ΑΠΟΨΕΙΣ
Τα μυστικά του νεσεσέρ της Παυλίνας Βοναπάρτη - Μποργκέζε
...ποτέ να μην σνομπάρουμε ακόμη και τα λιγότερο εμβληματικά εκθέματα μουσείων, να μην τα φωτογραφίζουμε χωρίς πινακίδα και να τη διαβάζουμε κιόλας. Ποτέ να μην φεύγουμε χωρίς το πολύτιμο νεσεσέρ μας για ταξίδι.
της Γεωργίας Καρβουνάκη
Η θερινή περίοδος ενδείκνυται όχι μόνον για θαλάσσια μπάνια, αποδεικτικά των οποίων γεμίζουν την αρχική σελίδα του αγαπημένου μας κοινωνικού δικτύου, αλλά και για εις βάθος έρευνα σε θεματάκια ελαφρά και εύπεπτα αλλά που συγχρόνως έχουν μια εσάνς από Ιστορία για να φαίνονται και λίγο πιο σοβαρά.
Η ταπεινή αρθρογράφος, παρακινούμενη από το φιλοπερίεργον του χαρακτήρος της, βλέποντας αυτό το αριστούργημα, στην πινακίδα του οποίου αναγράφονται ορισμένα σημαντικά και μη ονόματα, αρχίζει την έρευνα. Ευνοεί την περιέργεια η περίσσεια χρόνου λόγω αναγκαστικής καθήλωσης στο κρεβάτι του πόνου.
Βρήκα, λοιπόν, στο Εθνικό Μουσείο της Σκωτίας, στο Εδιμβούργο, ένα έκθεμα το οποίο ως γυναίκα πολύ με εντυπωσίασε και δεν είναι και καθόλου άσχετο με το καλοκαίρι, περίοδο κατά την οποία εκδράμουν οι κυρίες που κάνουν τα προαναφερθέντα θαλάσσια μπάνια. Ίσως και να μην το πρόσεχα, όμως, μέσα στον πλούτο των εκθεμάτων, αν δεν διέθετε και καθρέπτη, τον οποίο θέλησα να αξιοποιήσω για μια σέλφι, η κακή ποιότητα της οποίας οφείλεται στην εμμονή των μουσείων να κρύβουν τα -υπερφωτισμένα- εκθέματα πίσω από γυάλινες βιτρίνες! Τι μάστιγα κι αυτή!
Πρόκειται για ένα νεσεσέρ ταξιδίου, το οποίο κάθε κυρία εκδρομεύς που σέβεται τον εαυτό της πρέπει να έχει μαζί της, ακόμη και αν δεν πηγαίνει στην Κυανή Ακτή αλλά στον Τσούτσουρο Ηρακλείου, στην Κουρούτα Ηλείας ή στην Ασπροβάλτα Θεσσαλονίκης. Φιλοτεχνήθηκε το 1803 στο Παρίσι, από τον διάσημο Μαρτέν - Γκιγιώμ Μπιαινέ, που μέχρι το 1821 ήταν διορισμένος ως ο επίσημος χρυσοχόος του Ναπολέοντα Βοναπάρτη ενώ ο τάφος του στο νεκροταφείο Περ Λασέζ του Παρισιού δείχνει την κοινωνική θέση που κατείχε.
Το ξύλινο βαλιτσάκι είναι γεμάτο από αντικείμενα του -γυναικείου- πόθου, κατασκευασμένα από υλικά όπως το ελεφαντόδοντο, το επιχρυσωμένο ασήμι, το πολύτιμο ξύλο, βαλμένα σε τάξη μάλλον από κάποια καμαριέρα ή όπως αλλιώς ονομαζόταν οι κοπέλες που αποτελούσαν τη στρατιά που συνόδευε την υψηλή ιδιοκτήτριά του, που έφερε το διπλά βαρύ όνομα Παυλίνα Βοναπάρτη - Μποργκέζε και έτσι εξηγείται μερικώς το όνομα του δημιουργού του.
