ΑΠΟΨΕΙΣ
Θέλω κι εγώ να εκπλαγώ, μια μέρα!
Πού να το φανταστείς κι εσύ, καημένη, ότι υπήρχαν 36.000 κάμερες γύρω σου, ότι έχουν ήδη εφευρεθεί τα κοινωνικά δίκτυα κι ότι όλοι, μα όλοι πρόσεξαν ότι δεν μοιάζεις με την θεολόγο μου στο γυμνάσιο
της Γεωργίας Καρβουνάκη
Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου, σύμφωνα με το προσδόκιμο ζωής για τις γυναίκες στην Ελλάδα, χωρίς να μονοπωλήσω κι εγώ μια μέρα το ενδιαφέρον του κόσμου. Το δικό μου τέταρτο δημοσιότητας, αυτό που, σύμφωνα με τον Άντυ Γουώρχολ, κάθε άνθρωπος δικαιούται στη ζωή του, πρέπει να μου το έφαγε κάποιος άλλος συνάνθρωπος. Δεν με νοιάζει, αρκεί να το άξιζε και να μην το πήρε κανένας χαραμοφάης, πράγμα πολύ πιθανό εντούτοις.
Πες το κρίση της μέσης -και βάλε- ηλικίας, πες το σύμπλεγμα κατωτερότητας, εγώ το τεταρτάκι μου το θέλω πίσω. Θα μου πεις «πάει αυτό, ξοδεύτηκε από αυτόν που το πήρε». Θα σου πω κι εγώ ότι θα το πάρω από κάποιον άλλον, μιας και η κοινωνία διοικείται με νόμους της ζούγκλας. Ας πάει κι αυτός ο άλλος να το πάρει από έναν τρίτο ή και από δυο-τρεις, αν του κάνει κέφι.
Αφορμή πήρα -πάλι φέτος- από την εκπαιδευτικό που έκλεψε την παράσταση στην παρέλαση του Ναυπλίου. Μια χαρά πόλη το Ναύπλιο, παρεμπιπτόντως, η πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδας είναι και μια από τις πρώτες πόλεις στην καρδιά μου, λόγω του χαρακτήρα της. Διότι και στις πόλεις ο χαρακτήρας μετράει και όχι το μέγεθος.
Λοιπόν, τι λέγαμε; Για την εκπαιδευτικό που το πρωί που ξεκινούσε να πάει στην παρέλαση άνοιξε χαλαρά τη ντουλάπα της με το μάτι ακόμη μισόκλειστο από τον ύπνο κι έπιασε όποιο ρούχο βρήκε μπροστά της, πήρε και από την παπουτσοθήκη ένα οποιοδήποτε παπούτσι -μάλιστα, από τη νύστα πήρε άλλο δεξί, άλλο αριστερό-, ντύθηκε, παπουτσώθηκε έριξε και λίγο νερό στο πρόσωπό της, έστρωσε με τα δάχτυλα το μαλλί κι έφυγε σαν τρελή για να μην την περιμένουν τα εξάχρονα και πάθουν ψυχολογικά που τα πούλησε η κυρία τους.
Αν ήταν άλλη στη θέση της, πιο πονηρή και υποψιασμένη, θα διάλεγε άουτφιτ -έτσι το λέμε στην Αγία Βαρβάρα εμείς- με περισσότερη προσοχή και θα έκανε κι ένα μακιγιάζ θανατηφόρο, από επαγγελματία μακιγιέζ για να γράφει καλύτερα στις κάμερες το μάτι το αμυγδαλωτό κι η βλεφαρίδα-κάγκελο, θα είχε φροντίσει δε να βάψει ρίζα από την προηγούμενη για να μην φανούν οι μελαχρινές καταβολές της και θα πήγαινε για το ζήτω.
Όμως, η αθώα συγκεκριμένη, λειτούργησε εντελώς αδιάφορα και ανιδιοτελώς. Γι’ αυτό και βγήκε στα μέσα και δήλωσε ότι «Πραγματικά δεν καταλαβαίνω τον λόγο που έγινε τόσος ντόρος σχετικά με την εμφάνιση μου στην παρέλαση» και «Ούτε καν το φανταζόμουν ότι ο κόσμος θα ασχολείτο με τι φόρεμα έχω επιλέξει να βάλω στην παρέλαση. Είναι αδιανόητο».
Εντελώς, όμως, αδιανόητο, κοπελιά! Πού να το φανταστείς κι εσύ, καημένη, ότι υπήρχαν 36.000 κάμερες γύρω σου, ότι έχουν ήδη εφευρεθεί τα κοινωνικά δίκτυα κι ότι όλοι, μα όλοι πρόσεξαν ότι δεν μοιάζεις με την θεολόγο μου στο γυμνάσιο, που ήταν 60 χρονών, κοντή, με 42 παραπανίσια κιλά, με φλατ παπούτσι γριάς και φούστα λίγο πάνω από τον αστράγαλο, που της είχε ξεμείνει από την εποχή του Πάγκαλου;
Αθώα μου κοπέλα, είναι ποτέ δυνατόν να πέσει το μάτι όλων σε μια κούκλα ξανθιά, προκλητικά ντυμένη και βαμμένη που σκορπά γύρω της και αδιακρίτως -και άνευ λόγου, μάλιστα- χαμόγελα της κολγκέιτ; Πού ξανακούστηκε; Πού ζούμε; Τι είναι αυτά που λένε για τις ξανθιές, τα σοβινιστικά γουρούνια;
Ας επανέλθουμε, όμως, στο αρχικό αίτημα του παρόντος κειμένου-καταγγελία: του χρόνου, λοιπόν, θα βρω κι εγώ έναν τρόπο να κάνω κάτι το οποίο θα με εκπλήξει όταν θα πάρει τη δημοσιότητα που επιζητώ. Μπορεί να μοιάζω λιγότερο στην ξανθιά εκπαιδευτικό του Ναυπλίου και περισσότερο στην καθηγήτριά μου της θεολογίας αλλά, τιμή και δόξα στη φύση που με προίκισε με αχαλίνωτη φαντασία, κάτι άλλο θα σκεφτώ για να καταπλήξω τα πλήθη. Ύστερα θα κλέψω εκείνο εκεί το τεταρτάκι δημοσιότητας που λέγαμε και αμέσως μετά, στο καπάκι που λένε, θα συνεντευξιάζομαι, ξερή από έκπληξη για το «απροσδόκητο» γεγονός!
Και του χρόνου, λοιπόν! Ανυπομονώ!