ΑΠΟΨΕΙΣ

Συνταγματική λύση στο πρόβλημα της «ομηρείας» των συμβασιούχων

Συγκεκριμένες προτάσεις για τη στήριξη των εργαζομένων και την ενίσχυση των νομικών τους όπλων, στον διαρκή κι επίπονο αγώνα που καταβάλλουν για δικαίωση

Συνταγματική λύση στο πρόβλημα της «ομηρείας» των συμβασιούχων

Ζαχαρία Εμμ. Δοξαστάκη*

 

Το πρόβλημα των «συμβασιούχων», εργαζομένων που απασχολούνται στο δημόσιο, την τοπική αυτοδιοίκηση (Περιφέρειες και Δήμοι) με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή με συμβάσεις έργου, οι οποίοι από το αντικείμενο της απασχόλησής τους και τις συνεχείς ανανεώσεις τους, στην ουσία καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ταλαιπωρεί εδώ και πολλά χρόνια όχι μόνο τους άμεσα ενδιαφερόμενους( εργαζόμενους) και τα κρατικά όργανα, αλλά και τα αρμόδια δικαστήρια.

Την Παρασκευή 24 Μαρτίου 2023 το Μονομελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου, επί αιτήσεων προσωρινής δικαστικής προστασίας που έχουν ασκηθεί, από εργαζόμενους, αρνήθηκε να ικανοποιήσει για μια ακόμη φορά νέο αίτημα των αιτούντων αναβολής συζήτησής τους και προχώρησε στην εξέτασή τους.

Η εξέλιξη αυτή δημιουργεί μεγάλη και εύλογη αναστάτωση και ανησυχία στους εργαζόμενους και μπορεί να οδηγήσει σε απευκτέα κατάληξη απομάκρυνσης των εργαζομένων. Η απομάκρυνση όλων αυτών των εργαζομένων, που ο αριθμός τους μόνο στην Κρήτη ξεπερνά τα χίλια άτομα, θα οδηγήσει στη μη εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών των Δήμων και της Περιφέρειας, γιατί είναι κοινός τόπος η υποστελέχωση των υπηρεσιών τους με μόνιμο προσωπικό . Η παραμονή τους εξυπηρετεί το δημόσιο τοπικό  συμφέρον και διασφαλίζει την αποτελεσματική εξυπηρέτηση των πολιτών.

Για τη στήριξη των εργαζομένων και την ενίσχυση των νομικών τους όπλων , στο διαρκή και επίπονο αγώνα που καταβάλλουν για δικαίωση, καταθέτω συγκεκριμένες προτάσεις , οι οποίες μπορούν να εμπλουτίσουν την υπερασπιστική τους γραμμή.

Δεν προκύπτει από το Σύνταγμα και τη βούληση του αναθεωρητικού νομοθέτη(2001) πρόθεση να κινηθεί αντίθετα προς τις εγγυήσεις και τις ευαισθησίες του κράτους δικαίου, βασικό συστατικό του οποίου είναι το δικαίωμα δικαστικής προστασίας ή αντίθετα προς τις εγγυήσεις του κοινωνικού κράτους, βασικό στοιχείο του οποίου είναι η ύπαρξη και η εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας.

Η ισχύουσα νομοθεσία , τελικά, αναθέτει στο δικαστή τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό μιας εργασιακής σχέσης, που ενώ οι συμβαλλόμενοι δεν την εμφανίζουν ως σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, αλλά σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου ή σύμβαση έργου είναι κατ’ουσία και κατά τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. 

Ο χαρακτηρισμός των συμβάσεων , ως ορισμένου χρόνου δεν αποτυπώνει την πραγματική φύση της εργασιακής σχέσης, η οποία είναι αορίστου χρόνου. Οι ενάγοντες εργαζόμενοι απασχολούνται σε κρίσιμες υπηρεσίες των οποίων η δραστηριότητα δεν εξαντλείται σε συγκεκριμένη χρονική διάρκεια, αλλά γίνεται συνεχώς και δεν περατώνεται στα χρονικά όρια μιας εργασιακής σύμβασης, κατ’ευφημισμό « ορισμένου χρόνου».

Ερμηνευτικά από τη διάταξη του εδαφ. γ’ της παρ.8 του άρθρου 103 του Συντάγματος προκύπτει ότι αυτή  απαγορεύει από το νόμο τη μονιμοποίηση του προσωπικού που αναφέρει το εδαφ.α της ίδιας διάταξης και την από το νόμο μετατροπή των συμβάσεών τους σε αορίστου χρόνου.Αντίθετα δεν απαγορεύει τη δικαστική αναγνώριση, δηλαδή τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων ορισμένου χρόνου με δικαστική απόφαση ή μετά από σχετική διοικητική διαδικασία υπό τον έλεγχο του ΑΣΕΠ. Μάλιστα είναι σαφές ότι κατά τη συζήτηση των αναθεωρητέων διατάξεων στη Ζ’ Αναθεωρητική Βουλή με ρητό και σαφή τρόπο διατυπώθηκε η ερμηνευτικού περιεχομένου δήλωση ότι το εδάφιο γ’ της παρ. 8 του άρθρου 103 δεν αποκλείει τη μετατροπή σε σχέσεις δημοσίου δικαίου των συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, δηλαδή την τακτοποίηση των εργαζομένων αυτών σε θέσεις μονίμων δημοσίων υπαλλήλων.

Είναι βάσιμη η επίκληση των άρθρων 281 και 671 του Αστκού Κώδικα για κατάχρηση δικαιώματος από την πλευρά του εργοδότη και σιωπηρή ανανέωση των συμβάσεων.

Η Οδηγία 1999/70/ΕΚ εμπεριέχει ρήτρα η οποία απαγορεύει την κατάχρηση διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, η οποία ενσωματώθηκε στο εσωτερικό δίκαιο με τις διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 3 του Ν 2112/20, οι οποίες αποκτούν ισχύ κοινοτικού δικαίου  και υπερισχύουν πάσης αντιθέτου διατάξεως της εθνικής νομοθεσίας. Το Σύνταγμα δεν απαγορεύει τη μετατροπή των αλλεπάλληλων συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου.

Εν κατακλείδι η ισχύουσα νομοθεσία παρέχει στον εργαζόμενο τη δυνατότητα να διεκδικήσει την αναγνώριση της σύμβασης που τον  συνδέει με τον εργοδότη ως σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου. Αυτό ισχύει μάλιστα κατά μείζονα λόγο όταν η αναγνώριση αυτή ( που δεν είναι μετατροπή, αλλά ορθός νομικός χαρακτηρισμός της έννομης σχέσης) δεν επέρχεται από το νόμο , αλλά μέσα από δικαστική διαδικασία ή μέσα από διοικητική διαδικασία υπό τον έλεγχο του ΑΣΕΠ.

Κατά την άποψη μου η δικαιοσύνη , μέχρι και σήμερα συνέδραμε στην παραμονή των συμβασιούχων. Πλέον τη λύση στο πρόβλημα αυτό οφείλει να δώσει η Πολιτεία στηριζόμενη στις παραπάνω μνημονευθείσες  διατάξεις του Συντάγματος.

 

*Περιφερειακός Σύμβουλος Κρήτης, Πρόεδρος της Ένωσης Δημάρχων Κρήτης


 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση