Το δικό του λιθαράκι στη συζήτηση για το νομοσχέδιο για την συνεπιμέλεια βάζει ο φορέας ΓΟΝ.ΙΣ., με επιστολή προς τους βουλευτές. Στην επιστολή αναφέρονται τα εξής:
Παρόλο που όλοι αναγνωρίζουν ότι αφορά ένα κοινωνικό πρόβλημα και ότι υπάρχουν σοβαρά προβλήματα στο ισχύον νομοθετικό πλαίσιο (1983), οι μέχρι τώρα κυβερνήσεις έμεναν σε ευχολόγια, χωρίς να τολμούν να προχωρούν σε αποφάσεις. Τα διαζύγια όμως αυξάνονται γεωμετρικά δημιουργώντας ένα τεράστιο κύμα πολιτών που συνειδητοποιούν και συναντούν στην καθημερινότητα τους τα προβλήματα που σε τελική ανάλυση αφορούν στην γονεϊκή ιδιότητα τους και στην ανατροφή των παιδιών.
Όποια όμως και να ήταν η αιτία, τα αποτελέσματα είναι αυτά που βιώνουν πολλές γενιές, χιλιάδες παιδιά και πολίτες από τότε μέχρι σήμερα. Στη δικαστική και δικηγορική πρακτική συνεχίστηκε και μετά τη λαμπρή για εκείνη την εποχή μεταρρύθμιση του 1983, η λογική της αποκλειστικής ανάθεσης σε έναν γονέα. Ακόμα και αν ο άλλος γονιός ήθελε να συμβάλλει στην ανατροφή του παιδιού και στην καθημερινότητα του εμποδιζόταν. Αυτό αποτυπώνεται στο 100% των δικαστικών αποφάσεων σε περίπτωση διαφωνίας για οτιδήποτε αφορούσε στην ανατροφή του παιδιού, τα τελευταία 37 χρόνια.
Το ισχύον νομικό πλαίσιο δεν αποτυπώνει τις σύγχρονες κοινωνικές αλλαγές, δεν καλύπτει τις σύγχρονες ανάγκες των παιδιών για ολοκληρωμένη ανάπτυξη της προσωπικότητας τους με την συνδόμηση του χαρακτήρα τους και από τους δύο γονείς, ούτε και αποτυπώνει την πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί κοινωνικά στις σχέσεις γονέων-τεκνών.
Ακόμα όμως και αυτές καθαυτές οι αποφάσεις επικοινωνίας γονέα - τέκνου που κατά συνήθεια αφορούν σε 2 Σαββατοκύριακα το μήνα και κάποιες εβδομάδες διακοπών μέσα στο έτος και ίσως μερικές ώρες μέσα στην εβδομάδα συχνά δεν εφαρμόζονται, ούτε στο μέρος που διατάσσεται από το Δικαστή. Αποφάσεις που μετά από χρονοβόρες , κοστοβόρες και ψυχοφθόρες διαδικασίες εκδίδονται αλλά τελικά δεν εφαρμόζονται, ενώ ταυτόχρονα δεν υπάρχει μηχανισμός εφαρμογής τους.
Η αποτυχία του ισχύοντος οικογενειακού δικαίου αποδεικνύεται και από την εκρηκτική αύξηση στις κλήσεις για παραβιάσεις Δικαστικώναποφάσεων επικοινωνίας γονέα - τέκνου στην Γ.Α.Δ.Α. (100) καθώς για μόνο την ΑΤΤΙΚΗ εκτινάχτηκαν από 2440 κλήσεις το 2014 σε 5928 το 2020 !!! Όλα τα παραπάνω επίσης αποδεικνύονται και από το ΕΔΔΑ αναφορικά με τις παραβιάσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Η Ελλάδα έχει καταδικαστεί ,μέχρι σήμερα, 711 σύνολο για καθυστερήσεις στη δικαιοσύνη (άρθρο 6) και 14 φορές συνολικά για ζητήματα οικογενειακών σχέσεων (άρθρο 8). Ο συνδυασμός των παραπάνω αποφάσεων με το ζήτημα της από κοινού ανατροφής και της μη εφαρμογής δικαστικών αποφάσεων και της καθυστέρησης της δικαιοσύνης καθιστά επείγουσα εκτός από αναγκαία την συγκεκριμένη νομοθέτηση.
