ΑΠΟΨΕΙΣ
Στον αθέατο θρήνο του Μαρτινένγκο
...ένα ταπεινό ανάθημα πρώτα για τη μνήμη του Καζαντζάκη και του έτους Καζαντζάκη
Του ΚΩΣΤΗ Ε. ΜΑΥΡΙΚΑΚΗ (*)
Κάτι μεγάλο τον έκαιγε μέσα του, σαν μια άσβεστη πυρά. Τα δύο τελευταία χρόνια, περνούσε τον περισσότερο καιρό του, ανασκαλεύοντας στην παλιά βιβλιοθήκη του μοναστηριού πίσω από τα πελώρια δρύινα κρασοβάρελα στα παλιά θολωτά βενετσιάνικα κελάρια, σκυμμένος πάνω από τριμμένους και ξεφτισμένους τόμους βιβλίων που σαν τους ανοιγόκλεινες έβγαινε μέσα από τις σελίδες τους σε μικρά ανεφυσίδια, η σκόνη του χρόνου και της μνήμης. Τούτη ήτανε η κρυφή βιβλιοθήκη του μοναστηριού, που είχε ξεχαστεί εκεί, από τότε που ο φόβος του Τούρκου οδήγησε τους παλιότερους μοναχούς να κρύψουν στα κελάρια τα σπάνια βιβλία του. Όταν τους ανακάλυψε, δεν πίστευε στα μάτια του, και νόμιζε ότι αυτό που έβλεπε ήτανε ένα όνειρο ψηλαφητό, σαν ένα άγνωστο μπαούλο με σεντούκια που εμφανίστηκε ως θεία δωρεά μπροστά του. Πίσω από το βορεινό πελώριο μπεντένι που ορθώνονταν με τις αγέρωχες πρόζες της φρουριακής αρχιτεκτονικής, πνιγμένο με σκαρφαλωμένα βάτα και κισσούς, το μοναστήρι κλείνονταν από τον έξω κόσμο και βίγλιζε από ψηλά τους αλαργινούς ορίζοντες, ίσαμε το Μεγάλο Κάστρο και το κρητικό πέλαγος.
Ο εικοσάχρονος μοναχός Πελάγιος, - αυτό το καλογερικό όνομα διάλεξε - όταν αποφάσισε να αποχαιρετήσει τον κόσμο και να προσχωρήσει στη μοναχική κουρά αφήνοντας πίσω του τα φτενόσαρκα χώματα του βορεινού Μιραμπέλλου που πρωτοείδε τον κόσμο, αφιέρωνε από τότε που έφτασε στο φημισμένο μοναστήρι στα αλαργινά νοτικά του Χάνδακα, πολύ περισσότερο χρόνο στα ιστορικά παρά στα θεολογικά βιβλία. Σε σημείο να αναταραχίζει τον ηγούμενο, που συχνά πυκνά, με ευγενικές γκριμάτσες τον επιτιμούσε. Του σούφρωνε τα δασωμένα του φρύδια, αλλά μέχρι εκεί. Ήτανε πάμπολλοι οι τόμοι που λαγοκοιμόντανε χρόνια τώρα, στα κοιλιασμένα ράφια, οι περισσότεροι τυπωμένοι στα ελληνικά τυπογραφεία της Βενετίας και της Πόλης. Σπάνια συγγράμματα από την πατρολογία, τη φιλολογία των Πατέρων και των εκκλησιαστικών συγγραφέων. Τι από τη σοφία του Αγαπίου μοναχού του Κρητός θες, τι από το Γεράσιμο Βλάχο, τι από το Μελέτιο Πηγά, τι από επιστολές Γρηγορίου επισκόπου Νύσσης, τι από επιστολές του Ιωάννου Χρυσοστόμου επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, τι από ομιλίες Γρηγορίου Παλαμά, τι από Διόδωρο το Σικελιώτη τον ιστορικό...
Είχε ακόμη κι άλλα πολλά, κυρίως ιστορικά λατινικά βιβλία. Πολλά και σπάνια, από τη μεγάλη εποποιία της πολιορκίας του Μεγάλου Κάστρου από τους Οθωμανούς τα τρία τελευταία χρόνια του, και ένα παλιό διπλωμένο στα τέσσερα χάρτη, που απεικόνιζε τις φονικές μάχες και τις οχυρές θέσεις των Οθωμανών πολιορκητών και των πολιορκούμενων έξω και πάνω στα τείχη της πολιτείας. Είχε σχεδιαστεί κατά παραγγελία του πρεσβευτή της Βενετίας στη Ρώμη Αντώνιο Γκριμάνι για να ενημερώσει τον πάπα Κλήμη να οργανώσει τα εκστρατευτικά φουσάτα της Δύσης και να σώσει το Χάνδακα από την ισλαμική μανία. Έτσι έγραφε ο χάρτης, άγνωστο πως βρέθηκε εκεί. Είχε ακόμη και καμιά δεκαριά βιβλία, από το δεύτερο τέταρτο του περασμένου αιώνα του μεγάλου κρητικού τέκνου, του Καζαντζάκη αλλά με διαφορετικό εξώφυλλο παραλλαγής, που σε τίποτα δεν πρόδιδε για το συγγραφέα και το περιεχόμενο του βιβλίου. Κατάλαβε και χαμογέλασε όταν τα πρωτοείδε ο καλόγερος. «Πίστη θα πει, να κάνεις αντίσταση…» μονολόγησε. «Αντίσταση σε όλους και σε όλα τα «δήθεν».
Διάβαζε, διάβαζε καθημερινά ώρες ατέλειωτες ο μοναχός κυρίως τα βιβλία του Καζαντζάκη που τόσο έβλεπε να τον ακουμπάνε. Έγραφε αυτά που ήθελε να ‘λεγε κι εκείνος. Αλλά και τα ελληνικά και λατινικά ιστορικά, που αφορούσανε την κοσμοϊστορική πολιορκία του Χάνδακα, το Μεγάλο Κρητικό Πόλεμο. Διάβαζε τόσο πολύ, σε βαθμό που άφηνε λειψές τις καλογερικές και θρησκευτικές του υποχρεώσεις, έτσι που ο ηγούμενος δεν τον άντεχε πια, και για να τον αποσπάσει από αυτές τις υπερβολές, του έβρισκε και του ανέθετε εξωτερικές δουλειές του μοναστηριού. Διάλεξε να τον στέλνει κυρίως στο Χάνδακα.
-«Λοιπόν, Πελάγιε, την άλλη βδομάδα θα πας στο Μεγάλο Κάστρο να κανονίσεις την αλληλογραφία με την αρχιεπισκοπή και να δώσεις γραφή στους συμμισάτορες των αμπελιών και τους φαμεγικούς των ελαιώνων του μοναστηριού».
Άλλο που δεν ήθελε ο νεαρός καλόγερος! Με την ευκαιρία των δουλειών του μοναστηριού, θα έβρισκε χρόνο να τελέσει και μια άλλη του υποχρέωση. Έτσι την πίστευε μέσα του. Σκόπευε να περνούσε κι από τον νοτικό προμαχώνα του Μαρτινένγκο εκεί που είχε ακούσει ότι αναπαύεται εκείνος που τον συγκλόνιζαν από μικρό οι γραφές του, αλλά και για να δει όλα όσα διάβαζε στις περιγραφές των ιστορικών συγγραμμάτων για την πολιορκία του Χάνδακα και έβλεπε στις παλιές βενετσιάνικες γκραβούρες. Ανατρίχιαζε και μόνο στη σκέψη αυτής της επίσκεψης - προσκυνήματος. Φυσικά το σχέδιό του, το ‘χε επτασφράγιστο μυστικό. Κουβέντα στον ηγούμενο…
