Της Μαρίας Λιονάκη
«Eίδες ποτέ σου πολιτεία να σηκώνεται ψηλά; Δεμένη από χιλιάδες σπάγγοι ν’ ανεβαίνει στα ουράνια; E, λοιπόν, ούτε είδες ούτε θα μεταδείς ένα τέτοιο θάμα. Aρχινούσανε την Kαθαρή Δευτέρα —ήτανε αντέτι*— και συνέχεια την κάθε Kυριακή και σκόλη, ώσαμε των Bαγιών. Aπό του Xατζηφράγκου τ’ Aλάνι κι από το κάθε δώμα κι από τον κάθε ταρλά* του κάθε μαχαλά της πολιτείας, αμολάρανε τσερκένια. Πήχτρα ο ουρανός. Tόσο, που δε βρίσκανε θέση τα πουλιά. Για τούτο, τα χελιδόνια τα φέρνανε οι γερανοί μονάχα τη Mεγαλοβδομάδα, για να γιορτάσουνε την Πασχαλιά μαζί μας. Oλάκερη τη Mεγάλη Σαρακοστή, κάθε Kυριακή και σκόλη, η πολιτεία ταξίδευε στον ουρανό. Aνέβαινε στα ουράνια και τη βλόγαγε ο Θεός. Δε χώραγε το μυαλό σου πώς μπόραγε να μείνει κολλημένη χάμω στη γης, ύστερ’ από τόσο τράβηγμα στα ύψη. Kαι όπως κοιτάγαμε όλο ψηλά, τα μάτια μας γεμίζανε ουρανό, ανασαίναμε ουρανό, φαρδαίνανε τα στέρνα μας και κάναμε παρέα με αγγέλοι. Ίδια αγγέλοι κι αρχαγγέλοι κορωνίζανε*.» Κοσμάς Πολίτης
-Εσείς, έχετε φτιάξει ποτέ σας χαρταετό; Ρωτάω στο μάθημα της Παρασκευής τα γυμνασιόπαιδά μου, τα μεγαλωπά, του Εσπερινού Γυμνασίου, με αφορμή το παραπάνω κείμενο, θέλοντας να τα τσιγκλήσω λίγο, μπας και ζωντανέψει το άψυχο πράγμα, το πολύξερο, το ψυχρό και ασυγκίνητο , με τις μαύρες απολήξεις, που φιλοδόξησε μεγαλεπήβολα την πνοή μιας σχολικής αίθουσας να μιμηθεί. -Ναι, ναι, κάθε χρόνο φτιάχναμε, παιδάκια σαν ήμασταν με τον πατέρα μας! απαντά η Ρούλα, μητέρα με τρία παιδιά, που παρακολουθεί από τον ίδιο υπολογιστή το μάθημα με τον άντρα της το Μιχάλη. -Ναι, ναι, κυρία, δεν είναι δύσκολο, χαρτί, κόλλα και καλάμια χρειάζεται και γίνεται στο πι και φι, α… και σπάγγο γερό! λέει ο Τίτος, που έχει μωρό παιδί στο σπίτι κι όταν κάνει ανάγνωση με μελωδική υπόκρουση το κλάμα του , φεύγει το μυαλό μου από το κείμενο και θυμάται το Γιώργο και τη Ζωή μικρά... -Ναι κυρία, πως δε φτιάχναμε, τον πιο πετυχημένο της γειτονιάς, ουου ψηλά που πήγαινε, κανείς δε μας παράβγαινε, τα πρωτεία είχαμε στη γειτονιά, από παντού φαινόταν… λέει η Μαρία , που δεν παραλείπει να εκφράζει, κάθε τρεις και λίγο στα μαθήματα, την απογοήτευσή της που αργούν να ανοίξουν τα σχολεία. « Θα μας κρατήσουν κι άλλο μέσα αυτοί κι έχω απογοητευτεί. Έχω ξεκολλήσει τα πλακάκια να τα σφουγγαρίζω» μας είπε τις προάλλες κι όταν της πρότεινα να περπατά γύρω γύρω στη γειτονιά, μου απάντησε αποστομωτικά, ορθά-κοφτά, χωρίς παζάρια: «Εγώ κυρία, θέλω να βλέπω κόσμο, να μιλώ!»
