Πριν έξι χρόνια, στις 23 Ιουλίου του 2018, ξεσπούσε στο Μάτι η πιο πολύνεκρη πυρκαγιά στην πρόσφατη ελληνική Ιστορία...
Στις 23 Ιουλίου του 2018, μέσα σε λίγα λεπτά, ολόκληρο το Μάτι στην Αττική μετατράπηκε σε κρανίου τόπο καθώς οι γιγάντιες φλόγες μιας τεράστιας και ανεξέλεγκτης πυρκαγιάς πέρασαν μέσα από τον οικιστικό ιστό.
Άνθρωποι που έζησαν τον εφιάλτη, συνεχίζουν ν’ ανεβαίνουν τον προσωπικό τους Γολγοθά, περιμένοντας δικαίωση
Ηταν το απόγευμα της 23ης Ιουλίου του 2018 όταν το Μάτι έγινε συνώνυμο της κόλασης (φωτογραφία Eurokinissi)
Πίσω της άφησε 104 νεκρούς, 147 τραυματίες και εγκαυματίες, ορισμένοι από τους οποίους υποφέρουν ακόμα, βαθιές πληγές σε συγγενείς θυμάτων και κατοίκους, που δεν θα επουλωθούν ποτέ, συλλογικό τραύμα στον ελληνικό λαό και αναπάντητα γιατί…
Και σαν να μην έφταναν όλ’ αυτά, άνθρωποι που έζησαν τον εφιάλτη, συνεχίζουν ν’ ανεβαίνουν τον προσωπικό τους Γολγοθά, περιμένοντας δικαίωση.
Νεκροί χωρίς δικαίωση…
Χθες Δευτέρα 22 Ιουλίου, έξι χρόνια μετά, οι 21 κατηγορούμενοι γι’ αυτήν την κόλαση κάθισαν και πάλι στο εδώλιο, προκειμένου να διεξαχθεί η έκτη συνεδρίαση μετά την εισαγγελική έφεση που ασκήθηκε για την πρωτόδικη απόφαση.
Σύμφωνα μ’ εκείνη την απόφαση, την 29η Απριλίου, κρίθηκαν ένοχοι μόλις έξι από τους κατηγορούμενους. Ηταν ο αρχηγός και ο υπαρχηγός επιχειρήσεων του Πυροσβεστικού Σώματος, ο διοικητής του Ενιαίου Συντονιστικού Κέντρου Επιχειρήσεων, ο διοικητής της Διοίκησης Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Αθηνών, ο διοικητής Πυροσβεστικών Υπηρεσιών Ανατολικής Αττικής και ο κάτοικος από το χωράφι του οποίου, στο Νταού Πεντέλης, ξεκίνησε η φονική φωτιά.
Αθωώθηκαν 15 κατηγορούμενοι, ανάμεσα στους οποίους ο τότε Γενικός Γραμματέας Πολιτικής Προστασίας Ιωάννης Καπάκης, η τότε περιφερειάρχης Αττικής Ρένα Δούρου και οι τότε δήμαρχοι Μαραθώνα Ηλίας Ψινάκης και Πεντέλης Δημήτριος-Στέργιος Καψάλης.
Η απόφαση προκάλεσε τεράστιες αντιδράσεις. Η οργή ήταν μεγάλη. Οι νεκροί αυτής της δίχως προηγούμενο τραγωδίας έμειναν δίχως δικαίωση. «Καταραμένοι να καείτε στην κόλαση όπως τα παιδιά μας» ακούστηκε μέσα στη δικαστική αίθουσα.
Το απόγευμα της 23ης Ιουλίου 2018
Τα παιδιά τους κάηκαν το απόγευμα της 23ης Ιουλίου του 2018. Ηταν τότε, δέκα λεπτά πριν τις 17:00, όταν το Μάτι έγινε συνώνυμο της κόλασης.Τότε υπήρξε ενημέρωση για καπνό κοντά στο Νταού στην Πεντέλη. Για λίγα λεπτά, ορισμένοι νόμιζαν ότι ο καπνός ερχόταν από την άλλη μεγάλη φωτιά που είχε προηγηθεί εκείνη τη ημέρα στη Δυτική Αττική, στη Κινέτα. Αλλά δυστυχώς, έκαναν λάθος.