Η Πωλίν ήταν η δεύτερη από τις τρεις αδελφές του Μεγάλου Ναπολέοντα, οι οποίες ήταν ό,τι σημαντικότερο κληρονόμησε από την πενιχρή οικογενειακή περιουσία αφού τις χρησιμοποίησε σε στρατηγικές κινήσεις, για την καριέρα του, ρε γαμώτο. Η πρώτη, η Ελίζα, «κακόπεσε» με έναν Κορσικανό πολιτικό ευγενούς καταγωγής ενώ η τρίτη, η Καρολίν, παντρεύτηκε τον Ιωακείμ, μεγάλο δούκα και βασιλιά της Νάπολης, προσφέροντας μια καλή συμμαχία στον αδελφό της. Ανάλογα, βεβαίως, τακτοποιήθηκαν και οι πέντε αδελφοί του, στον καθένα από τους οποίους έδωσε και από ένα βασίλειο, ένα υπουργείο, μια θέση στη Γερουσία, κάτι για να έχουν να παίζουν, για να τους παρηγορήσει που μικρά δεν είχαν παιχνίδια. Σαν παραμύθι δεν είναι;
Η μοίρα το θέλησε η δεύτερη νησιωτοπούλα αδελφή, να δεθεί στο άρμα του αδελφού της και να ζήσει μια ζωή που το στενό περιβάλλον του νησιού δεν θα της επέτρεπε να τη ζήσει, σύμφωνα με τα ήθη της εποχής. Βεβαίως, τα ήθη ήταν δυο ταχυτήτων, μπορεί και περισσοτέρων, αναλόγως του ποιος ήταν ο καθένας και πού τον έστελνε η τύχη του να ζήσει. Μπορεί οι Μπουοναπάρτε να ήταν ευγενείς στην Κορσική αλλά έγιναν ευγενέστεροι όταν έφυγαν για τη Μασσαλία το 1793, με την Πωλίν στα δεκατρία της, ακριβώς δηλαδή στην κατάλληλη ηλικία για να ξετυλίξει τα ταλέντα της.
Πολύ νωρίς η ανήσυχη Πωλίν έπεσε στον έρωτα ενός υπασπιστή του αδελφού της -Βικτόρ Εμμανουέλ Λεκλέρ το όνομά του- και τον παντρεύτηκε. Η στρατιωτική καριέρα, όμως, του συζύγου της, που σύντομα έγινε και στρατηγός για λόγους που ευνόητα δεν μας τους παραδίδει η Ιστορία, απαιτούσε συχνή και μακρά απουσία και η πτωχή Πωλίν αισθάνθηκε παραμελημένη και γρήγορα βρήκε παρηγοριά στην αγκαλιά ενός ταλαντούχου (ή μπορεί και όχι) ηθοποιού. Ο γιος της Ντερμίντ που γεννήθηκε εκείνη την εποχή είχε, βεβαίως, πατέρα τον στρατηγό και όχι τον ηθοποιό, πράγμα απολύτως λογικό. Η νεαρά με τον πολυσχιδή ρόλο της μητέρας, της συζύγου, της ερωμένης και της αδελφής, συγχρόνως απέκτησε και αυτόν της μαθήτριας, αφού πήγαινε και στο σχολείο για να πάψει να είναι εντελώς αγράμματη, αναγνωρίζοντας έξυπνα ότι χωρίς έστω και τη στοιχειώδη μόρφωση δεν θα μπορούσε να ανέλθει κοινωνικά.
