ΕΛΛAΔΑ
Δημοσκόπηση: Πιο αξιόπιστα τα σάιτ από τα παραδοσιακά ΜΜΕ
Δημοσκόπηση Κάπα Recearch-ΑΠΘ μετά τα Τέμπη
Το σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών προκάλεσε εύλογα το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, που αποζητούσε άμεση και έγκυρη ενημέρωση. Παρότι οι πολίτες στράφηκαν κατά μείζονα λόγο στην τηλεόραση, δεν αναίρεσαν τα πολύ χαμηλά ποσοστά εμπιστοσύνης τους για το συγκεκριμένο μέσο.
Τουναντίον, τα ενημερωτικά portals δείχνουν να ξεπερνούν τα άλλα παραδοσιακά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
Σύμφωνα με την έρευνα, οι ενημερωτικές ιστοσελίδες κυριαρχούν και στην καθημερινή ενημέρωση, καθώς το 61% επιλέγει αυτές, έναντι του 58% που επιλέγει την τηλεόραση, 33% το ραδιόφωνο και τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, ενώ 17% τον έντυπο Τύπο.
Εν κατακλείδι, οι πολίτες αναζητούν ενημέρωση και όχι δραματουργία, υπεύθυνη και όχι σχολιαστική δημοσιογραφία, προκειμένου να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη του κοινού.
Ακολουθεί η ανάλυση της έρευνας από τον Νίκο Παναγιώτου, αναπληρωτή καθηγητή στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης:
Η παρούσα έρευνα του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης σε συνεργασία με την Κάπα Research, η οποία πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο του 2023, καταγράφει σημαντικά ευρήματα τόσο για το συνολικό μιντιακό τοπίο της χώρας όσο και για την αποτίμηση της κάλυψης του δυστυχήματος στα Τέμπη που κλυδώνισε πολλές βεβαιότητες της ελληνικής κοινωνίας. Κατά τη διάρκεια τέτοιων γεγονότων, τα ΜΜΕ δεν είναι μόνον αγωγοί πληροφόρησης, αντίθετα, ορίζουν το πεδίο, την αντίληψη της κρίσης και ειδικά τη «συμπεριφορά» των πολιτών.
Το ελληνικό «μιντιακό οικοσύστημα»
Στην Ελλάδα φύεται ένα πραγματικό «μιντιακό οικοσύστημα»: παραδοσιακά και νέα μέσα, δηλαδή τηλεόραση, ραδιόφωνο, εφημερίδα από τη μία, και ιστοσελίδες στο διαδίκτυο και μέσα κοινωνικής δικτύωσης από την άλλη συνυπάρχουν.
Το διαδίκτυο δεν αφομοίωσε την τηλεόραση, όπως νωρίτερα η τηλεόραση δεν εξαφάνισε το ραδιόφωνο και αυτό πρωτύτερα δεν αφομοίωσε την έντυπη εφημερίδα.
Τα ΜΜΕ καθρεφτίζουν την πολυμορφία της ελληνικής κοινωνίας τουλάχιστον από πλευράς ηλικίας, φύλου και μορφωτικού επιπέδου: τηλεόραση και εφημερίδα επιλέγουν οι μεγαλύτεροι για την ενημέρωσή τους, ιστοσελίδες, μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και ραδιόφωνο οι νεότεροι.
Μέσα στην ίδια τη διαίρεση παραδοσιακών/νέων μέσων εντοπίζεται μια ακόμη διαίρεση, αυτή του φύλου: η τηλεόραση είναι περισσότερο γυναικείο μέσο, σε αντίθεση με το ραδιόφωνο και την εφημερίδα που επιλέγονται περισσότερο από τους άνδρες. Οι ιστοσελίδες στο διαδίκτυο είναι περισσότερο ένα ανδρικό μέσο, σε αντίθεση με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που επιλέγονται περισσότερο από τις γυναίκες.
Ηαντίθεση μεταξύ του κυρίαρχου μέσου του 20ού αιώνα, δηλαδή της τηλεόρασης, και του κυρίαρχου μέσου του 21ου αιώνα, δηλαδή του διαδικτύου, είναι και αντίθεση μορφωτικού επιπέδου, πρωτοβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αντίστοιχα.
Από την περίοδο της διάδοσης της έντυπης ενημέρωσης και της παράλληλης ανόδου της αστικής τάξης κατά τον 18ο αιώνα μέχρι τη σύγχρονη παράλληλη άνοδο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και των ψευδών ειδήσεων, τα ΜΜΕ συνδέθηκαν, από την πρώτη κιόλας ημέρα της εμφάνισής τους, με την πολιτική.
Στο ελληνικό παράδειγμα, κατ' αρχάς η τηλεόραση και οι εφημερίδες στη συνέχεια απευθύνονται στους ψηφοφόρους του παραδοσιακού δικομματικού συστήματος. Αντίθετα, όσοι κινούνται εκτός του πολιτικού συστήματος, είτε απέχοντας από την εκλογική διαδικασία είτε συμμετέχοντας διαμαρτυρόμενοι με το Λευκό/Άκυρο, επιλέγουν για την ενημέρωσή τους το διαδίκτυο (ιστοσελίδες και μέσα κοινωνικής δικτύωσης).