Ενας 65χρονος ιδιοκτήτης κατοικίας στο Νταού Πεντέλης είχε πάρει τη μοιραία απόφαση να κάψει εκείνη την ημέρα τα κλαδιά από τον κήπο του.
«Γύρω στις 18:00 βλέποντας τις ειδήσεις για τη φωτιά στην Κινέτα και μυρίζοντας τον καπνό, ανοίξαμε με την κόρη μου την πόρτα. Και αντικρίσαμε την κόλαση» διηγήθηκε η Μάρη Παπαχριστοπούλου. Εκείνη τη μέρα βρισκόταν με την κόρη της στο σπίτι τους απολαμβάνοντας ένα τυπικό καλοκαιρινό μεσημέρι.
Αν και στην αρχή η πυρκαγιά δεν έδειχνε να είναι τόσο απειλητική, γύρω στις 17:30 ο άνεμος ισχυροποιήθηκε απότομα και άλλαξε κατεύθυνση προς τα ανατολικά, με αποτέλεσμα η πυρκαγιά να βγει γρήγορα εκτός ελέγχου.
Δυσκολεύονται να βρουν οχήματα
Η φωτιά στην Πεντέλη εξαπλώθηκε με απίστευτους ρυθμούς λόγω της ασυνήθιστα ακραίας ταχύτητας των ανέμων, καθώς οι ριπές τους στο βουνό έφτασαν ως και τα 124 χιλιόμετρα την ώρα, σε συνδυασμό και με υψηλές θερμοκρασίες, κοντά στους 40 °C.
«Παίρνουμε τα κιάλια και βλέπουμε φωτιά προς Αγιο Σπυρίδωνα ή Νταού Πεντέλη» θα διηγούνταν μήνες αργότερα ο επιχειρησιακός υπάλληλος Πολιτικής Προστασίας Μάνος Τσαλιαγκός για τις πρώτες στιγμές της επερχόμενης καταστροφής. Ειδοποιεί το κέντρο της Πυροσβεστικής αλλά, όπως αναφέρει δεν έπαιρνε απαντήσεις. «Αυτή η φωτιά δεν τελειώνει σήμερα» σκέφτεται
Στο Συντονιστικό Κέντρο δυσκολεύονται να βρουν οχήματα ή εναέριο μέσο για να συνδράμει. «Είμαστε ντιπ ξεβράκωτοι» παραδέχεται ένας από τους υπεύθυνους «δεν έχουμε μέσα να στείλουμε» αναφέρει άλλος.
Ως αποτέλεσμα, οι φλόγες που είχαν ήδη γιγαντωθεί κατέκαψαν τη βόρεια πλευρά του χωριού του Νταού και κινήθηκε δια μέσου της Ιεράς Μονής Παντοκράτορος προς την ευρύτερη περιοχή της Ραφήνας, στους οικισμούς Νέος Βουτζάς αρχικά και Κόκκινο Λιμανάκι και Μάτι μετέπειτα, μέσα σε λίγα λεπτά.
«Η φωτιά με βρήκε στην πλάτη»
Στις 17:43 αστυνομικός ενημερώνει το κέντρο επιχειρήσεων: «Στον Νέο Βουτζά εδώ υπάρχει σοβαρότατο πρόβλημα από καπνούς, δεν υπάρχει ορατότητα και δεν υπάρχουν πυροσβεστικές δυνάμεις στο σημείο να ενημερωθούν να έρθουν προς τα εδώ. (…) Κέντρο απαραιτήτως οι δυνάμεις στον Νέο Βουτζά πολλές και οι δυτικές ειδικά να ανέβουν προς τα εδώ».
«Μας βρήκε η φωτιά και αρχίσαμε να τρέχουμε προς τη θάλασσα. Η κόρη μου μπροστά και εγώ πίσω της για να την καλύψω. Και έτσι η φωτιά με βρήκε στην πλάτη. Οσο τρέχαμε με την κόρη μου και η φωτιά μας έκαιγε σκεφτόμουν «έτσι πρέπει να νιώθει κανείς όταν πεθαίνει»» λέει η Παπαχριστοπούλου.
