ΕΛΛAΔΑ
Ελάχιστη ταχύτητα 4 Mbps προτείνει η ΕΕΤΤ για την καθολική υπηρεσία
Ποιες είναι οι υπηρεσίες που θα πρέπει να υποστηρίζονται κατ΄ελάχιστον
SHARE:
Την εγγυημένη ταχύτητα των 4 Mbps θεωρεί επαρκή η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ), όπως προκύπτει από τις προτάσεις για την ευρυζωνική καθολική υπηρεσία, δηλαδή την υπηρεσία που θα εξασφαλίζει ευρυζωνική πρόσβαση στο διαδίκτυο σε όλους τους πολίτες ακόμα και στο πιο απομακρυσμένο σημείο της χώρας, τις οποίες έθεσε σε δημόσια διαβούλευση.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το κείμενο της διαβουλευσης, η ΕΕΤΤ θεωρεί σκόπιμο να οριστεί μέγιστη επιτρεπτή χρέωση της υπηρεσίας επαρκούς ευρυζωνικής πρόσβασης στο διαδίκτυο και φωνητικών υπηρεσιών ύψους 28 ευρώ το μήνα συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α και τελών. Η υπηρεσία πρέπει να προσφέρει σωρευτικά:
Ευρυζωνική σύνδεση με ονομαστική ταχύτητα τουλάχιστον 10 Mbps και εγγυημένη 4 Mbps και τουλάχιστον 30 GByte διαθέσιμα το μήνα σε περίπτωση που η υπηρεσία δεν προσφέρεται με flat rate χρέωση.
Δωρεάν απεριόριστες κλήσεις σε αστικά και υπεραστικά ή χρόνο ομιλίας 1500 λεπτών το μήνα προς σταθερά ή σταθερά και κινητά δίκτυα
Πρακτικά η ΕΕΤΤ προτείνει να ορισθεί ως ελάχιστη ταχύτητα υπηρεσίας επαρκούς ευρυζωνικής πρόσβασης στο διαδίκτυο για τις ανάγκες της Καθολικής Υπηρεσίας ονομαστική ταχύτητα download 10 Mbps και upload 1 Mbps, με ελάχιστη πραγματική ταχύτητα download όχι μικρότερη από 4 Mbps, ταχύτητα η οποία στην εποχή μας θεωρείται χαμηλή.
Η Επιτροπή εκτιμά ότι οι διατάξεις αυτές πρέπει να επεκταθούν και σε τελικούς χρήστες που είναι πολύ μικρές επιχειρήσεις, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, καθώς και σε μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς.
Αναφορικά με τις οφειλές των συνδρομητών έναντι των παρόχων υπηρεσίας επαρκούς ευρυζωνικής πρόσβασης στο διαδίκτυο και φωνητικών υπηρεσιών, η ΕΕΤΤ προτείνει στην περίπτωση ατόμων με ειδικές ανάγκες (ατόμων με αναπηρίες), καθώς και ατόμων με ειδικές κοινωνικές ανάγκες, όπως ηλικιωμένοι, καρδιοπαθείς, νεφροπαθείς, μεταμοσχευθέντες, που απώλεσαν τη σύνδεση τους, να παρέχεται η δυνατότητα να δέχονται εισερχόμενες κλήσεις, καθώς και να καλούν αριθμούς εκτάκτου ανάγκης εις το διηνεκές.
Στις περιπτώσεις αμφισβητήσεων υπέρογκων λογαριασμών για υπηρεσίες πρόσθετου τέλους, οι συνδρομητές εξακολουθούν να έχουν πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες επαρκούς ευρυζωνικής πρόσβασης στο διαδίκτυο και φωνητικές υπηρεσίες, μέχρις ότου επιλυθεί η διαφορά.
Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο η υπηρεσία επαρκούς ευρυζωνικής πρόσβασης στο διαδίκτυο πρέπει να υποστηρίζει κατ΄ελάχιστον:
διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail)
μηχανές αναζήτησης που καθιστούν δυνατή την αναζήτηση και ανεύρεση πληροφοριών κάθε είδους
διαδικτυακά εργαλεία βασικής εκπαίδευσης και κατάρτισης
διαδικτυακές εφημερίδες ή ειδήσεις
αγορά ή παραγγελία αγαθών ή υπηρεσιών μέσω διαδικτύου
αναζήτηση εργασίας και εργαλεία αναζήτησης εργασίας
επαγγελματική δικτύωση
τραπεζικές συναλλαγές μέσω διαδικτύου
χρήση υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης
μέσα κοινωνικής δικτύωσης και άμεση ανταλλαγή μηνυμάτων
κλήσεις και εικονοκλήσεις (συνηθισμένης ποιότητας)
To κείμενο της διαβούλευσης της ΕΕΤΤ επικεντρώνεται κυρίως στην ανάλυση των διαθέσιμων υποδομών και τον προσδιορισμό των περιοχών, όπου η παροχή λειτουργικής ευρυζωνικής πρόσβασης προϋποθέτει ενεργοποίηση της καθολική υπηρεσίας (ΚΥ), εκτίμηση του κόστους για την αναβάθμιση υποδομών για την παροχή ΚΥ, κάλυψη ευλόγων αιτημάτων για την παροχή ευρυζωνικής πρόσβασης μέσω της ΚΥ και προσιτότητα.
Οι ενδιαφερόμενοι καλούνται να υποβάλουν τις απόψεις και τα σχόλιά τους επωνύμως, στην ελληνική γλώσσα, σε ηλεκτρονική μορφή έως τις 18 Ιουνίου 2021 και ώρα 15:00, στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου: [email protected].
Επισημαίνεται ότι, μετά την ολοκλήρωση της Διαβούλευσης, η ΕΕΤΤ θα υποβάλλει σχετική εισήγηση στον Υπουργό Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Κυριάκο Πιερρακάκη για την εξειδίκευση του περιεχομένου της Καθολικής Υπηρεσίας, τον ορισμό της υπηρεσίας επαρκούς ευρυζωνικής πρόσβασης στο διαδίκτυο και τον προσδιορισμό των προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούν τα σχετικά αιτήματα, ώστε να θεωρούνται εύλογα και να ικανοποιούνται από τον πάροχο Καθολικής Υπηρεσίας.