Η σχέση της Πωλίν με τον ηθοποιό δεν συνέφερε πολιτικά τον αδελφό της, οπότε εκείνος μετέθεσε τον σύζυγο οικογενειακώς στον μακρινό Άγιο Δομίνικο απ’ όπου ο κίτρινος πυρετός την έκανε να επιστρέψει ως χήρα στρατηγού στο Παρίσι. Με την ανυστερόβουλη βοήθεια ενός καρδιναλίου γνώρισε τον Καμίλο Μποργκέζε, επιφανές μέλος του γνωστού ιταλικού Οίκου και, εντελώς συμπτωματικά, τον γάμο της μαζί του ενέκριναν και ο Ναπολέων και ο Πάπας Πίος Ζ’ και οι ευγενείς της εποχής και ο ίδιος ο Καμίλο που υπέκυψε στα κάλλη της και την ήθελε, όπως αποδεικνύεται στη συνέχεια, -μόνο- για τη συλλογή έργων τέχνης της φαμίλια Μποργκέζε. Ο Ναπολέων αναβαθμίστηκε κοινωνικά ενώ ξεκίνησε μια νέα λαμπρή καριέρα για την όμορφη Πωλίν.
Δυο γεγονότα, όμως, τη σημάδεψαν: ο αιφνίδιος θάνατος του γιου της και η ψύχρανση των σχέσεων με τον σύζυγό της λόγω της σεξουαλικής του ανεπάρκειας. Παρά τις συμφορές που την έπληξαν μάζεψε τα κομμάτια της και συνήψε φλογερή σχέση με τον κόμη Λουί Νικολά Φιλίπ ντε Φορμπέν, σύμβουλο του Ιππότη πλέον συζύγου της και, συγχρόνως, με τον νεαρό συνθέτη Φελίξ Μπλεγκινί για να έχει εναλλακτική σε περίπτωση που κάτι δεν πήγαινε καλά, διότι ποτέ δεν ξέρεις και η ζωή την είχε διδάξει να μην αφήνει τίποτα στην τύχη. Το πήγε κι ένα βήμα παραπέρα όταν προσέθεσε στην παρέα και τον Ζυλ ντε Κανουβίλ, για τον οποίο μεσολάβησε να πάρει τον βαθμό του συνταγματάρχη. Ε, τότε, ο Μέγας Αδελφός της δεν άντεξε: έστειλε τον αναβαθμισμένο Ζυλ στο ρωσικό μέτωπο όπου και σκοτώθηκε ηρωικά και αναβάθμισε εντελώς αξιοκρατικά τον σύζυγο Μποργκέζε σε γενικό διοικητή του Πιεμόντε, όπου αναγκαστικά τον ακολούθησε και η Πωλίν για να μην διαλυθεί ο γάμος αλλά, δυστυχώς γι αυτήν, διαλύθηκε το υπόλοιπο παρεάκι.
Ζωηρή
Μπορεί η κοπέλα να ήταν ζωηρή αλλά έγινε ένα από τα ωραιότερα «κομμάτια» της περίφημης συλλογής Μποργκέζε, που γέμιζαν την εξίσου περίφημη βίλα στο κέντρο της Ρώμης. Ο Ιταλός γλύπτης Αντόνιο Κανόβα, ο διασημότερος εκπρόσωπος του νεοκλασικισμού στη γλυπτική,
γνωστός για τον αισθησιασμό που αποπνέουν τα έργα του, απαθανάτισε την -25χρονη τότε- Παυλίνα Βοναπάρτη - Μποργκέζε ημίγυμνη σε πόζα Αφροδίτης, σε ένα από τα πιο φημισμένα έργα του. Η «Αφροδίτη Νικήτρια» υμνούσε την ομορφιά του μοντέλου της αλλά και το μεγαλείο του ονόματος Βοναπάρτη. Το άγαλμα φωτιζόταν από αναμμένα κεριά γιατί έτσι έδειχνε ακόμη πιο πολύ την ομορφιά του και τις καμπύλες της θεάς ενώ σαν αληθινά μοιάζουν τα μαξιλάρια και το στρώμα πάνω στα οποία είναι ξαπλωμένη. Όταν πρωτοπαρουσιάστηκε, στις αρχές του 19ου αιώνα, κάποιος έγραψε ότι «οι ξένοι, παρακινημένοι από την περιέργεια, αθρόα συνέρρεαν να τη δουν». Η αλήθεια είναι ότι, ενώ ο γλύπτης το φιλοτέχνησε βασικά για δική του τέρψη και το κλείδωσε μετά από το σκάνδαλο ηθικής που ξέσπασε, όταν απουσίαζε εκείνος το υπηρετικό προσωπικό άνοιγε τις πόρτες και έκοβε εισιτήρια για το φιλότεχνο κοινό. Τώρα που τα ήθη χαλάρωσαν το έργο βρίσκεται σε μόνιμη θέση, στην πινακοθήκη Μποργκέζε και είναι κεντρικό έκθεμα.
