ΚΡΗΤΗ
Η επιστροφή ενός βετεράνου στον τόπο που σημάδεψε τη ζωή του
Υποδοχή ήρωα στην Κορέα για τον 89χρονο Μανόλη Πιτσουλάκη
Της Ευαγγελίας Καρεκλάκη
Στα 89 του χρόνια ο Μανόλης Πιτσουλάκης από την Επισκοπή Ηρακλείου βρέθηκε ξανά στην ασιατική χώρα που τον έχει σημαδέψει. Ήταν μόλις 22 ετών στρατιώτης, στο Σιδηρόκαστρο, όταν ήρθε έγγραφο από το Γενικό Επιτελείο Στρατού ότι φεύγει για Κορέα. Θυμάται τον αποθηκάριο στον οποίο παρέδωσε τα στρατιωτικά είδη να τον προτρέπει με ζέση να βάλει μέσο για να γλιτώσει τα χειρότερα. Εκείνος όμως δεν ήξερε από τέτοια. Ακόμα και στον πατέρα του δεν αποκάλυψε το παραμικρό για τη μακρινή αποστολή στην Κορεατική χερσόνησο που σπαρασσόταν από τον πόλεμο. «Πατέρα μου, μου χρειάζονται 500 δραχμές. Ο γιος σου» ανέφερε το λακωνικό τηλεγράφημα.
Και μπορεί ο πόλεμος της Κορέας να έχει μείνει στην ιστορία ως «ο ξεχασμένος πόλεμος», όμως ο Μανόλης Πιτσουλάκης δεν ξεχνάει. Και δεν τον ξεχνούν…
Στις 8 Νοεμβρίου μπήκε στο αεροπλάνο και μετά από ένα εξαντλητικό ταξίδι, που διήρκησε σχεδόν 17 ώρες, έφθασε στην Σεούλ όπου του επιφυλάχθηκε θερμή υποδοχή. Υποδοχή ήρωα. Ο Μανόλης Πιτσουλάκης ήταν ο μοναδικός βετεράνος που εκπροσώπησε την Ελλάδα σε αυτές τις ιδιαίτερες εκδηλώσεις μνήμης στη Νότια Κορέα. Τον συνόδευσε ο εγγονός του, Ζαχαρίας Στεφανάκης, ενώ στην ολιγομελή ελληνική αποστολή συμμετείχαν και συγγενείς βετεράνων. Με εμφανή συγκίνηση περιγράφει τον ενθουσιασμό του κόσμου όταν περνούσε το λεωφορείο με την Ελληνική σημαία. «Οι ντόπιοι σταματούσαν στην άκρη του δρόμου, ζητωκραύγαζαν και χειροκροτούσαν με ενθουσιασμό. Δεν έδειξαν την ίδια θέρμη στις αποστολές των άλλων χωρών. Αγαπούν τους Έλληνες, νιώθουν ευγνωμοσύνη και το δείχνουν».
Η Σεούλ, εκείνη η ισοπεδωμένη πόλη των νεανικών του χρόνων, με τα ρημαγμένα κτίρια και τους κατεστραμμένους δρόμους, τους πεινασμένους και ρακένδυτους ανθρώπους, είχε …αναστηθεί από τις στάχτες της. Δεν κρύβει πόσο εντυπωσιάστηκε από την καθαριότητα στους δρόμους.
Η αποστολή χρειάστηκε να διασχίσει εκατοντάδες χιλιόμετρα με το τρένο για να φθάσει στο λιμάνι του Πουσάν (ή Μπουσάν), εκεί που πρωτοπάτησε στα 22 του χρόνια μαζί με εκατοντάδες άλλους στρατιώτες. Πήγαν στο Κοιμητήριο των Ηνωμένων Εθνών του Πολέμου της Κορέας με τα κενοτάφια όλων των πεσόντων και των Ελλήνων φυσικά . Ο αγέρωχος κρητικός δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυα του, συναισθανόμενος την ιερότητα του χώρου, τις ψυχές που χάθηκαν, τη δόξα των Ελλήνων στα πέρατα του κόσμου… Ανατριχιάζει σύγκορμος ακόμα και σήμερα σαν αναλογίζεται τους άθλους των Ελλήνων στρατιωτών που προηγήθηκαν εκείνου στα Κορεάτικα εδάφη. Τη γενναιότητα, την τρέλα, το πάθος και την ευρηματικότητα τους.