ΑΡΑ, η συγκεκριμένη νομοθέτηση που προκύπτει από τα έντονα κοινωνικά προβλήματα είναι και υποχρέωση της χώρας. Κυρίως όμως είναι υποχρέωση προς τους πολίτες και τις επόμενες γενιές, έστω με καθυστέρηση πολλών ετών και εξαντλητικό διάλογο 12 ετών από το 2008 και 4 Νομοπαρασκευαστικές επιτροπές όλων των κυβερνήσεων χωρίς λύσεις.
Η κοινωνία στο θέμα της κοινής επιμέλειας έχει ξεκάθαρη θέση.
Στη διαβούλευση επί της νομοθετικής πρωτοβουλίας του υπουργείου Δικαιοσύνης (2021) που έληξε με πρωτοφανή συμμετοχή (14.815 σχόλια), το 80% των σχολίων περίπου τάσσονται υπέρ της κοινής επιμέλειας και προέρχονται ισόποσα και από άνδρες και από γυναίκες.
Σε έρευνα του Πανεπιστημίου Αιγαίου (2015) σε δείγμα 1349 ατόμων (εκ των οποίων 71% γυναίκες, 30,5% παντρεμένοι, 14% διαζευγμένοι) προέκυψε ότι το 73% των ερωτηθέντων στην Ελλάδα πιστεύει πως ο πατέρας είναι εξίσου ικανός με την μητέρα στην ανατροφή των παιδιών, ενώ το 86% πιστεύει ότι το κράτος πρέπει να θεσπίσει νόμους για την συνεπιμέλεια.
Σε Πανελλαδική, δημοσκόπηση (2021) που διεξήχθη από τη Focus Bari σε σταθμισμένο δείγμα 1.000 Ελλήνων πολιτών, γυναικών και ανδρών το 89% των πολιτών τάσσεται υπέρ της από κοινού ανατροφής των παιδιών και από τους δύο γονείς.
Η αποδοχή της καλής πρακτικής για κοινή επιμέλεια/ κοινή ανατροφή των παιδιών είναι καθολικής σχεδόν αποδοχής και από την Ελληνική κοινωνία.
Οι αντιρρήσεις που διατυπώνονται όψιμα και παραμονή της ψήφισης του νομοσχεδίου είναι ανεδαφικές, αναχρονιστικές και στοχεύουν στη βραχυκύκλωση της διαδικασίας και κυρίως των βουλευτών. Η προστασία του παιδιού είναι πάνω και πέρα από φύλα, κομματικές - πολιτικές προελεύσεις και επαγγελματικά ή προσωπικά “συμφέροντα”.
Το συμφέρον του παιδιού δεν μπορεί και δεν είναι αόριστο γιατί βασίζεται στους κανόνες προστασίας της παιδικής ηλικίας, την κάλυψη των βασικών του αναγκών, τη συναισθηματική του φροντίδα και εξέλιξη με κεντρικούς άξονες αναφοράς τους δύο γονείς του.
Ο ισχυρισμός ότι το νομοσχέδιο επιβάλλει οριζόντια εφαρμογή της «υποχρεωτικής κοινής επιμέλειας» δεν είναι αληθής.
Το σχέδιο νόμου προβλέπει την κοινή επιμέλεια ως κανόνα, όπως μέχρι σήμερα κανόνας ήταν στη δικαστική και δικηγορική πρακτική η αποκλειστική επιμέλεια. Η επίκληση «της δήθεν υποχρεωτικής κοινής επιμέλειας» ως επαπειλούμενο δεινό είναι ένας επικοινωνιακός τρόπος, για να αποφευχθεί η οποιαδήποτε μεταρρύθμιση.