Δεν έβλεπε τις μέρες να περνάνε, και όσο πλησίαζαν μέτραγε και τις ώρες από την ανυπομονησία του. Την προηγούμενη, δεν έκλεισε μάτι μέχρι να ξημερώσει. Με τον τρίχινο ντορβά στον ώμο εφοδιασμένο με την εκκλησιαστική χαρτούρα που θα πήγαινε στην αρχιεπισκοπή, την «Ασκητική» του συγγραφέα αναμεσός σ’ ένα κομμάτι κριθαλοκουλούρα, κρεμμύδι και ελιές, και ένα μικρό κρασόφλασκο με δυο κρασοπότηρα, έκλεινε πίσω του τη μεγάλη καστρόπορτα του μοναστηριού που τα αλάδωτα μάσκουλά της τον ξεπροβοδίζανε με το αργόσυρτο ξελαρύγγισμά τους…
Αρχή της άνοιξης ήτανε, κι οι ασπαλάθοι δειλά δειλά ξεπουλιούσανε. Ξεπλαντούσανε από τα κουκούλια τους και κελαρύζανε με τα κατακίτρινα φυλλαράκια τους στη μέρα και στο φως. Κάτι τον τζούγκρισε στο νου περνώντας αναμεσός τους στο μονοπάτι, καθώς πλησίαζε στο βούργο, έξω από την Πολιτεία. Κοντοστάθηκε σ’ έναν, τον πιο ξεφουντωμένο. Τον κοίταζε επίμονα, και αινιγματικά. Χαμογέλασε χαϊδεύοντας το αραιό του γενάκι. Κάτι πέρασε από το μυαλό του. Κι άπλωσε το χέρι του, για να στρουφολαιμιάσει κι ας τον τρύπησε, αυτή τη θαρραλέα ολάνθιστη και μυρωδιαστή φούντα.
-«Αυτό είναι»! μονολόγησε. «Έτσι είναι και τα γραφτά του! Τσιμπάει η πένα του, αλλά μοσχοβολάει! Αυτό θα του προσφέρω! Αυτό του ταιριάζει! Να δεις που θα χαμογελάσει και θα χαρεί κι εκείνος κι αγκαλιασμένοι θα το γιορτάσουμε απάνω στο μνήμα»!
Τρεχαπετάμενος μπήκε μέσα στα τείχη του Μεγάλου Κάστρου και περπατούσε με μεγάλες δρασκελιές, σαν αερικό μιας άλλης εποχής στους δρόμους της πολιτείας. Ανάμεσα στην ανωνυμία, την αχρωμία και την ασχήμια που φέρανε τα χρόνια στους τόπους και οι καιροί στους ανθρώπους. Σήκωνε που και που τα μάτια του, όχι για να δει την ασχήμια γύρω του, αλλά μπας και δει κάτι από το χτες των βιβλίων και των χαρτών που μελετούσε. Όμως μάταια. Τα ονόματα είχαν χαθεί στον πάτο των καιρών, και όσους και να ρώτησε, που τον κοιτάζανε σαν αξιοθέατο από άλλο κόσμο, δεν ξέρανε που έπεφτε ούτε η Πλατιά Στράτα ούτε η Ρούγα Μαΐστρα, ούτε η πύλη του Βολτόνε, ούτε η Παναγία των Αγγέλων για ν’ άναβε τουλάχιστον ένα κερί.
Κι έτσι, καθώς μπάτερνε το μεσημέρι και είχε τελέψει τις δουλειές του μοναστηριού, πήρε ρωτώντας τη στράτα να προσκυνήσει στο τάμα του. Το ‘χε στο μυαλό του συνέχεια. Περίεργα, ακατανόητα συναισθήματα τον κυρίευαν όσο πλησίαζε στον επιπρομαχώνα του Μαρτινένγο καθώς πήρε ν’ ανηφορίζει το δρόμο που ανέβαζε στον τύμβο.