Όλως τυχαίως, εκείνη την εποχή που μεσουρανούσε η Αφροδίτη - Παυλίνα, ο αδελφός της έβαλε στο μάτι την αρχαιολογική συλλογή των Μποργκέζε, οι οποίοι εντελώς αυθόρμητα του την πώλησαν αντί πινακίου φακής και τώρα τα γλυπτά της αποτελούν ένα από τα πιο πολύτιμα σύνολα εκθεμάτων του μουσείου του Λούβρου.
Από τη Ρώμη, λοιπόν, πώς βρέθηκε το βαλιτσάκι με τα είδη προσωπικής φροντίδας της Παυλίνας στο Εδιμβούργο; Η επεξηγηματική πινακίδα μας πληροφορεί ότι η ιδιοκτήτριά του το κληροδότησε το 1825, έτος του θανάτου της στα 45 της χρόνια από καρκίνο της μήτρας, στον Αλεξάντερ Ντάγκλας 10ο δούκα του Χάμιλτον, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για όσα προσέφερε στην οικογένεια Βοναπάρτη τα περασμένα οκτώ χρόνια. Δεν είναι προσωπική ήττα της αρθρογράφου η μη αναφορά σε αυτά τα οκτώ χρόνια λόγω έλλειψης στοιχείων αλλά, επειδή πρόκειται περί γεγονότων ιστορικά σοβαρών, δεν θα ήθελα να βαρύνω το κείμενο αυτό. Αρκεί, όμως, να αναφερθεί ότι ο Δούκας αυτός ήταν που το 1812, πολύ πριν τα «οκτώ τελευταία χρόνια», ανέθεσε στον μεγάλο ζωγράφο της εποχής Ζακ Λουί Νταβίντ να φιλοτεχνήσει τον πίνακα του Αυτοκράτορα Ναπολέοντα εμπρός από το γραφείο του στην Τουιλερί.
Επιβάλλεται μια σύντομη αναφορά στην προσωπικότητα του 10ου δούκα του Χάμιλτον ως πιο ταιριαστή με το όλον. Ο Αλεξάντερ Ντάγκλας Χάμιλτον, λοιπόν, έκανε μεγάλη καριέρα στην αγγλική πολιτική και κατείχε τον επίζηλο τίτλο του Lord High Stewart τόσο στη στέψη του Βασιλιά Γουλιέλμου Δ’, το 1831, όσο και της βασίλισσας Βικτωρίας, το 1838, και ήταν ο μοναδικός ευγενής στην ιστορία που είχε τον τίτλο αυτό δυο φορές. Να, κάτι τέτοιους φίλους είχε η μικρή Πωλίν και πήγε μπροστά. Συγχρόνως ο Χάμιλτον ήταν και γνωστός δανδής της εποχής του και δεν είναι παράξενο το γιατί η εκλιπούσα του άφησε στη διαθήκη της αυτό το κομψοτέχνημα. Κατά τη θητεία του στη Σκωτία το πήρε μαζί του και, ίσως, έτσι εξηγείται η παρουσία του νεσεσέρ στο Εθνικό Μουσείο της χώρας, στο Εδιμβούργο.