-Ναι, κυρία, εγώ με τον αδερφό μου, μαζί τον φτιάχναμε κι ούλοι οι χωριανοί ξανοίγανε να μαθαίνουν, ελαφρύς θέλει να’ ναι και ισοζυγιασμένος, εκειά είναι το μυστικό… λέει ο Μανόλης, που κατάγεται από ένα χωριό της Μεσσαράς κι είναι κοινό μυστικό πως την τιμάει την κρητική διάλεκτο- Ένας, ένας! παιδιά, λέω κρυφογελώντας εγώ, ενθουσιασμένη που βρήκα κάτι να τα ξεσηκώσει, ικανοποιημένη με το αποτέλεσμα που θα έκανε το μηχάνημά μου να σκάσει από τη ζήλεια του. Μην μιλάτε ο ένας πάνω στον άλλο, που λένε και στα τηλεοπτικά πάνελ , μην ανοίγετε όλοι μαζί τα μικρόφωνα, θα το τινάξουμε το Webex στον αέρα πάλι, ευαίσθητο καθώς είναι κι άντε μετά να το συνεφέρουμε…-Πόσο χαίρομαι βρε παιδιά που είχατε τέτοιες εμπειρίες, αχ και να ‘τανε λέει αλλιώς, να ήτανε τα σκολειά μας ανοιχτά, να μην είχε εμφανιστεί ποτέ αυτός ο βρωμο-ιος, να φέρναμε χρωματιστές, κόκκινες, πράσινες, μπλε κόλλες στο σχολειό, χαρτάκια από περιοδικά, αλευρόκολλα και σπάγγο, να παραμερίζαμε τα καρεκλάκια, να ενώναμε τα θρανία και να φτιάχναμε όλοι μαζί τον πιο μεγάλο, τον πιο ζηλευτό, το δικό μας χαρταετό… Με το οικόσημο του σχολειού μας στη μέση. Το οικόσημο της χαράς και της συνεργασίας σας. Των ονείρων σας.
Σαν το δελφίνι θα πετούσε στη θάλασσα του ουρανού ο δικός μας χαρταετός. Αμίμητος θα κορώνιζε στη γαλάζια γη. Με ούριο άνεμο συντροφευμένος θα πορευόταν ως την ενηλικίωση και τα γηρατειά του. Στερεωμένος με την αγάπη σας, περήφανος κι απτόητος θα έκανε το πιο μακρύ ταξίδι. Αυτό που στερηθήκαμε εμείς. Με τα χαρτάκια της ουράς του, πολύχρωμες πεταλούδες, που ευωδίασαν τον ύπνο τους σε κρίνους μοσχομυριστούς. Πλάι σε πουλιά μελωδικά θα πετούσε, ελεύθερος και ακατάδεχτος να μπει σε φυλακή, να κουρνιάσει σε φωλιά. Την ελευθερία υμνώντας. Τον ήλιο να συναντήσει και να του κλέψει λίγο φως να το μοιράσει στις καρδιές των ανθρώπων. Το Θεό να συναντήσει και να τον παρακαλέσει, να έχει τέλος πια η άδικη μοίρα, να πάψει η μάχη αυτή της επιδημίας.
(αντέτι=έθιμο, ταρλάς=οικόπεδο, κορωνίζανε=αιωρούνταν)
(Στο συγκεκριμένο απόσπασμα από το μυθιστόρημα: Στου Χατζηφράγκου (1963) του Κοσμά Πολίτη, ένα από τα παιδιά, γέρος πρόσφυγας πια στην Αθήνα, περιγράφει το έθιμο του πετάγματος των χαρταετών, που εκείνα τα χρόνια στη Σμύρνη τους έλεγαν τσερκένια.)
(Κεντρική φωτογραφία: Πίνακας του Σπύρου Βασιλείου)