί τους έχει φυσιολογικό σωματικό βάρος. Κάτι που βεβαίως δεν είναι μόνο ελληνικό χαρακτηριστικό -εμφανίζεται συχνά και σε άλλες χώρες σημειώνεται στη μελέτη της διαΝΕΟσις.
Αλλά αυτοί δεν είναι οι μόνοι παράγοντες που επηρεάζουν το αν ένα παιδί θα γίνει υπέρβαρο ή παχύσαρκο. Υπάρχουν και άλλοι, που δρουν από πολύ, πολύ νωρίτερα. Από ό,τι έχει τεκμηριωθεί από πολλές έρευνες, παράγοντες όπως το υπερβάλλον σωματικό βάρος της μητέρας πριν από την εγκυμοσύνη, η υπέρμετρη αύξηση βάρους της μητέρας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και το κάπνισμα της μητέρας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης (ενεργητικό ή παθητικό) παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στη μετέπειτα εξέλιξη του παιδιού. Ένα παιδί είναι 2,6 φορές πιθανότερο να γίνει παχύσαρκο όταν η μητέρα του είναι παχύσαρκη πριν από την εγκυμοσύνη. Το 35% των Ελληνίδων μητερων αυξάνουν το βάρος τους υπέρμετρα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης -τα παιδιά τους έχουν διπλάσια πιθανότητα να εμφανίσουν παχυσαρκία από τα υπόλοιπα.
Το 11,5% των Ελληνίδων μητέρων δηλώνουν ότι κάπνιζαν κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους. Σύμφωνα με την έρευνα Feel4Diabetes, τα παιδιά που γεννιούνται από μητέρες που κάπνιζαν κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης έχουν 2,6 μεγαλύτερες πιθανότητες να γίνουν παχύσαρκα. Η συσχέτιση αυτή τεκμηριώνεται ακόμα και για το παθητικό κάπνισμα.
Στη γέννηση, δε, υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν το αν ένα παιδί θα γίνει υπέρβαρο ή παχύσαρκο. Βρέφη που γεννήθηκαν με βάρος υψηλότερο του φυσιολογικού έχουν 1,8 φορές μεγαλύτερες πιθανότητες να γίνουν παχύσαρκα ως παιδιά. Περίπου 10% των Ελληνίδων μητέρων θηλάζουν αποκλειστικά τους πρώτους έξι μήνες -τα παιδιά που τρέφονται έτσι σε αυτό το διάστημα έχουν 2 φορές μικρότερη πιθανότητα να γίνουν παχύσαρκα σε σχέση με τα υπόλοιπα. Επιπλέον, τα παιδιά που αυξάνουν το σωματικό τους βάρος υπερβολικά γρήγορα στα δύο πρώτα χρόνια της ζωής τους -πάνω από 1 στα 3 παιδιά στην Ελλάδα ανήκουν σε αυτή την κατηγορία- έχουν τετραπλάσια πιθανότητα εμφάνισης παχυσαρκίας σε επόμενα στάδια.
Όλοι αυτοί οι «περιγεννητικοί» παράγοντες λειτουργούν συνδυαστικά. Κανένας από μόνος του δεν καθορίζει αποφασιστικά το τι θα συμβεί στο μέλλον ενός παιδιού, αλλά όλοι μαζί διαμορφώνουν ένα περιβάλλον στο οποίο οι πιθανότητες ένα παιδί να γίνει παχύσαρκο αυξάνονται ή μειώνονται ανάλογα με ό,τι συμβαίνει κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και τους πρώτους μήνες ζωής του.
Όπως ισχύει και για τους υπόλοιπους παράγοντες, αν και ο ρόλος των περιγεννητικών παραγόντων είναι σημαντικός, δεν είναι ο μόνος, και γι' αυτό η απόδοση ευθυνών σε μητέρες ή σε γονείς (ή σε γιαγιάδες, ή παππούδες) απομονώνοντας κάθε έναν από αυτούς τους παράγοντες ξεχωριστά είναι αναποτελεσματική και άδικη. Όλα τα επόμενα στάδια της ζωής του ανθρώπου, με κρισιμότερη την εφηβεία και το διάστημα μετά την ενηλικίωση, επηρεάζουν επίσης το φαινόμενο με πολύπλοκους και αλληλοσυμπληρώμενους τρόπους, σημειώνεται στη μελέτη της διαΝΕΟσις.