Μέχρι τις 18:15 η φωτιά είχε φτάσει στη θάλασσα. Στις 18:18:25 αστυνομικός διαβιβάζει στον ασύρματο: «Εφτασε η φωτιά κάτω στη Μαραθώνος».
Συμβάντα Ε10…
Λίγα λεπτά αργότερα δίνεται σήμα στις αστυνομικές δυνάμεις για εκτροπές αυτοκινήτων. Η φωτιά έχει πλησιάσει σε σπίτια και ζητείται από τους αστυνομικούς να μην έρχονται αυτοκίνητα από τη Μαραθώνος. Μπορεί την Μάρη Παπαχριστοπούλου να την βρήκε η φωτιά στην πλάτη, αλλά πλέον άρχισαν να χάνονται ζωές, πολλές ζωές.
Στις 19:27:59 ένας ταραγμένος αστυνομικός που είχε αναλάβει να διακόψει την κίνηση των οχημάτων όσο η φωτιά σάρωνε το Κόκκινο Λιμανάκι και το Μάτι αναφέρει στον ασύρματο:
«Εχουμε αποχωρήσει από το σημείο δεν γίνεται να κάνουμε εκτροπή κινδυνεύει η σωματική μας ακεραιότητα όλοι έχουνε σπίτια εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε εκτροπή στο σημείο θα μας πατήσουνε».
Περίπου τέσσερις ώρες αργότερα, στις 23:47:55 αστυνομικές δυνάμεις ειδοποιούνται για να μεταβούν στην οδό Πανός στον Νέο Βουτζά. Τους ενημερώνουν ότι υπάρχουν συμβάντα Ε10 από την πυρκαγιά, που σημαίνει… «ανεύρεση πτώματος».
Χάνοντας την αγαπημένη του σύζυγο
Περιγράφοντας ο Γιώργος Καΐρης τη χειρότερη στιγμή της ζωής του, χάνοντας την αγαπημένη του σύζυγο, ανέφερε πως τους χώρισαν μόλις 30 δευτερόλεπτα. Εκείνη εγκλωβίστηκε μέσα στο σπίτι τους στον Νέο Βουτζά και εκείνος έμεινε απέξω. «Η Τάνια ζούσε για ολόκληρα 50 λεπτά χωρίς καμία βοήθεια από κανέναν».
Το μέγεθος της τραγωδίας άρχισε να γίνεται αντιληπτό από τις Αρχές μετά τις 22.15 όπως καταδεικνύεται από τα ηχητικά της Αστυνομίας. Αστυνομικός ενημερώνει ότι στο Κόκκινο Λιμανάκι έχουν καεί γύρω στα 30 αυτοκίνητα και ότι βρίσκονται περίπου 800 άτομα εγκλωβισμένα στην παραλία.
Η κατάσταση εξελισσόταν σε τραγωδία, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας βρέθηκε στο επιχειρησιακό κέντρο της Πυροσβεστικής στις 23.40. Ωστόσο, στις δηλώσεις που προχώρησε δεν έκανε καμία αναφορά σε θύματα μετά τα μεσάνυχτα.
Ομως, από τις απομαγνητοφωνήσεις στα τηλεφωνικά κέντρα και στα συστήματα επικοινωνιών της ΕΛ.ΑΣ. και της Πυροσβεστικής προκύπτει τελικώς ότι η πρώτη ενημέρωση για νεκρούς είχε υπάρξει στις 19.51 και μέχρι να ξεκινήσει η σύσκεψη είχαν μεταδοθεί σταδιακά πληροφορίες για άλλους περίπου 20 νεκρούς.
Η κυβέρνηση αρνήθηκε
«Περί ώρα 24.00 της 23ης Ιουλίου 2018 μίλησα τηλεφωνικά με τον διευθυντή του ΕΣΚΕΔΙΚ (συντονιστικό όργανο της ΕΛ.ΑΣ.) ταξίαρχο κ. Τζεφέρη Πέτρο και την υποστράτηγο Μηνιάτη Πηνελόπη, διευθύντρια της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών» αναφέρει ο τότε αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ. Κ. Τσουβάλας.