Ο κανόνας της κοινής επιμέλειας παρ’ όλα αυτά δεν είναι υποχρεωτικός, όπως προβλέπεται μπορεί να καμφθεί, αφού εισάγονται εξαιρέσεις με το άρθρο 8 (1514 ΑΚ): συγκεκριμένα, μπορεί να υπάρξει συναινετική εξαίρεση ή αν το δικαστήριο κρίνει ότι δεν είναι δυνατή η από κοινού άσκηση της επιμέλειας εξαιτίας σύγκρουσης των συζύγων ή λόγω αδιαφορίας ή μη τηρήσεως των συμφωνιών ή αν η άσκηση της κοινής επιμέλειας έχει καταστεί αντίθετη προς το συμφέρον του παιδιού κατά την κρίση του Δικαστή. Το προσχέδιο, λοιπόν, δίνει αυξημένες δυνατότητες στο φυσικό δικαστή, ώστε να εξειδικεύσει τις διατάξεις και να τις εφαρμόσει κατά περίπτωση. Άρα, δεν υπάρχει οριζόντια εφαρμογή του κανόνα της κοινής επιμέλειας ή του 1/3 υποχρεωτικά σε όλες τις περιπτώσεις.
Ο ισχυρισμός ότι το σχέδιο νόμου δεν είναι παιδοκεντρικό αλλά “γονεοκεντρικό” αποτελεί επικοινωνιακό γλωσσοπλάστη που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Ο σκοπός του νομοσχεδίου είναι παιδοκεντρικός. Όλο το νομοσχέδιο εξυπηρετεί πρωτίστως το συμφέρον του παιδιού να ανατρέφεται και από τους δύο γονείς του, όπως ορίζεται από τη ΔΣΔΠ (άρθρο 18). Σε όλα τα άρθρα του σχεδίου το παιδί είναι το επίκεντρο. Βασικός άξονας, μάλιστα, σε κάποια από τα επίμαχα άρθρα είναι η προστασία των εκατέρωθεν λανθασμένες συμπεριφορές των γονέων του. Η οριοθέτηση των γονέων που εκ των πραγμάτων είναι τα πιο κοντινά και αγαπημένα πρόσωπα δεν το καθιστά “γονεοκεντρικό” αλλά προστατευτικό για το παιδί από εκατέρωθεν λανθασμένες συμπεριφορές. Συνεπώς, το σχέδιο νόμου είναι κατεξοχήν παιδοκεντρικό, από τη στιγμή που οριοθετεί τους γονείς μέσω των 6 ενδεικτικών λόγων κακής άσκησης της γονικής μέριμνας από την μια, ενισχύοντας τη συνεργασία τους από την άλλη προς το συμφέρον του παιδιού.
Ο ισχυρισμός ότι το εξίσου δεν υπάρχει στο γάμο και επομένως γιατί να αναφέρεται στο διαζύγιο αποτελεί παραπλάνηση. Η ρητή αναφορά της λέξεως «εξίσου» αποτελεί την αναγκαία δήλωση της βούλησης του νομοθέτη και ταυτόχρονα ερμηνευτικό κανόνα που διέπει την εφαρμογή των λοιπών διατάξεων κατά την έκδοση δικαστικών αποφάσεων. Είναι απαραίτητη κυρίως σε αντιδιαστολή της μέχρι σήμερα πρακτικής. Πέραν του αναγκαίου συμβολισμού,μέσα στο γάμοοίκοθεν και εξ’ ορισμού εννοείται πως οι σύζυγοι ως ίσοι μεταξύ τους ασκούν όχι απλά εξίσου αλλά αδιαίρετα την γονική μέριμνα. Όμως έχει πολύ μεγάλη σημασία ο νομοθέτης να πει τι συμβαίνει όταν διασπάται ο γάμος. Επομένως συγκρίνουμε ανόμοιες έννοιες, εάν συγκρίνουμε γονική μέριμνα εντός και εκτός γάμου, καθώς είναι ανόμοιες καταστάσεις. Η λογική ότι εντός γάμου δεν ασκούν εξίσου την γονική μέριμνα είναι αδιανόητη και οδηγεί σε συζήτηση για πρωτεύοντα και δευτερεύοντα σύζυγο. Άρα οδηγεί στα καταργημένα από το 1983 σύνδρομα της πατριαρχίας.
