ΕΛΛAΔΑ
Ερευνα για τα ιδρύματα παιδικής προστασίας: Ανεπαρκές προσωπικό και κενά στους ελέγχους
Ο «χάρτης» των ιδρυμάτων παιδικής προστασίας στην Ελλάδα και τι πρέπει να αλλάξει
Ελλειψη ενιαίου πλαισίου και ελάχιστων εθνικών προδιαγραφών για τη στελέχωση, λειτουργία και παροχή παιδαγωγικής φροντίδας χαρακτηρίζει τα δημόσια ιδρύματα παιδικής προστασίας, αλλά και τις αντίστοιχες μονάδες του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα.
Οι έλεγχοι που διενεργούνται στις μονάδες αφορούν κατά κύριο λόγο τις συνθήκες υγιεινής και ασφαλείας. Οι κοινωνικοί σύμβουλοι από την περιφέρεια ή το αρμόδιο υπουργείο –εφόσον πραγματοποιήσουν έλεγχο– κρίνουν κατά τη δική τους υποκειμενική γνώμη, χωρίς να τηρούν κάποια συγκεκριμένα και ομοιογενή κριτήρια.
Οι ανάγκες προσωπικού των ιδρυμάτων πολλές φορές καθορίζονται με αποφάσεις του διευθυντή τους, χωρίς πλαίσιο και οργανόγραμμα, ενώ σε πολλές περιπτώσεις το προσωπικό είναι ανεπαρκές και ακατάλληλο και υποσκάπτει τις προσπάθειες για υιοθεσία και αναδοχή – ίσως από τον φόβο ότι η μείωση του αριθμού των παιδιών θα φέρει και μείωση προσωπικού.
Οι κρατικές ενισχύσεις προς τα ιδρύματα δεν είναι σταθερές και οι μονάδες πολλές φορές στηρίζονται στον εθελοντισμό και τις δωρεές. Το υφιστάμενα ιδρύματα λειτουργούν με βάση τον εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας που τα ίδια εκπονούν, ενώ οι υπάλληλοί τους, όταν πρόκειται για δημόσιο φορέα, αξιολογούνται όπως όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι και όταν πρόκειται για ιδιωτικό η όποια «αξιολόγηση» πραγματοποιείται από τους διευθυντές.
Τα παραπάνω είναι τα βασικά συμπεράσματα ενδελεχούς έρευνας που πραγματοποιήθηκε από το ΕΚΚΕ (Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών) για τα ιδρύματα παιδικής προστασίας στην Ελλάδα, διάρκειας ενός έτους (Ιούλιος 2020 – Μάιος 2021) η οποία δημοσιοποιήθηκε την προηγούμενη εβδομάδα.
Η έρευνα εκπονήθηκε στο πλαίσιο της προσπάθειας ενίσχυσης της πολιτικής στην κατεύθυνση της αποϊδρυματοποίησης, εφόσον «η μακρόχρονη παραμονή παιδιών και εφήβων αλλά και βρεφών σε κλειστά ιδρύματα συνδέεται με σοβαρά ψυχιατρικά προβλήματα, αλλά και με χρόνιο άγχος το οποίο οφείλεται κυρίως σε συνθήκες ανατροφής σε μη κανονικό περιβάλλον».
Στην έρευνα τονίζεται επίσης ότι είναι αναγκαίο τα μεγάλα ισοπεδωτικά ιδρύματα να μετατραπούν σε μικρές οικογενειακού τύπου μονάδες θεραπευτικού προσανατολισμού με μεταβατικό κυρίως ρόλο, έως το παιδί να επιστρέψει στη βιολογική του οικογένεια ή να τοποθετηθεί σε ανάδοχη οικογένεια.
Μεταρρύθμιση
Η Ευρωπαϊκή Ενωση στηρίζει τη μεταρρύθμιση της προστασίας των παιδιών και τη μετάβαση από την ιδρυματική φροντίδα σε άλλα μοντέλα προστασίας, όπως η αναδοχή. Πολλά κράτη-μέλη έχουν επιτύχει τη μείωση του αριθμού των παιδιών που μεγαλώνουν σε ιδρύματα κατά 80% την τελευταία δεκαετία.
Στην Ελλάδα η τοποθέτηση των παιδιών που απομακρύνονται από την οικογένειά τους σε ιδρύματα και η παραμονή τους σε αυτά για μεγάλο χρονικό διάστημα, συχνά έως την ενηλικίωσή τους, είναι η μόνη επιλογή για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Με τον νόμο 4538/2018 προβλέπεται μια ενιαία διαδικασία, με την επιλογή αναδόχου ή θετού γονέα να γίνεται ηλεκτρονικά. Το κράτος επιδοτεί τις οικογένειες που θα προχωρήσουν σε αναδοχή παιδιού με την καταβολή μηνιαίας οικονομικής ενίσχυσης από 300-1.000 ευρώ (για παιδιά που έχουν προβλήματα υγείας). Εως σήμερα (από το 2018) 900 παιδιά έχουν τοποθετηθεί σε ανάδοχη οικογένεια.
Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι οι περισσότεροι ανήλικοι που φιλοξενούνται σε ιδρύματα είναι μεγάλοι σε ηλικία ανάμεσα 13-17 ετών, οπότε είναι και εξαιρετικά δύσκολο να τοποθετηθούν σε ανάδοχες οικογένειες ή ακόμη περισσότερο να υιοθετηθούν. Η έρευνα υλοποιήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος Active citizens fund, με φορέα υλοποίησης τα Παιδικά Χωριά SOS της Ελλάδας.
«Επαγγελματική αναδοχή, όχι άλλες δομές»
Ο Στέργιος Σιφνιός, διευθυντής Συνηγορίας στα Παιδικά Χωριά SOS, μιλάει στην «Κ» για την ανάγκη επέκτασης του θεσμού της επαγγελματικής αναδοχής προκειμένου να προχωρήσει η αποϊδρυματοποίηση. Πρόκειται για πρόταση που έχει διαμορφωθεί και υποστηρίζεται από πολλούς φορείς και οργανισμούς που έχουν συγκροτήσει το Δίκτυο για την εναλλακτική φροντίδα ανηλίκων.
Επαγγελματική αναδοχή σημαίνει ότι μια οικογένεια (ζευγάρι ή μόνος ενήλικας) που έχει εκπαιδευθεί ανάλογα αναλαμβάνει τη φροντίδα παιδιών που δεν μπορούν να παραμείνουν με τη βιολογική τους οικογένεια για όσο χρονικό διάστημα χρειαστεί και αμείβεται γι’ αυτό. Ο κ. Σιφνιός τονίζει ότι η συγκεκριμένη λύση κοστίζει λιγότερο σε πόρους και προστατεύει πολύ πιο αποτελεσματικά τα παιδιά.
Σε όσους ενδεχομένως αναφερθούν στο οικονομικό ως υστερόβουλο κίνητρο για τη φροντίδα παιδιών, απαντάει ότι όλοι όσοι ασχολούνται με παιδιά στο «πεδίο» αμείβονται και με αυτόν τον τρόπο δεσμεύονται να είναι υπεύθυνοι και να ακολουθούν κανόνες. Η ελληνική νομοθεσία προβλέπει τον θεσμό της επαγγελματικής αναδοχής όταν πρόκειται για παιδιά τα οποία έχουν πάνω από 67% αναπηρία, όταν έχουν βαριά ασθένεια ή ψυχική νόσο.
«Εχουμε προτείνει ο θεσμός της επαγγελματικής αναδοχής να επεκταθεί και σε άλλα παιδιά. Παιδιά τα οποία είναι άνω των 8 ετών είναι πολύ δύσκολο να τοποθετηθούν σε ανάδοχη οικογένεια. Αν μάλιστα ξεπεράσουν τα 10 έτη οι πιθανότητες είναι σχεδόν μηδενικές», τονίζει. Επίσης εξηγεί ότι πολλά παιδιά που βρίσκονται σε ιδρύματα είναι αδέλφια και είναι καλό να τοποθετηθούν όλα μαζί στην ίδια οικογένεια. «Ομως, ποιος μπορεί να πάρει 3-4 παιδιά και να τα φροντίζει και παράλληλα να εργάζεται», αναρωτιέται ο κ. Σιφνιός. Σε χώρες όπως η Αυστραλία, η Γερμανία και η Αγγλία όπου ο θεσμός εφαρμόζεται ευρέως, τα ιδρύματα έχουν σχεδόν κλείσει, σημειώνει. Ειδικά στην Αγγλία υπάρχουν συγκεκριμένες κοινωνικές εταιρείες που βρίσκουν και εκπαιδεύουν αναδόχους.
Ο κ. Σιφνιός τονίζει ότι όλη η οικονομική επένδυση από το κράτος θα πρέπει πλέον να στραφεί στις ανάδοχες οικογένειες και τη στήριξή τους με ειδικούς οι οποίοι παράλληλα θα παρακολουθούν την κάθε οικογένεια. Οσον αφορά τη θέσπιση προδιαγραφών για τη λειτουργία νέων δομών προστασίας, ο κ. Σιφνιός είναι κατηγορηματικός: «Δεν χρειαζόμαστε νέες δομές. Τα παιδιά ταλαιπωρούνται όταν μένουν για καιρό σε ιδρυματική φροντίδα».
Οι αριθμοί
1400 παιδιά φιλοξενούνται σε ιδρύματα.
80% των παιδιών είναι ελληνικής καταγωγής.
900 αναδοχές έχουν γίνει από το 2018 μέχρι σήμερα.
67 ιδρύματα συμμετείχαν στην έρευνα (σχεδόν το σύνολο των ιδρυμάτων στη χώρα), εκ των οποίων τα 21 ΝΠΔΔ (33,3%) και τα 46 ΝΠΙΔ (Ιδιωτικό, ΜΚΟ, Εκκλησιαστικό)
46 από 67 ιδρύματα χρηματοδοτούνται από δωρεές-χορηγίες.