Ήταν αρχές φθινοπώρου σαν μπήκε με εκατοντάδες άλλους στρατιώτες στο Αμερικανικό πλοίο. Διέσχισαν τη Μεσόγειο, πέρασαν το Πορτ-Σάιντ και την Ερυθρά θάλασσα, βγήκαν στον Ινδικό ωκεανό. Στην Σρι-Λάνκα ανεφοδιάστηκαν με πετρέλαιο και νερό. Στην Φορμόζα (σημερινή Ταϊβάν) εντόπισαν τέσσερα αμερικανικά πολεμικά να περιφρουρούν ανά ζεύγη το δικό τους πλοίο. Ήξεραν ότι έφθασαν στο τέλος της διαδρομής. «Ταξιδεύαμε 26 ημέρες. Νιώθαμε το φόβο. Θα γυρίζαμε πίσω ζωντανοί;».
Όταν επιτέλους έφθασαν, τα πάντα ήταν χιονισμένα. Τους οδήγησαν στον 38ο παράλληλο (την αιματοβαμμένη διαχωριστική γραμμή) και πέρασαν δεκάδες χιλιόμετρα στο εσωτερικό της Βορείου Κορέας. Εκεί έμεινε 9 μήνες. Θυμάται το αφόρητο κρύο. Τόσο κρύο που τα αυγά «πέτρωναν» από τον πάγο και δεν έσπαγαν ακόμα και όταν περνούσαν από πάνω τους τα αμερικανικά τζιπ.
Οι Αμερικανοί εφοδίαζαν τις συμμαχικές δυνάμεις με τα ελέη του Θεού, όμως κανένα έλεος δεν έδειχναν στους εξαθλιωμένους νοτιοκορεάτες και στους αιχμαλώτους.
«Μας υποχρέωναν να καταστρέφουμε και να πετάμε σε βαρέλια το περίσσευμα από το φαγητό. Ψωμιά, αυγά, μαρμελάδες… Δεν μας άφηναν να τους δίνουμε τίποτα. Καθημερινά περνούσαν, έπαιρναν τα βαρέλια και τα άδειαζαν στις όχθες ενός ποταμού. Εκεί πήγαιναν κρυφά σαν σκιές οι ντόπιοι και έψαχναν στα σκουπίδια. Ένιωθα πολύ άσχημα γιατί ήξερα πώς είναι η πείνα από την Κατοχή. Όποτε μπορούσαμε, δίναμε φαγητό στα κρυφά. Φοβόμασταν όμως και εμείς».
Όπως περιγράφει, γονείς εξέδιδαν τα μικρά τους κορίτσια για να εξασφαλίσουν λίγο φαγητό και να ξεγελάσουν την πείνα των οικογενειών τους.
Θυμάται ακόμα τους βορειοκορεάτες αιχμαλώτους που κατασκεύαζαν γέφυρα σε ποτάμι. Κάθε φορά που έβλεπαν τους Έλληνες στρατιώτες, έκαναν κρυφά σήμα για ένα τσιγάρο. «Έναν τον είδε ο Αμερικανός. Τον χτύπησε με όλη του τη δύναμη στο κεφάλι με το γκλομπ. Τον σκότωσε ακαριαία. Έπεσε κάτω νεκρός επειδή ζήτησε ένα τσιγάρο…» αφηγείται συγκλονισμένος ακόμα και σήμερα ο Μανόλης Πιτσουλάκης.
Αρνήθηκε το διορισμό στο Δημόσιο
Δεκαεπτά μήνες είχε να δει την οικογένεια του από την στιγμή που έφυγε για στρατιώτης και εν συνεχεία στην Κορέα. Όταν πια επέστρεψε στην πατρίδα, υπηρέτησε δύο ακόμα μήνες στην ΣΕΑΠ και έπειτα απολύθηκε. Το Ελληνικό κράτος πρόσφερε στον «Κορεάτη» την επιλογή να τον διορίσει στα δικαστήρια ή στο αεροδρόμιο, να γίνει δηλαδή δημόσιος υπάλληλος.
Εκείνος προτίμησε να συνεχίσει τη δουλειά του στις οικοδομές… Έπιαναν καλά τα χέρια του και το μεροκάματο ήταν καλό. Καλύτερο και από το δημόσιο. Αν τον αξιώσει ο Θεός, στην Κορέα θα ξαναπάει. Το λέει η ψυχή του και ας οδεύει ολοταχώς για τα 90.