ΑΠΟΨΕΙΣ
Το τελευταίο Πάσχα του Μπάυρον
Ακόμα κα σήμερα είναι επίκαιρος, όπως φαίνεται σε γράμμα του σταλμένο από την Κεφαλονιά, λίγο πριν πάει στο Μεσολόγγι
Του Θανάση Γιαπιτζάκη
Άκου, Μπάυρον, πόσον θρήνον
κάνει, ενώ σε χαιρετά,
η Πατρίδα των Ελλήνων-
Κλαίγε, κλαίγε, Ελευθεριά!
Διονύσιος Σολωμός
Η 19η Απριλίου ήταν η μέρα που πέθανε στο πολιορκημένο Μεσολόγγι ο κορυφαίος των φιλελλήνων Λορντ Μπάυρον, ο Λόρδος Βύρων των Ελλήνων.
Και τυχαίνει στις μέρες μας, που είναι η εποχή του κορωναϊού, να είμαστε όλοι μας «ελεύθεροι πολιορκημένοι», όπως ήταν και τότε που ξεψυχούσε ο μεγάλος φιλέλληνας. Ένας θάνατος που παραμένει σημαντικός - γιατί σήμανε την ανάσταση της νεκρής Ελλάδας. Αυτός ήταν που ανέτρεψε την Ιερά Συμμαχία, που έφερε τους επίσημους ξένους στο Ναυαρίνο και ελευθερωθήκαμε.
Πώς έγιναν αυτά τα μαγικά και δεν τα μαθαίνουμε στο σχολείο; Αυτός ο Αγγλοσκωτσέζος ποιητής ήταν, εκτός από λόρδος και επαναστάτης, ένα πασίγνωστο όνομα της εποχής του - αφού για τον Ναπολέοντα και τον Μπάυρον ένας σύγχρονός τους έγραφε «ο Κορσικανός κυρίευε χώρες, ο Βρετανός κυρίευε καρδιές».
Με τον ερχομό του - και κυρίως με τον θάνατό του ανάμεσά μας - έκανε να γείρει η πλάστιγγα αποφασιστικά προς το μέρος των αγωνιζόμενων Ελλήνων του Εικοσιένα. Πώς νομίζετε ότι έγινε το Ναυαρίνο και μας ελευθέρωσαν οι Μεγάλες Δυνάμεις; Χάρη στον Μπάυρον. Γιατί πεθαίνοντας το 1824 στο Μεσολόγγι, σε ένα χωριουδάκι κάπου μέσα στην αχανή Οθωμανική Αυτοκρατορία, διαφήμισε με τον θάνατό του το άγνωστο αυτό μέρος στην Ευρώπη: «Εκεί, που βγήκε η μεγάλη του Μπάυρον ψυχή» όπως το κατέγραψε σε στίχο του ο Σολωμός.
Όταν δυό χρόνια αργότερα, το 1826, με την ηρωική Έξοδό του, πέφτει και το ίδιο το Μεσολόγγι, οι λαοί της Ευρώπης που λάτρευαν τον Μπάυρον ξέρανε τώρα ακριβώς τί έπεσε. Το στιγμιαίο εκείνο ρεύμα υπέρ των Ελλήνων το εκμεταλλεύτηκε στην Αγγλία ο φίλος του Λόρδου Μπάυρον Λόρδος Κάννιγκ (πλατεία Κάνιγγος) και ανέτρεψε την περίφημη Ιερά Συμμαχία των Μοναρχών της Ευρώπης που κατέπνιγε τις επαναστάσεις και τις εξεγέρσεις και άνοιξε τον δρόμο για τη δημιουργία της νέας Ελλάδας. Το Ναυαρίνο των Μεγάλων Δυνάμεων - σαν ορόσημο - έδειξε στον Σουλτάνο ότι η Ευρώπη αποφάσισε. Έτσι, δεν θα είναι υπερβολή να πούμε ότι είμαστε ελεύθεροι σήμερα χάρη στη συμβολή και στον θάνατο του Μπάυρον, του Λόρδου Βύρωνα, που λίγες μέρες πριν πεθάνει είχε γίνει Έλληνας αφού η ελληνική κυβέρνηση του είχε δώσει τιμητικά την ελληνική υπηκοότητα.
