ΕΙΔΑ-ΑΚΟΥΣΑ
Ένας χρωματιστός Παρθενώνας στη Μελβούρνη
To «Temple of Boom» είναι εμπνευσμένο από τις δονήσεις της σύγχρονης μουσικής
Βρίσκεται στον κήπο της Εθνικής Πινακοθήκης της Βικτώριας στη Μελβούρνη και θα παραμείνει εκεί μέχρι τον Αύγουστο του 2023. Δημιουργήθηκε έπειτα από ανάθεση του ιδρύματος και η μορφή του πρόκειται να αλλάξει τους επόμενους μήνες, περίπου όπως συνέβη και με το πρωτότυπο στη μακραίωνη ιστορία του.
Ενώ όμως μοιάζει με τον Παρθενώνα, δεν μας συστήνεται σαν μία ρέπλικα του ναού που σχεδίασαν ο Ικτίνος και ο Καλλικράτης, αλλά σαν μια επαναπροσέγγισή του, που δίνει έμφαση στο πώς τα αρχιτεκτονικά μνημεία μεταμορφώνονται στο πέρασμα του χρόνου. Το ίδιο το όνομα του συγκεκριμένου αρχιτεκτονικού πρότζεκτ, «Temple of Boom», είναι εμπνευσμένο από τις δονήσεις της σύγχρονης μουσικής. Και οι αρχιτέκτονές του, ο Ανταμ Νιούμαν και ο Κέλβιν Τσανγκ, το οραματίστηκαν σαν ένα σημείο συνάντησης της καλλιτεχνικής –και όχι μόνο– κοινότητας που θα πυροδοτήσει συζητήσεις για την επίδραση του χρόνου στα αρχιτεκτονήματα.
«Αν μπορούσα, ως αρχιτέκτονας, να γίνω διακριτικά μάρτυρας της πορείας ενός και μόνο μνημείου του πλανήτη μέσα στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού και από εκεί να παρακολουθήσω απλώς τα γεγονότα που θα ξεδιπλωθούν, τότε αυτό θα ήταν οπωσδήποτε ο Παρθενώνας», δήλωνε χθες ο Ανταμ Νιούμαν στην αυστραλέζικη εφημερίδα The Age και συνέχιζε: «Είναι το πιο φορτισμένο κτίριο από άποψη συμβολισμών, πολιτικής και γεωπολιτικής. Και ανάμεσα στους αρχιτέκτονες, τους μηχανικούς και τους αρχαιολόγους υπάρχει η συναίνεση ότι δεν θα είχαμε τη δυνατότητα να χτίσουμε τον Παρθενώνα σήμερα. Βρίσκεται πάντοτε εκεί, σαν μνημείο της καλλιτεχνικής τελειότητας».
Ο Νιούμαν και ο Τσανγκ πάντως σχεδίασαν το «Temple of Boom» στο ένα τρίτο του μεγέθους του αρχαίου ναού και επέλεξαν ως βασικό υλικό το ενισχυμένο με γυαλί σκυρόδεμα. Η τελευταία πινελιά δεν θα είναι δική τους, αλλά εκείνων των εικαστικών της Μελβούρνης που η Εθνική Πινακοθήκη της Βικτώριας κάλεσε να επέμβουν στο έργο, προκειμένου να διευρύνουν το βλέμμα του κοινού πάνω του. Οι τρεις πρώτοι που ανέλαβαν δράση (οι επεμβάσεις θα συνεχίζονται μέχρι και το καλοκαίρι) είναι οι Drez, Μάντα Λέιν και Ντέιβιντ Λι Περέιρα: ο Drez επένδυσε το έργο με μια πολύχρωμη τοιχογραφία που αλλάζει μορφή ανάλογα με την οπτική γωνία του θεατή, η Λέιν πρόσθεσε ασπρόμαυρους φυτικούς διάκοσμους που συμβολίζουν την προσωπική καλλιέργεια του ατόμου, ο Περέιρα σχεδίασε στο πάτωμα ιμπρεσιονιστικά μοτίβα που αποτυπώνουν τη ρευστότητα των φύλων και των ταυτοτήτων, ενώ η Εθνική Πινακοθήκη της Βικτώριας βρίσκεται σε συζητήσεις και με το Ελληνικό Μουσείο της Μελβούρνης, ώστε να διοργανώσουν και διάφορες άλλες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις σχετικά με την ιστορία του Παρθενώνα.
Οσον αφορά το ζήτημα του επαναπατρισμού των Γλυπτών, που αναδύεται σχεδόν αναπόφευκτα σε κάθε σχετική συζήτηση, ο Νιούμαν σχολίαζε σε πρόσφατη συνέντευξή του στον Guardian ότι αυτό υπήρχε μεν στη σκέψη του ίδιου και του Τσανγκ όταν σχεδίαζαν το «Temple of Boom», χωρίς όμως να θέλουν να οδηγηθούν σε διδακτισμούς. «Πιθανότατα είναι θέμα χρόνου το να συναινέσουν το Βρετανικό Μουσείο και η βρετανική κυβέρνηση στην επιστροφή», δήλωνε ο αρχιτέκτονας. «Υπάρχουν ελάχιστα επιχειρήματα υπέρ της παραμονής των Γλυπτών και το πρότζεκτ μας είναι μέρος της συζήτησης».