Συνοπτικά:
-Τα παχύσαρκα παιδιά έχουν πέντε φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να γίνουν παχύσαρκοι ενήλικες απ' ό,τι τα παιδιά με φυσιολογικό σωματικό βάρος.
-Το 70% των παχύσαρκων εφήβων εξακολουθούν να είναι παχύσαρκοι και μετά τα 30.
-Το 70% των παχύσαρκων ενηλίκων δεν ήταν παχύσαρκοι ως παιδιά.
Τι προτείνει η μελέτη
Δεδομένου ότι η παχυσαρκία οφείλεται σε τόσο πολλούς, συμπληρωματικούς παράγοντες, πολλοί από τους οποίους συνδέονται με τον τρόπο ζωής και τις προσωπικές επιλογές οικογενειών που αντιμετωπίζουν διαφορετικές και ενίοτε πολύ δύσκολες καταστάσεις και προκλήσεις, μια γενική και οριζόντια λύση για το θέμα θα ήταν πολύ δύσκολη υπόθεση.
Πάντως προσπάθειες έχουν γίνει, τονίζει η μελέτη της διαΝΕΟσις. Από τη δεκαετία του 1970 κιόλας έχουν εφαρμοστεί διάφορα προγράμματα ενημέρωσης και πρόληψης της παχυσαρκίας σε διάφορες χώρες του κόσμου, τα οποία περιλάμβαναν δράσεις ενημέρωσης παιδιών και γονέων και διάφορες μορφές παρεμβάσεων σε σχολεία και οικογένειες, κάποια από τα οποία είχαν μετρήσιμα και σημαντικά αποτελέσματα.
Οι ερευνητές, λαμβάνοντας υπ' όψιν όλα όσα έχουν προηγηθεί (με έμφαση στα προγράμματα ToyBox και Feel4Diabetes που είχαν σχεδιαστεί και υλοποιηθεί από την ίδια ερευνητική ομάδα), καταλήγουν στην πρόταση υλοποίησης ενός προτεινόμενου σχεδίου δράσης με δύο άξονες: αφενός τον σχεδιασμό και την εφαρμογή προγραμμάτων παρέμβασης σε σχολεία για την προώθηση της υγιεινής διατροφής και την αύξηση της σωματικής δραστηριότητας για τα παιδιά και τις οικογένειες τους, και αφετέρου τον σχεδιασμό και την υλοποίηση μιας διαδικασίας εύκολου και έγκαιρου εντοπισμού των οικογενειών υψηλού κινδύνου για την παχυσαρκία και τα συνοδά της νοσήματα, με κέντρο της παρέμβασης τις δομές της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας ανά την Ελλάδα.
Το προτεινόμενο σχέδιο δράσης συνίσταται στην καταγραφή των δεικτών ανάπτυξης και υγείας των παιδιών, των εφήβων αλλά και των γονέων τους μέσω της ήδη θεσμοθετημένης ιατρικής εξέτασης των παιδιών για τη συμπλήρωση του Ατομικού Δελτίου Υγείας Μαθητή (ΑΔΥΜ). Το γνωστό ΑΔΥΜ, που συμπληρώνεται υποχρεωτικά από τους παιδιάτρους για τη φοίτηση των παιδιών στο σχολείο, μπορεί να εμπλουτιστεί με στοιχεία για τους γονείς (ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά, συνήθειες διατροφής και άσκησης, άλλων παραγόντων κινδύνου για χρόνια νοσήματα) δημιουργώντας έτσι ένα σύστημα αξιολόγησης των δεικτών υγείας του πληθυσμού.
Με αυτό τον τρόπο θα μπορούν να εντοπίζονται οι οικογένειες «υψηλού κινδύνου» (πάντα, όπως τονίζει η έρευνα, μέσα από διαδικασίες αυστηρής προστασίας των προσωπικών δεδομένων). Οι οικογένειες αυτές θα παραπέμπονται στις δομές πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας (ΤΟΜΥ, Δημοτικά Ιατρεία, Κέντρα Υγείας) για ιατρικό έλεγχο και πρόσβαση σε συμβουλευτικές υπηρεσίες από ειδικούς, παρεμβάσεις, προγράμματα, και εργαλεία ενημέρωσης. Το προτεινόμενο σχέδιο δράσης έχει εξ αρχής στον σχεδιασμό του διαδικασίες αξιολόγησης και μέτρησης της αποτελεσματικότητάς του.