Δεκαπέντε χρόνια πριν από τον θάνατό του είχε έρθει για πρώτη φορά στην προεπαναστατική σκλαβωμένη Ελλάδα. Είχε, έτσι, προσωπική εμπειρία για την πραγματική κατάσταση της κατάπτωσης και παράλληλα του σθένους των Νέων Ελλήνων: «Είναι, λένε γι’ αυτούς, επαίσχυντα αχάριστοι. Μα ποιός έχει κάνει καλό στην Ελλάδα ή στους Έλληνες; Πρέπει να νιώθουν ευγνωμοσύνη στους Τούρκους για τις αλυσίδες τους και στους Ευρωπαίους για τις ψεύτικες υποσχέσεις τους; Οι Έλληνες είναι σαν ένα σκυλί που σε δαγκώνει όταν πας να το χαϊδέψεις, γιατί έχει ξεσυνηθίσει την καλοσύνη». Έμαθε νέα ελληνικά, τα ρωμέηκα όπως τα έλεγαν τότε, κι έγραψε: «Είναι η Ελλάδα, μα όχι ζωντανή πια,| τόσο γλυκιά στην παγωνιά της,| τόσο θανάσιμα όμορφη». Αυτά τα αισθήματα ένιωθε, καθώς στεκόταν μπροστά στα απομεινάρια του Παρθενώνα και των άλλων ναών, που υπέστησαν τις επιδρομές των αμέτρητων χρόνων και διατηρούσαν ακόμη ανεξίτηλα τα ίχνη από την απαράμιλλη ομορφιά τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι από όλους τους ξένους επισκέπτες, που φεύγοντας έπαιρναν μαζί τους αρχαία, ο νεαρός λόρδος ήταν ο μόνος που έφυγε με άδειες αποσκευές.
Ήταν επίσης ο πρώτος που πριν το Εικοσιένα, το 1809, οραματίστηκε την ελευθερία μας:
«Βουνά τον πλατύ Μαραθώνα κοιτάνε | κι εκείνος κοιτάει τη θάλασσα πέρα | κι εγώ πως μπορούσε ονειρεύομαι να ’ναι | ελεύθερη πάλι Ελλάδα μια μέρα! | Γιατί σε εδάφη που νίκες κατέχουν | εδώ δεν αντέχω για σκλάβο να μ’ έχουν» είχε πει με στίχους του - και το έκανε πράξη στην επαναστατημένη Ελλάδα.
Ακόμα κα σήμερα είναι επίκαιρος, όπως φαίνεται σε γράμμα του σταλμένο από την Κεφαλονιά, λίγο πριν πάει στο Μεσολόγγι: «Η Ελλάδα είναι τώρα αντιμέτωπη με τρεις λύσεις: Ή να ελευθερωθεί από μόνη της. Ή να την ελευθερώσουν οι Μεγάλες Δυνάμεις. Ή να ξαναγυρίσει στον Σουλτάνο. Αν συμβεί ένα από τα δύο τελευταία, ξέχασέ τους τους Έλληνες. Αν όμως η Ελλάδα θέλει να γίνει για πάντα ελεύθερη, αληθινή και ανεξάρτητη, καλά θα κάνει να αποφασίσει τώρα, αλλιώς δεν θα έχει ποτέ αυτήν την ευκαιρία». Όπως βλέπουμε τελικά συνέβη το δεύτερο - και γι’ αυτό δεν είμαστε από τότε πραγματικά ελεύθεροι.
Όταν ο Μπάυρον έφτασε τον χειμώνα του 1824 στο πολιορκημένο Μεσολόγγι και γινόταν δεκτός με μεγάλες τιμές από τους Έλληνες, τίποτα δεν έδειχνε ότι σε τέσσερεις μόλις μήνες θα ήταν νεκρός. Κι όμως, εκτός από το μοιραίο χτύπημα της Μοίρας μέσα στο Πάσχα που θα ερχότανε, μεσολάβησαν πολλά άλλα γεγονότα που συνθέσανε τον καμβά της απογοήτευσης. Προς τιμή του, ο Μπάιρον δεν παράτησε τους Έλληνες. Το κομβικό αυτό σημείο το επισημαίνει ο Νίκολσον: «Ο Μπάυρον δεν έκανε τίποτ’ άλλο στο Μεσολόγγι παρά αυτοκτόνησε. Αλλά μοναχά με την ηρωική αυτή πράξη, εξασφάλισε την απελευθέρωση της Ελλάδας. Αν ο Μπάυρον, όπως τον παρακινούσαν πολλοί να το κάνει, τον Φεβρουάριο του 1824 παρατούσε την ελληνική υπόθεση, είμαι βέβαιος πως δεν θα υπήρχε Ναυαρίνο. Θα είχε διαφορετική εξέλιξη όλη η Ιστορία της νοτιοανατολικής Ευρώπης». Έτσι φαίνεται καθαρά με την τίμια επιμονή του να μείνει κοντά μας ως το τέλος, πως ο φίλος των Ελλήνων είχε μια μοναδική πολιτική διαίσθηση που τόσο πολύ την χρειαζόμασταν στην υπεράνθρωπη εκείνη προσπάθειά μας το 21.