Για παράδειγμα όταν στην πυρηνική οικογένεια ο ένας γονέας ενημερώνει τον άλλο γονέα με όποιο πρόσφορο μέσο για οτιδήποτε προκύπτει στην καθημερινότητα του παιδιού και παίρνουν αποφάσεις από κοινού (π.χ. ατύχημα στο σχολείο), το ίδιο μπορεί και πρέπει να εφαρμόζεται όταν οι γονείς χωρίζουν και εξελίσσονται σε διπυρηνικές οικογένειες.
Η διατήρηση και ενίσχυση της σχέσης και με τους δυο γονείς θεωρείται βασικό κριτήριο για μια ισορροπημένη ανάπτυξη (Lamb, 2019) και αναφαίρετο δικαίωμα των παιδιών, με βάση τις αποφάσεις τoυ Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τα ανθρώπινα Δικαιώματα (European Convention on Human Rights, βλ. ψήφισμα 2079/2015) και τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα του Παιδιού (United Nations Convention on the Rights of the Child- ΔΣΔΠ).
Η ανάγκη του παιδιού να έχει δύο γονείς σε τυχόν διαζύγιο ή χωρισμό των γονέων καθιστά αναγκαία την ρητή διατύπωση “από κοινού και εξίσου”, ώστε να είναι ξεκάθαρο στους γονείς ότι η αλλαγή της συνθήκης του γάμου ή της σχέσης των γονέων μεταξύ τους δεν θα επηρεάσει την σχέση γονέα – τέκνου που παραμένει κοινή και εξίσου αναγκαία και με τους δύο γονείς του και άσχετη από την μεταξύ τους σχέση.
Ο ισχυρισμός ότι το 1/3 του χρόνου αποτελεί περιορισμό στην κρίση του Δικαστή και εξαναγκασμό των γονέων είναι εντελώς λανθασμένος. Σύμφωνα με όλες σχεδόν τις επιστημονικές έρευνες ο ελάχιστος αναγκαίος χρόνος για να δύναται να καλλιεργηθεί σχέση γονέα -τέκνου είναι το 35% του συνολικού χρόνου του παιδιού. Αν θέλουμε λοιπόν το παιδί να έχει γονεϊκή σχέση με τους γονείς του μετά από τυχόν διαζύγιο ο χρόνος με το κάθε γονέα δεν μπορεί να είναι μικρότερος του 1/3 του συνολικού χρόνου του παιδιού.
Είναι γεγονός ότι όλα αυτά μπαίνουν ούτως ή άλλως στην κρίση του δικαστή εάν οι γονείς δεν συμφωνήσουν τελικά και είναι ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα, σε σχέση με το χρόνο και όχι μόνο, του συγκεκριμένου παιδιού και τις ιδιαίτερες ανάγκες του.
Ο ισχυρισμός ότι δεν υπάρχουν καθόλου υποστηρικτικές δομές και υπηρεσίες είναι ανακριβής.
Υπάρχουν ήδη υποστηρικτικές δομές και υπηρεσίες στελεχωμένες με ειδικούς που μπορούν να βοηθήσουν στην εμπέδωση της κοινής επιμέλειας και την εφαρμογή της. Κανείς δεν γνωρίζει εάν θα είναι επαρκείς μετά την εφαρμογή του νέου νόμου καθώς δεν γνωρίζει κανείς τις πραγματικές ανάγκες που θα προκύψουν. Η νομοθετική μεταρρύθμιση είναι υποχρέωση της πολιτείας και δεν μπορεί να αποτελεί δικαιολογία ότι πιθανόν δεν θα υπάρχουν επαρκείς δομές. Υπάρχουν ήδη και λειτουργούν αρκετές κρατικές και δημοτικές δομές που ασχολούνται με συμβουλευτική γονέων που αντιδικούν μέχρις εσχάτων ήδη σήμερα και στα πλαίσια του ν. 1329/1983.