«Τους ζήτησα στο πλαίσιο επιφυλακής ετοιμότητας, που ήδη βρίσκονταν στο γραφείο τους, να πραγματοποιήσουν μία πρώτη, άτυπη κοινή προπαρασκευαστική συνάντηση συνεργατών τους για να εξετάσουν την διαδικασία που προβλέπεται για τη συγκρότηση λειτουργία της Ομάδας Αναγνώρισης Θυμάτων Καταστροφών». Η κυβέρνηση αρνήθηκε.
Μήνες, μετά, ο πρώην υπουργός Προστασίας του Πολίτη Νίκος Τόσκας που ήταν και αρμόδιος προϊστάμενος της Αστυνομίας και της Πυροσβεστικής ισχυρίστηκε ότι ο ίδιος αποφάσισε να μην ενημερώσει – επί ώρες – τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα για τα πτώματα που είχαν εντοπίσει τα σώματα ασφαλείας, διότι οι πληροφορίες ήταν «ασαφείς». Πρόσθεσε πως προτεραιότητα εκείνες τις ώρες ήταν η «μάχη για τους ζωντανούς».
Προχωρώντας τα χρόνια δίνεται η εντύπωση ότι δεν λειτούργησε κανένας κρατικός φορέας, από το επίπεδο του Μεγάρου Μαξίμου, μέχρι την Πυροσβεστική και την Αστυνομία.
«Αιφνιδιάστηκε» ο κρατικός μηχανισμός
Πράγματι, τον Οκτώβριο του 2018, δηλαδή δύο περίπου μήνες μετά, στην έκθεση που συνέταξε ο αξιωματικός της Πυροσβεστικής, Δημήτρης Λιότσος με εντολή του εισαγγελέα Πρωτοδικών, αποτυπωνόταν ο πλήρης αιφνιδιασμός των Αρχών.
«Ο κρατικός μηχανισμός αιφνιδιάστηκε από τη γρήγορη εξέλιξη της πυρκαγιάς, με αποτέλεσμα να προκληθούν δυσλειτουργίες στο επιχειρησιακό σκέλος, καθώς και έλλειψη επαρκούς επικοινωνίας των εμπλεκόμενων φορέων κατά τη διαχείριση της κρίσης. Η μη έγκαιρη εντολή για οργανωμένη απομάκρυνση του πληθυσμού στέρησε τη δυνατότητα ασφαλούς διαφυγής των μόνιμων κατοίκων και επισκεπτών της περιοχής», ανέφερε στα συμπεράσμά της.
Από τις απομαγνητοφωνήσεις στα τηλεφωνικά κέντρα και στα συστήματα επικοινωνιών της ΕΛ.ΑΣ. και της Πυροσβεστικής προκύπτει ότι επικράτησε σύγχυση στα στελέχη του μηχανισμού δασοπυρόσβεσης.
Ανάμεσα στις έγγραφες εξηγήσεις των υπηρεσιακών παραγόντων, ήταν και εκείνη του τότε αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ. που ανέφερε ότι «σε κανένα χρονικό σημείο κατά το διάστημα που οι αστυνομικές δυνάμεις επιχειρούσαν στην πληγείσα περιοχή δεν διαβιβάστηκε άμεσα ή έμμεσα από το Πυροσβεστικό Σώμα ή τη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας πληροφορία που ν’ αφορούσε την ένταση, την κατεύθυνση, το επίπεδο επικινδυνότητας και, τέλος, τον έλεγχο ή μη της πυρκαγιάς από τις δυνάμεις του Πυροσβεστικού Σώματος.
Κομφούζιο άνευ προηγουμένου
Επιπλέον, αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. που βρίσκονταν επί τόπου σημείωναν ότι «δεν είδαν κανέναν αξιωματικό της Πυροσβεστικής να βρίσκεται στο πύρινο μέτωπο».