Λέει σχετικά ο συμπατριώτης του συνταγματάρχης Στάνχοπ: «Έδειχναν την απήχηση που είχε στους Έλληνες ο θάνατος του Μπάυρον, του δικού τους Λόρδου Βύρωνα. Μια βαριά ατμόσφαιρα απλωνότανε σε όλο το Μεσολόγγι, που γινόταν πιο αισθητή γιατί συνέπεσε με τις Μέρες του Πάσχα».
Οι γιατροί του - που δεν κατάφεραν να τον διατηρήσουν στη ζωή - τον διατήρησαν στον θάνατο: Τον ταρίχευσαν. Καρδιά, εγκέφαλος, πνεύμονες, κλπ, διαχωρίστηκαν από το σώμα. Ο ένας πνεύμονάς του δόθηκε στους Έλληνες, επισφραγίζοντας ίσως συμβολικά αυτό που είχε πει κάποτε: «Αν είμαι ποιητής, το χρωστάω στον αέρα της Ελλάδας».
Ο Ιταλός φίλος του, κόμης Πιέτρο Γκάμπα, γράφει: «Η αγριάδα και η ερημιά του τοπίου, οι άξεστοι και αγριωποί πολεμιστές τριγύρω μας, το βαθύ και απροσποίητο πένθος τους, οι χαμένες ελπίδες τους, οι ανησυχίες τους και τα βαριά προαισθήματα που διάβαζες σε κάθε πρόσωπο, όλα μαζί παρουσιάζανε την πιο επιβλητική εικόνα που έχω δει γύρω από τη σορό ενός μεγάλου άνδρα».
Ο Σπυρίδων Τρικούπης θα πει αυτά τα λόγια, μέσα στον επικήδειο που προσφώνησε: «Ο γλυκύτατος χαιρετισμός «Χριστός Ανέστη» έγινε άχαρις την ημέραν του Πάσχα εις τα χείλη του κάθε Έλληνος Χριστιανού, και απανταίνοντας ο ένας εις τον άλλον, πριν του ευχηθεί τες καλές εορτές, ερωτούσε «Πώς είναι ο μυλόρδος;» Και σήμερον, αλλοίμονον! Σήμερον ο πικρός τάφος καταπίνει και αυτόν και τες ελπίδες μας!»
Και θα απευθυνθεί ρητορικά στη κόρη του Μπάυρον, την Άντα, τη μετέπειτα Άντα Λάβλεϊς, που τότε ήταν μικρή μακρυά στο Λονδίνο, και που αργότερα θα γίνει κορυφαία μαθηματικός και η πρώτη προγραμματίστρια των κομπιούτερς: «Μάθε, ευγενεστάτη κόρη, μάθε ότι στρατηγοί τον εβάσταξαν εις τους ώμους τους, χιλιάδες Έλληνες στρατιώται εσκέπαζαν τα δεξιά και αριστερά μέρη του δρόμου, όθεν τον εδιάβαιναν, και τα στόματα των τουφεκιών, οπού εκατάφαγαν τόσους και τόσους τυράννους, ήσαν όλα γυρμένα κατά την γην, ωσάν να ήθελαν να πολεμήσουν την γην οπού τους άρπαξε τον ειλικρινή φίλο τους».
Κάποτε ο Λόρδος Βύρων, όπως λέει σήμερα τον Μπάυρον ο λαός, είχε πει: «Θέλω να πολεμήσω - τουλάχιστον με λόγια και αν ευτυχήσω και με έργα - όλους όσους καταπολεμούν τη σκέψη. Θα ξεσηκώσω, αν μπορέσω, και τις πέτρες ακόμα ενάντια στους τυράννους της γης». Με τη μεγάλη προσφορά του στην ελευθερία μας, απαντάει σήμερα στις καρδιές μας: «Έζησα και δεν έζησα μάταια».