Σε αυτό το περιβάλλον μιντιακής πόλωσης, το ραδιόφωνο εμφανίζεται ως μια ουδέτερη ζώνη -μια μιντιακή πράσινη γραμμή-, αφού προτιμάται, στον ίδιο σχεδόν βαθμό, από συμμετέχοντες και μη.
Σύμφωνα με όλες τις έρευνες της Κάπα Research την τελευταία εικοσαετία (2003-2023), τα ΜΜΕ είναι ο θεσμός της ελληνικής πολιτείας που οι Έλληνες εμπιστεύονται λιγότερο. Τα αίτια μπορούν να αναζητηθούν στα στερεότυπα που -δίκαια ή άδικα- συνοδεύουν τα δημόσια και τα ιδιωτικά ΜΜΕ, στον τρόπο που διαδόθηκαν στην ελληνική κοινωνία, αλλά και στον δημόσιο λόγο, κυρίως τον πολιτικό, που αρθρώνεται γύρω τους.
Υπό αυτό το πρίσμα, οι Έλληνες εμπιστεύονται περισσότερο τις ιστοσελίδες στο διαδίκτυο, έπειτα το ραδιόφωνο, έπειτα τις εφημερίδες, έπειτα την τηλεόραση και τελευταία τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αυτή, ωστόσο, είναι μια σχεδόν αντεστραμμένη εικόνα από εκείνη της ΕΕ των 27, όπου τα παραδοσιακά μέσα -ειδικότερα το ραδιόφωνο- εμφανίζονται πιο αξιόπιστα από τα νέα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο μέσος όρος του βαθμού εμπιστοσύνης στο διαδίκτυο, στην ΕΕ των 27, είναι -54% (πηγή EBU).
Ποιος δεν εμπιστεύεται τα ΜΜΕ; Οι άνδρες, οι νέοι, οι μεσήλικες, όσοι έχουν λάβει τριτοβάθμια εκπαίδευση εμφανίζουν τη μικρότερη εμπιστοσύνη απέναντι στα ΜΜΕ. Πολιτικά, όσοι κινούνται εκτός του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος είναι οι πιο επιφυλακτικοί απέναντι σε κάθε τύπο μέσου. Τέλος, δύσπιστοι απέναντι στα παραδοσιακά μέσα -τηλεόραση, ραδιόφωνο και εφημερίδες- εμφανίζονται κατά κύριο λόγο οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ και έπειτα οι ψηφοφόροι των λοιπών κομμάτων (πλην ΝΔ), επιβεβαιώνοντας τον κανόνα που θέλει μειούμενα επίπεδα εμπιστοσύνης στα ΜΜΕ σε πλαίσιο αυξανόμενης πολιτικής πόλωσης και κομματικού χάσματος.
Η Τηλεόραση: Και «μεγάλος κερδισμένος» και «μεγάλος χαμένος»
Το δυστύχημα στα Τέμπη αύξησε κατακόρυφα τη ζήτηση για ενημέρωση, καθώς το 40% αφιέρωσε άνω των δύο ωρών τις πρώτες ημέρες μετά το δυστύχημα επιλέγοντας ως κύριο μέσο ενημέρωσης την τηλεόραση.
Το εύρημα αυτό επιβεβαιώνει όσα είχαν καταγράψει το Εργαστήριο Διεθνούς και Ειρηνευτικής Δημοσιογραφίας (IPJ Lab) του τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ και η Κάπα Research σε παλαιότερη έρευνα για τον κορωνοϊό (Μάρτιος 2020-2021), όπως και σε άλλες αντίστοιχες έρευνες: κατά τη διάρκεια πολύ κρίσιμων γεγονότων υπάρχει μεγάλη ζήτηση για πληροφόρηση, ενώ οι πολίτες επιλέγουν τα επαγγελματικά μέσα ενημέρωσης και ειδικά την τηλεόραση.
Το στοιχείο της αυτοψίας, της άμεσης σύνδεσης καθώς και της επαγγελματικής δημοσιογραφίας είναι οι λόγοι για τους οποίους οι πολίτες προκρίνουν ειδικά την τηλεόραση και τα αντίστοιχα μέσα και όχι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Αυτό συνέβη και σε αυτό το τραγικό δυστύχημα, καθώς το 80% δήλωσε ότι η τηλεόραση είναι το μέσο που χρησιμοποίησε, το 65% τις ιστοσελίδες και 28% το ραδιόφωνο. Επιλέγεται, δηλαδή, η ενημέρωση από επαγγελματικά μέσα τής επώνυμης και υπεύθυνης ενημέρωσης, παρά της ανωνυμίας και του σχολιασμού των κοινωνικών δικτύων.
Τα τηλεοπτικά κανάλια, ενώ ποσοτικά κυριαρχούν καθώς είναι η πρώτη επιλογή των πολιτών, σημειώνουν πολύ χαμηλά ποσοστά εμπιστοσύνης (66%) και αντίστοιχα υψηλά ποσοστά δυσαρέσκειας (το 59% δηλώνει δυσαρεστημένο με τον τρόπο κάλυψης των αιτιών του δυστυχήματος και το 53% κρίνει αρνητικά την κάλυψη των ενημερωτικών εκπομπών).
