ΑΠΟΨΕΙΣ
Ραγίζει ο Όλυμπος, θρηνεί ο Ψηλορείτης
Ο Μίκης έκανε παλμό και θούριο τη φύτρα της φυλής μας, που τουλάχιστον για τρεις χιλιάδες χρόνια από τον Όμηρο, δεν νικήθηκε από κανένα θάνατο, κανένα κατακλυσμό, και καμιά οργή της Ιστορίας
Του ΚΩΣΤΗ Ε. ΜΑΥΡΙΚΑΚΗ
Ξημερώματα 27ης Μαρτίου 1936, ώρα που χάραζε. Σκηνή ανοιχτά στο λιμάνι των Χανίων στη γέφυρα του επιβατηγού πλοίου «Ακρόπολις» που έχει αράξει αρόδου δίπλα στο αντιτορπιλικό «Κουντουριώτης»: Δυο 36άρηδες άντρες, πλάι στον υποπλοίαρχο και επιστήθιο φίλο τους Δημήτρη Αντωνίου - καπετάνιος και ποιητής ο ίδιος - με μαύρα κοστούμια κι οι τρεις, δακρύζουν κοιτάζοντας κατά το πρυμναίο κατάστρωμα του πολεμικού πλοίου. Το φέρετρο με το μεγάλο Εθνάρχη Ελευθέριο Βενιζέλο σκεπασμένο με τη γαλανόλευκη περιστοιχίζεται από τέσσερεις αξιωματικούς του πολεμικού ναυτικού σαν τιμητική φρουρά πλάι του, ενώ ψηλά κρητικά θαλασσοπούλια το στέφουν με ατελεύτητους κύκλους.
Το λιμάνι, όλη η πολιτεία, σκεπασμένη με μαύρα σεντόνια. Μόνο ο ήχος από τις πένθιμες καμπάνες έσπαγε τη νεκρική σιωπή, ενώ κατά το νότο τα Λευκά όρη διατηρούσαν ακόμη ατάραχα, τα χιόνια στην κορυφή τους.
Ένας κόμπος λύθηκε στο λαιμό του ενός και άρχισε να κλαίει. Ο Γιώργος πλάι του έκλαιγε γοερά κι εκείνος, και η απόγνωση ζωγραφίζονταν στο πρόσωπό του. Έκλαιγε το Γένος, η Ρωμιοσύνη την ώρα εκείνη, όπως αυτά κλαίνε σε όλη του την ποίηση. Οι δυο άνδρες ήταν ο ξεριζωμένος Μικρασιάτης ποιητής Γιώργος Σεφέρης και ο γαμπρός του, σύζυγος της αδελφής του Ιωάννας Σεφεριάδη, καθηγητής της Νομικής Σχολής Αθηνών τότε και μετέπειτα Ακαδημαϊκός και πρώτος μεταπολιτευτικός πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τσάτσος, που δώσανε μάχη για να βρούνε πλεούμενο για τα Χανιά ώστε να είναι παρόντες στο τελευταίο αντίο προς το μεγάλο νεκρό.
«Όταν βγήκε το φέρετρο στην προκυμαία και επρόκειτο να το σηκώσουν στους ώμους των Έλληνες αξιωματικοί, όρμισαν οι γέροι συμπολεμιστές του οπλαρχηγοί και το άρπαξαν κυριολεκτικά από τα χέρια της τιμητικής φρουράς και κρατώντας το σαν τρόπαιο, το σήκωσαν απάνω από την ανθρωποθάλασσα βαδίζοντας προς το Ακρωτήρι. Μακρύς ο δρόμος. Ανθόσπαρτος, λιβανισμένος από την πόλη ως το Ακρωτήρι. Αυτό που σημαίνει «Πάνδημος κηδεία» τότε το ένιωσα. Κλαίγαν όλοι. Όλοι κλαίγαν τον νεκρό και ο καθένας ένα κομμάτι μαζί της ζωής του. Ο καθένας ένα όνειρο, ένα όραμα της Ελλάδας» έγραψε χρόνια μετά ο Κ. Τσάτσος στα «τετράδια ευθύνης» του.
Ογδόντα πέντε χρόνια αργότερα, η κρητική γη υποδέχεται σήμερα στα αγιασμένα της χώματα ένα παγκόσμιο τέκνο της. Που πέρασε εν ζωή το κατώφλι του μύθου. Πέταξε πέρα από την επικράτεια των γήινων και των φθαρτών, για να κατοικήσει σαν θρύλος πια, μακριά στις δέλτους των εθνικών μας συμβολισμών και των οικουμενικών ιδεωδών. Δρασκέλισε την απεραντοσύνη του θανάτου για να τελεσιδικήσει με το αιώνιο, το αθάνατο, το άφθαρτο. Για να ενηλικιώνεται μέσα στους αιώνες που κέρδισε, και στην κατάλυση του χρόνου και των χαλκών του Άδη. «Εκεί στην τέλεια σύναξη της πέτρας και του αιθέρα» όπως έγραφε ο άλλος παγκόσμιος έλληνας που μελοποίησε. Ο Ελύτης κι ο Σεφέρης βάζανε τις λέξεις και ο Μίκης τους φθόγγους. Άγγελοι και χερουβείμ κρατούσαν τα χέρια των πρώτων και τα έγραφαν, και άλλα ουράνια σεραφείμ ενέπνεαν το αυτί του Μίκη κι έβαζε ήχους και αρμονίες. Κι έγιναν ήχος και μουσική οι καημοί, το φέγγος και η διάρκεια της Ρωμιοσύνης. Η Γένεσις, Τα Πάθη, Το Προφητικόν, η Μεγάλη ‘Εξοδος. Και μπήκαν σε κάθε χείλος, σε κάθε στόμα. Ρομφαίες που δίνουν μόνον οι Άγιοι και οι Προφήτες στους λαούς τους.