-«Ανεβαίνω, όλο ανεβαίνω…», σκέφτηκε. «Ακόμη και νεκρός για να τον δεις πρέπει να ανέβεις! Ν’ ανέβεις ψηλά! Ποτέ δεν κατέβηκε αυτός στον Άδη!» σκεφτότανε καθώς πλησίαζε. Ήτανε μοναδική τούτη η στιγμή, καθώς ένας ορθόδοξος ιερωμένος ανέβαινε αυθόρμητα και χωρίς προφυλάξεις για να προσκυνήσει έναν παρεξηγημένο από τα κατεστημένα ράσα της θρησκείας του, κρητικό και παγκόσμιο συγγραφέα. Να ξετελέψει ένα βαρύ τάμα που είχε. Κοντοστάθηκε μόλις ανέβηκε στο πλατό του ημιπρομαχώνα και πριν ασπαστεί τον τάφο, έκανε ένα γύρο στην περίμετρό του, αγναντεύοντας τριγύρω. Κοίταζε απορημένος την αιχμή του κύριου προμαχώνα. Την εξωτερική τάφρο του φρουρίου, το μεγάλο και τους μικρούς ναούς του αστραγάλου που βεβήλωναν το σύνολο της πλατείας του καρδιόσχημου οχυρού, εκεί που πριν από τρεισήμισι αιώνες χύθηκαν ποταμοί αίματος, και τα τσιμεντένια θηρία, τις πολυκατοικίες, που πνίξανε τις οχυρώσεις και την πόλη.
-«Αυτό που δεν καταφέρανε να κάνουνε οι Οθωμανοί, το κάνανε οι Ρωμιοί…» μονολόγησε. «Άραγε τι να εξακολουθεί να βιγλίζει, να ξορίζει και να ξορκίζει πια, σήμερα από εδώ ψηλά ο Δάσκαλος αφού, όλα έχουνε ξεπέσει σε τούτο τον κόσμο, όλα έχουνε αλωθεί σε τούτη την πόλη»; συνέχισε να σκέφτεται προβληματισμένος ο καλόγερος, ατενίζοντας βουρκωμένος ολόγυρα τη θρυλική πολιτεία των αλλοτινών καιρών, που η σημερινή της ασχήμια την έκανε αγνώριστη. Όσο κι αν προσπάθησε, δεν κατόρθωσε να συγκρατήσει ένα δάκρυ που του ξέφυγε. Σταμάτησε να ατενίζει ολόγυρα κι έστρεψε τη ματιά του στον τάφο με το λιτό ξύλινο σταυρό και τις μαύρες ταιριαστές σιδερόπετρες. Αφαίρεσε από την κεφαλή του τον καλογερόκουκο, γονάτισε ευλαβικά και τον ασπάστηκε τρεις φορές σκύβοντας σα να ‘κανε μετάνοιες. Έβγαλε από τον τριχοντορβά την ανθισμένη ασπαλαθόφουντα και την απίθωσε με σεβασμό πλάι στην πλάκα με την επιγραφή, έτσι όπως απίθωνε τ’ Άγια Μυστήρια ο ηγούμενος στην Αγία Τράπεζα του μοναστηριού…
-«Δάσκαλε και νεκρός τσιμπούνε τα λόγια σου. Σαν τα καρφιά που σταυρώσανε την Αλήθεια! Μα ‘ναι μυρωδάτα, σαν το λιβάνι, τ’ Αγιορείτικο, του μοναστηριού μας και σαν τ’ άρωμα της βροχής στη Γαλιλαία. Στο τέλος Σου, βρίσκεται και θα βρίσκεται η αρχή Σου. Καλώς σε βρήκα Δάσκαλε! Χρόνια σε ξέρω, χρόνια σου στρώνω και κοιμάσαι στην ψυχοκόνακό μου. Μα να, κι εγώ όπως κι εσύ τίποτα δεν πιστεύω πια, τίποτα δεν ελπίζω. Λεύτεροι είμαστε κι οι δυο, κι ας είμαστε κλεισμένοι μέσα σε μπεντένια…»! Τούτα τα λόγια μονολογούσε κι έβγαζε από το ντορβά τα δυο κρασοπότηρα και το φλασκί με τη βαθυπόρφυρη μαλβαζία του μοναστηριού, την κριθαλοκολούρα, το κρεμμύδι και τις ελιές κι άπλωσε την ξομπλιαστή υφαντή πετσέτα απάνω στις μαύρες σιδερόπετρες που πλακώνανε το Δάσκαλο, σα να τον σφιχτομανταλώνανε στην κρητική γη, για να μην της τον πάρουνε.