Παράλληλα, ο Δούκας ήταν βαθιά εντυπωσιασμένος από τις προσφάτως ανακαλυφθείσες μούμιες της Αιγύπτου και άφησε εντολή να ταριχευθεί και ο ίδιος μετά θάνατον και να τοποθετηθεί η μούμια του σε μια σαρκοφάγο της πτολεμαϊκής περιόδου, την οποία αγόρασε δολίως το 1836 -ενώ κατείχε το προαναφερθέν ζηλευτό αξίωμα- στο Παρίσι, τάχα για το Βρετανικό Μουσείο αλλά, βασικά, την ήθελε για τον εαυτό του. Επειδή δεν μπορούσε να αποφασίσει, μάλιστα, αγόρασε και δεύτερη, γρανιτένια σαρκοφάγο, που ανήκε σε αρχαίο Αιγύπτιο ευγενή, που βρίσκεται τώρα στο μουσείο Κέλβινγκροουβ της Γλασκώβης, όπου την ανακάλυψε η δαιμονία αρθρογράφος, δίπλα σε άλλες ομοειδείς αλλά λιγότερο χλιδάτες και γεμάτες ταριχευμένους αρχαίους Αιγυπτίους.
Ο Δούκας είχε φάει τέτοιο κόλλημα με την υστεροφημία του που έβαλε να χτίσουν ένα τεράστιο μαυσωλείο-παλατάκι για τον ίδιο και την οικογένεια Χάμιλτον αλλά μια καθίζηση, το 1921, έγινε αιτία να κατεδαφιστεί το παλάτι και άρον άρον να μεταφερθούν άπαντες οι νεκροί στο κοινό νεκροταφείο της περιοχής, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα και ο Δούκας ταριχευμένος μέσα στη σαρκοφάγο που αγόρασε για το Βρετανικό Μουσείο.
Επίλογος
Η Παυλίνα Βοναπάρτη - Μποργκέζε, παρά τη σύντομη αλλά πολυτάραχη ζωή της δεν έσυρε κανένα καράβι κυριολεκτικά, καθώς δεν προκύπτει ιστορικά κάτι τέτοιο. Το μόνο, ίσως, καράβι που έσυρε ήταν αυτό που τη μετέφερε στον Άγιο Δομίνικο παντρεμένη και τη γύρισε πίσω χήρα. Μέσα από τις ροζ ιστορίες του βίου της περνούν πρόσωπα και καταστάσεις που σηματοδότησαν μια ολόκληρη εποχή στην ευρωπαϊκή ιστορία και αφορμή να κάνουμε μια επανάληψη μας έδωσε το νεσεσέρ της, που με τυχαίο και καθόλου επιστημονικό τρόπο ανακαλύψαμε σ’ ένα μουσείο.
Ηθικόν δίδαγμα: ποτέ να μην σνομπάρουμε ακόμη και τα λιγότερο εμβληματικά εκθέματα μουσείων, να μην τα φωτογραφίζουμε χωρίς πινακίδα και να τη διαβάζουμε κιόλας. Ποτέ να μην φεύγουμε χωρίς το πολύτιμο νεσεσέρ μας για ταξίδι. Μάλιστα, να φροντίζουμε και να το κληροδοτούμε όταν έρθει η μαύρη ώρα στο κατάλληλο άτομο για να έχει την τύχη να αναδειχθεί το φύρδην μίγδην περιεχόμενό του, διότι εμείς δεν διαθέτουμε και στρατιά από καμαριέρες να μας το τακτοποιούν. Άλλωστε, είναι μια καλή ευκαιρία να αναδείξουμε τη διαφορά ανάμεσα σε μια Παυλίνα του 18ου-19ου αιώνα και σε μια άλλη του 21ου. Χαμένοι πήγαν οι αγώνες της πρώτης να μας βάλει μυαλό, πλην ελαχίστων λαμπρών εξαιρέσεων, κάποιων γυναικών που συντηρούν την παγκόσμια βιομηχανία εκλεκτών ειδών χλιδής με διάφορους τρόπους. Ίσως να ήταν εκείνες που κάποτε έκοψαν ένα μετάλλιο με τη μορφή της.