Ο ισχυρισμός ότι δήθεν όλοι οι ειδικοί και οι φορείς συμφωνούν ότι δεν είναι προς το συμφέρον του παιδιού η από κοινού ανατροφή των παιδιών ειδικά στα συγκρουσιακά διαζύγια δεν είναι ορθός.
Η συντριπτική πλειοψηφία των ειδικών ψυχικής υγείας και ερευνητών συμφωνούν με την κοινή επιμέλεια, ενώ κανείς επίσημος φορέας δεν αρνείται την ανάγκη για από κοινού ανατροφή των παιδιών από τους δύο γονείς ακόμα και μετά από τυχόν διαζύγιο. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά την τοποθέτηση της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας (ΕΛΨΕ). Οι Έλληνες ψυχολόγοι τάσσονται υπέρ της συνεπιμέλειας κατά την οποία οι γονικές ευθύνες θα είναι κοινές και αδιάσπαστες και το παιδί θα περνά ίσο χρόνο με τον κάθε γονέα σε καθημερινότητα και διακοπές.
Επίσης, σύμφωνα με την άποψη του Συνηγόρου του Παιδιού «είναι επιτακτικό να εισαχθεί ο κανόνας της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας, στο σύνολό της, και μετά τη διάσταση/διαζύγιο/ακύρωση του γάμου/λύση του συμφώνου συμβίωσης. Εξαίρεση μπορεί να υφίσταται όχι στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων άνευ άλλου τινός, αλλά μόνο για σπουδαίο λόγο».
Δηλαδή, οφείλουμε να ενημερώσουμε ότι σύμφωνα με το ΣτΠ δεν αρκεί η διαφωνία των γονέων, για να οδηγηθούμε στην αποκλειστική επιμέλεια, όπως συνέβαινε νοσηρά έως τώρα.
Η γνώμη του παιδιού συνιστούμε να μη ζητείται από το δικαστή γιατί είναι τραυματική εμπειρία για τα παιδιά όποιας ηλικιακής ομάδας. Είναι δυνατό να μιλάμε για ωριμότητα του τέκνου; Το μόνο που χρειάζονται τα παιδιά είναι να απολαμβάνουν την παιδική τους ηλικία και ανεμελιά και οι γονείς να αποφασίζουν για αυτά. Τα ανήλικα δεν πρέπει να λαμβάνουν αποφάσεις ζωής, ένα δυσανάλογο φορτίο για την ψυχική τους υγεία. Τα παιδιά κατά κανόνα αγαπούν και τους δύο γονείς του, είναι πραγματικό μαρτύριο να επιλέγουν γονιό.
Οι σχέσεις του παιδιού με την ευρύτερη οικογένεια (παππούς, γιαγιά, θείος, θεία, ξαδέλφια, ετεροθαλή αδέλφια) κρίνονται απαραίτητες για την ομαλή ψυχοσυναισθηματική του ανάπτυξη και την ένταξη του στο κοινωνικό και οικογενειακό γίγνεσθαι εκτός και αν το παιδί δεν έχει κανένα άλλο συγγενή, εκτός από τους γονείς του. Η στέρηση του μισού κοινωνικού κεφαλαίου από το παιδί δεν είναι ούτε προς το συμφέρον του, ούτε αποτελεί πολιτική προστασίας της παιδικής ηλικίας.