Η καταγραφή αυτή συνιστά μια αποδοκιμασία που δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη.
Τέτοια γεγονότα λειτουργούν ως σημεία αποτίμησης του μέσου και στην περίπτωση αυτή τα τηλεοπτικά κανάλια φαίνεται να ταυτίζονται από τους πολίτες με το «σύστημα» (πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό κ.λπ.). Χάνουν έτσι ένα σημαντικό στοιχείο της λειτουργίας τους και απονομιμοποιούνται στην κοινή γνώμη ως ελεγκτές, κριτές της εξουσίας. Αυτό πλέον έχει αρνητική επίπτωση στην αξιοπιστία του μέσου της τηλεόρασης συνολικά, καθώς 64% την κρίνει αρνητικά, καταλαμβάνοντας την τελευταία θέση από όλα τα ΜΜΕ.
Θα πρέπει να σταθούμε ιδιαίτερα στο ακόλουθο εύρημα: το 54% δηλώνει τον θυμό ως κυρίαρχο συναίσθημα που του δημιούργησε ο τρόπος κάλυψης του δυστυχήματος στα Τέμπη από τις ενημερωτικές και 42% από τις ψυχαγωγικές εκπομπές στην τηλεόραση, εξέλιξη που ενισχύει την πόλωση ως κυρίαρχο στοιχείο του δημόσιου διαλόγου και τις προσπάθειες, αντίστοιχα, απαξίωσης των ΜΜΕ.
Η γενικευμένη κρίση εμπιστοσύνης του πολιτικού συστήματος και των ΜΜΕ αποτυπώνεται σε αυτό που δηλώνει το 66% των ερωτώμενων, ότι δεν επηρεάζει τις αποφάσεις του η κάλυψη του δυστυχήματος από τα ΜΜΕ, γεγονός που είναι πιθανό να έχει αρνητικό αντίκτυπο στη συνολική αντίληψη του κοινού για τον ρόλο των μέσων ενημέρωσης ειδικά σε ό,τι αφορά την πληροφόρησή του σε περιόδους κρίσης.
Ανάμεσα στα ευρήματα που πρέπει να ξεχωρίσουμε είναι τα χαμηλά ποσοστά προτίμησης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης για την ενημέρωση σχετικά με το δυστύχημα στα Τέμπη: μόλις 22% του κοινού τα επιλέγει, παρά το γεγονός ότι αποτελούν τις πρώτες πηγές σε περιόδους κανονικότητας. Είναι προφανή τα όρια, η επίδρασή τους αλλά και ειδικά ο τρόπος χρήσης τους (σχολιασμός).
Οι ενημερωτικές ιστοσελίδες κυριαρχούν
Πιο θετική είναι η αποτίμηση των ενημερωτικών ιστοσελίδων, οι οποίες επιλέχθηκαν από τους πολίτες κατά 65% -αμέσως μετά τα τηλεοπτικά κανάλια- για την ενημέρωσή τους, ενώ η κάλυψη από αυτές του δυστυχήματος και των αιτιών του αποτιμήθηκε πιο θετικά (31%) και αντίστοιχα θετικά (34%) οι αναλύσεις και τα σχόλια των δημοσιογράφων τους.
Οι ενημερωτικές ιστοσελίδες κυριαρχούν και στην καθημερινή ενημέρωση, καθώς το 61% επιλέγει αυτές, έναντι του 58% που επιλέγει την τηλεόραση, 33% το ραδιόφωνο και τα ΜΚΔ, ενώ 17% τον έντυπο Τύπο.
Τα ευρήματα αυτά σε συνδυασμό με τις τεχνολογικές δυνατότητες των μέσων αναδεικνύουν τις δυνατότητες αλλά και τις επενδύσεις που πρέπει να κάνουν, ενισχύοντας την ποιότητα της ενημέρωσης που παρέχουν.
Τα υψηλά ποσοστά που σημειώνει το ραδιόφωνο [21% βαθμός εμπιστοσύνης, 23% αξιοπιστία σε περιόδους κρίσης, ενώ ήταν και το τρίτο σε σειρά μέσο (28%) που επέλεξαν οι πολίτες για να ενημερωθούν σχετικά με το δυστύχημα στα Τέμπη] υποδηλώνουν τη στροφή του κοινού στην «αποστασιοποιημένη» ενημέρωση, στις δυνατότητες του μέσου αλλά και στη δημοφιλία του λόγω των podcast, των ηχητικών άρθρων κ.λπ.
Συμπερασματικά, οι πολίτες αναζητούν ενημέρωση και όχι δραματουργία, υπεύθυνη και όχι σχολιαστική δημοσιογραφία, προκειμένου να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη του κοινού και να διασφαλιστεί ότι έχει πρόσβαση στις πληροφορίες που χρειάζεται για να σχηματίσει τεκμηριωμένη αντίληψη των πραγμάτων.