-«Δάσκαλε, σου ‘φερα το αίμα της κρητικής γης, να πιεις να στανιάρουνε τα κόκαλά σου και το πνέμα σου. Να παίρνεις δύναμη και να αρπάζεις που και που το βούρδουλα και να διαγουμίζεις τ’ άδικο και τους θεατρίνους από τον κόσμο. Όλους εκεινουσάς που τον ασκημίζουνε. Και τσι καπεταναίους ετούτης δω τσι πολιτείας που δε σε σεβαστήκανε κι ήρθανε και βεβηλώσανε με την ασχήμια τους αυτούς τους ιερούς προμαχώνες. Σ’ όλη σου τη ζωή αντιπάλεψες την ύλη με το πνέμα, το φθαρτό με το άφθαρτο, το πρόσκαιρο με το αιώνιο. Μα και ποθαμένο ετούτος ο ατέλειωτος πόλεμος θωρώ πως σε κυνηγά. Ήρθανε βάρβαροι, και Ούννοι σε τούτα τα χώματα, - θωρούνε ντο τα μάθια μου μαθές Δάσκαλε,- και φυτέψανε δίπλα σου, ακαλαίσθητους ναούς για να γυμνάζεται η σάρκα, εκεί μπροστά – μπροστά, στην αιχμή και στην εμπροσθοφυλακή του ιερού τούτου προμαχώνα, και παραπίσω το μνήμα σου, σαν να θέλουνε να πούνε ότι ο αστράγαλος προέχει στο σύμπαν και το πνέμα ακολουθεί! Αίσχος και εξευτελισμός Δάσκαλε, για το ναυάγιο, την παρακμή και τον ξεπεσμό του Μεγάλου Κάστρου. Θα μηνύσω τ΄ Αϊ Μηνά, να σου σελώσει τ’ άλογο και να πάρετε μαζί σβάρνα με το βούρδουλα τσι ρούγες τσι Πολιτείας. Μα πρώτα να περάσετε από τη Λέσχη των Ευγενών της, να βρείτε τσι Καπεταναίους και τσι προύχοντές της»…
Έλεγε κι άλλα πολλά ο Πελάγιος, ώσπου άνοιξε την Ασκητική κι άρχισε να διαβάζει όχι ψαλτά, αλλά να απαγγέλει μελωδικά και έμμετρα, κι ας μην είναι έτσι γραμμένο, μ’ ένα δικό του ιδιόμελο τρόπο το έργο του, και που και που, έπινε μια γουλιά μαλβαζία. Κι από το άλλο ποτήρι, έχυνε το μερτικό του Δασκάλου αναμεσός στους χορταρισμένους αρμούς του μνήματος, για να το γροικήσουνε τα κόκαλά του, και να (ξαν)αλωνίσει και να (ξανα)λιχνίσει σα νοικοκύρης που είναι τα σύμπαντα. Ώσπου, πάνω στην απαγγελία, ο Πελάγιος τρομαγμένος άκουσε από κάτω του να κουνιούνται σαν από σεισμό οι σιδερόπετρες του μνήματος και να τρίζουν σαν τα πελώρια μάσκουλα της εξώπορτας του μοναστηριού τα κόκαλα του Δασκάλου και μια φωνή να του λέει με σουφρωμένα φρύδια και με την αυστηρότητα του Θεού στο Μωυσή:
-«Πελάγιε να μηνύσεις τ’ Άϊ Μηνά να μου σελώσει τ’ άλογο και να δώσει άρματα κι εμένα. Απόψε θέλω να του πεις να ξεφαντώσουμε»!
(*) Από την ανέκδοτη σειρά διηγημάτων «Η Κάντια στον παρανομαστή». Ταπεινή μνήμη για το έτος Καζαντζάκη, 2017.