Ωστόσο, ευθύνες για το άνευ προηγουμένου κομφούζιο φαίνεται να φέρει και η ΕΛ.ΑΣ. Από το πόρισμα Λιότσου προκύπτει ότι η διαχείριση της κυκλοφορίας – αρμοδιότητας ΕΛ.ΑΣ. – οδήγησε μεγάλο όγκο αυτοκινήτων στον κεντρικό παραλιακό δρόμο του Ματιού, αλλά και στις φραγμένες από αυτοκίνητα κάθετες διόδους, προκαλώντας κυκλοφοριακή συμφόρηση εξαιτίας πανικού των παρευρισκόμενων στην περιοχή.
Η ίδια Επιτροπή Γκολντάμερ που συγκρότησε η κυβέρνηση λίγους μήνες μετά την τραγωδία, -αρχές 2019 – ξεγύμνωσε την απουσία ενός εθνικού επιστημονικού, συντονιστικού φορέα για τον σχεδιασμό πολιτικής και στρατηγικής για την προστασία των δασών από τις πυρκαγιές ο οποίος να συνδέεται με την επιχειρησιακή πράξη.
Φώτισε την έλλειψη ενιαίου Εθνικού Σχεδίου Προστασίας από τις πυρκαγιές δασών και υπαίθρου το οποίο να ολοκληρώνει τις αρμοδιότητες και τον ρόλο όλων των εμπλεκόμενων φορέων στα θέματα της διαχείρισης των πυρκαγιών.
Υπηρεσιακά «σιλό»
Επίσης, αποκαλύφθηκε η διάσπαση του ολοκληρωμένου σχεδιασμού της διαχείρισης των πυρκαγιών σε απομονωμένες και ασύνδετες δράσεις είτε πρόληψης είτε καταστολής, δημιουργώντας συντεχνιακά και υπηρεσιακά «σιλό».
Μεταξύ άλλων φάνηκε η έλλειψη κλίματος και πνεύματος συνεργασίας ανάμεσα στους εμπλεκόμενους φορείς και υπηρεσίες και ιδιαίτερα μεταξύ Πυροσβεστικού Σώματος και Δασικής Υπηρεσίας.
Οι στρεβλώσεις άγγιξαν ακόμα και το ΕΚΑΒ. Ο τότε πρόεδρος του ΕΚΑΒ, Κώστας Καρακατσιανόπουλος, τη στιγμή της τραγωδίας βρισκόταν σε άδεια, και σύμφωνα με πηγές αρνήθηκε να επιστρέψει ενόσω βρισκόταν σε εξέλιξη η πυρκαγιά.
Κι΄ ενώ συνέβησαν όλα αυτά που ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να διανοηθεί, έρχεται σχεδόν τέσσερα χρόνια αργότερα, τον περασμένο Μάιο, η πρωτόδικη δικαστική απόφαση για να βάλει και τη δική της υπογραφή σ’ αυτό το έγκλημα.
Αδυνατούν να ξεχάσουν
Οι συγγενείς των θυμάτων σοκαρίστηκαν, εξοργίστηκαν. Εφεραν ξανά μπροστά τους τις τραγικές εικόνες όσων βίωσαν και αδυνατούν να ξεχάσουν.
«Επαθα σοκ όταν άκουσα την πρωτόδικη απόφαση. Ηταν εξευτελιστική τελείως, λες και αποφάσισε η πρόεδρος ότι κάηκαν σκουπίδια.
»Δεν ξέρω τι να πω, με τι κριτήρια έκρινε και έδωσε αυτές τις ποινές. Είμαι προκατειλημμένη τώρα πια, αλλά θέλω να το βγάλω από το μυαλό μου. Θέλω να πιστεύω ότι κάτι είδε κάποιος τώρα και ότι κάτι θα αλλάξει», είπε η Αθηνά Μουτάφη, μητέρα θύματος στην τραγωδία που συνέβη το 2018 στο Μάτι.
Το απόγευμα της 23ης Ιουλίου του 2018 η Αθηνά Μουτάφη είδε το γιο της, Βίκτωρα, να χάνεται στη θάλασσα. Είχαν καταφύγει εκεί για να γλυτώσουν από τη φωτιά. Σχεδόν έξι χρόνια μετά αυτό που ζητά είναι δικαιοσύνη. Και δεν είναι η μόνη…