Τα Δικαστήρια δεν είναι διαγωνισμός να ψάχνουμε τον ένα και καλύτερο από τον άλλο γονιό όταν χωρίζουν οι γονείς (1513 Α.Κ. του νόμου του 1983). Τα Δικαστήρια δεν είναι χώροι όπου οι γονείς όταν χωρίζουν λύνουν τα συναισθηματικά τους προβλήματα.
Η από κοινού ανατροφή των παιδιών είναι καθήκον 2 ισότιμων γονέων καθώς είναι εξίσου αναγκαίοι και οι δύο στην καθημερινότητα του παιδιού ανεξάρτητα της οικογενειακής κατάστασης που οι γονείς βρίσκονται. Οι γονείς ανήκουν στα παιδιά και όχι τι αντίστροφο. Συνεπώς το συμφέρον ενός ή και των δυο γονέων κάμπτεται μπροστά στο συμφέρον του παιδιού.
Η έρευνα επιβεβαιώνει ότι οι οικογενειακές συγκρούσεις προ και κατά την διάρκεια του διαζυγίου, μειώνονται σημαντικά, όταν οι γονείς ξέρουν ότι δεν τίθεται θέμα αποκλεισμού κάποιου από τους δύο από την φροντίδα του παιδιού. Με την υιοθέτηση του «κανόνα» της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας στο σύνολό της και μετά τον χωρισμό των γονέων, το Οικογενειακό μας Δίκαιο μπορεί να επιτελέσει την διακηρυκτική και παιδαγωγική λειτουργία του, δεδομένου ότι οι ρυθμίσεις για την άσκηση της γονικής μέριμνας έχουν «κατεξοχήν παιδαγωγικό χαρακτήρα»(Δεληγιάννης, 1989).
Υπάρχουν πρακτικές λύσεις ακόμα και στις περιπτώσεις υψηλής σύγκρουσης μπορούν οι γονείς να μην συναντιόνται καθόλου και μέσα από ένα λεπτομερέστατο γονεϊκό προγραμματισμό (parenting plan) να μην υπάρχει τριβή σε κανένα ζήτημα. Όπως για παράδειγμα μεγάλα χρονικά διαστήματα στο κάθε γονέα που μειώνουν τις πιθανότητες για συναντήσεις, παραλαβή του παιδιού από το σχολείο ή μέσω τρίτου κοινής αποδοχής, συγκεκριμένοι ιατροί προσυμφωνημένης αποδοχής για τα θέματα υγείας κ.α. Ας δείξουμε εμπιστοσύνη στους γονείς καθώς αυτοί αγαπούν το παιδί τους περισσότερο από κάθε άλλον.
Δίνοντας τους δια του νομού οδηγίες και κάποιους κανόνες που βασίζονται σε επιστημονικά δεδομένα θα μπορέσουν να βρουν τον τρόπο να συνεργαστούν, μέσα από την διαδικασία της διαμεσολάβησης, με προϋπόθεση ότι αντιμετωπίζουμε ως πολιτεία και τους δυο γονείς ισότιμα και εξίσου αναγκαίους στην ανατροφή του παιδιού.
Έτσι θα καλλιεργηθεί αφενός η κουλτούρα συνεργασίας που είναι απαραίτητη στην ευαίσθητη φάση τυχόν διαζυγίου και ταυτόχρονα θα προστατεύεται το πραγματικό συμφέρον του παιδιού που είναι να ανατρέφεται και από τους δυο γονείς του (ΔΣΔΠ αρθρο 18).
Ας προβληματιστούν λοιπόν οι πολιτικοί χώροι, ας δουν την κοινωνική πραγματικότητα μέσα από πραγματικά στοιχεία και έρευνες, χωρίς παρωπίδες και ελπίζουμε να μην χάσουν το τραίνο για ακόμα μια φορά παγιδευμένοι στα στερεότυπα και σε παρωχημένες αντιλήψεις.
Μετά τιμής
Το ΔΣ του Πιστοποιημένου Κοινωνικού φορέα για την Γονεϊκή Ισότητα και τα Δικαιώματά του Παιδιού - ΓΟΝ.ΙΣ.