Όχι δεν είναι αλήθεια πως ο θάνατος είναι το τέλος. Στο Μίκη της Κρήτης, της Ελλάδας, της Οικουμένης το γήινο τέλος είναι τα Εισόδια για το Αιώνιο, το ακατάλυτο από το χρόνο.
Οι μοχλοί του Άδη σήμερα συντρίβονται από το ξεχείλισμα του Ελληνικού Φωτός που τον λαμπαδιάζει. Γιορτάζει ο Άδης σήμερα, φοράει τα καλά του. Βλέπω στα περιστύλιά του ντυμένους στα γιορτινά τους να τον προσμένουν οι Μεγάλες ψυχές. Στην πρώτη γραμμή οι Κρητικοί: Ο Κορνάρος, ο Θεοτοκόπουλος, ο Βενιζέλος, ο Καζαντζάκης, ο Μινωτής, ο Κατράκης, ο Κονδυλάκης, ο Πρεβελάκης, ο Ξυλούρης, ο Κούνδουρος…
Και πιο πίσω ο Παπαδιαμάντης, ο Παλαμάς, ο Σολωμός, ο Σικελιανός, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Βενέζης, ο Βάρναλης, ο Κόντογλου, ο Χατζηδάκης, ο Κουν, ο Μπιθικώτσης, ο Τσιτσάνης…
Χάνεις το λογαριασμό, από τα κεφάλια που περιμένουν νέα από τη ζωντανή Ρωμιοσύνη.
Σήμερα, 85 χρόνια μετά την έλευση του νεκρού εθνάρχη, τα πέλαγα, οι ορίζοντες της Κρήτης, τα ψηλά βουνά, και τα άγρια φαράγγια της, οι ήμερες πεδιάδες και τα γιαλοπερίγιαλά της, γονατίζουν ευλαβικά και υποδέχονται στην αγκαλιά τους τον τελευταίο παγκόσμιο Κρητικό και Έλληνα. Σήμερα η ψυχή της Κρήτης πάλλεται από μια ευφρόσυνη χαρμολύπη για τα οικουμενικά όνειρα και τις παγκόσμιες ιδέες που θήτευσε και που με την Αποστολική του συνέπεια διακόνησε ο μεγάλος νεκρός. Σήμερα η ψυχή της Κρήτης χορεύει στις νότες του πενταγράμμου του. Μαζί με τον Ζορμπά, τον Καζαντζάκη και το Βενιζέλο η Κρήτη φωτίζει σαν αστροβολίδα την οικουμένη πάνω από τους αιθέρες. Σαν τα ψηλά κι ανυπόταχτα βουνά της που σπαθίζουν στους ουρανούς και λογχίζουν τα ύψη. Σήμερα η ψυχή της Κρήτης κοιτάζει μακριά στο βάθος της αιωνιότητας. Στο ψήλωμα των πραγμάτων. Εκεί που όλα γίνονται σύμβολα, μύθος και πύρινη βούλα. Σήμερα τα χώματα της Κρήτης αγιάζονται στη συνέχειά τους στο χρόνο. Στη διαδοχή της φύτρας της παλαιάς αυτοκρατορίας του Μίνωα. Στην κληρονομιά του πρώτου Ευρωπαϊκού πολιτισμού που ξύπνησε από εδώ κι αγκάλιασε την Οικουμένη. Η μεγαλόνησος υποδέχεται στα λαγόνια της το έσχατο οικουμενικό της τέκνο που δικαίωσε την αποστολή Του και την Ιστορία Της. Λίγοι λαοί έχουν το τυχερό προνόμιο να δίνουν στην Οικουμένη δικά τους παιδιά. Σε ύψη που υποτάσσουν τα πεπερασμένα μεγέθη και να δαμάζουν το χρόνο και κάθε φθαρτό.
Ο Μίκης ανδρώθηκε και δημιούργησε στη ζωή του με το πρότυπο της Κρητικής ψυχής. Του ανθρώπου που αντιστέκεται, που δεν συνθηκολογεί με τη μοίρα του. Που αναμετριέται συνέχεια με το πεπρωμένο του, με τους δυνάστες του. Όπως κι αν λέγονται αυτοί. Που αναμετριέται προπάντων με τον εαυτό του. Που δεν εννοεί ποτέ να συμβιβαστεί με την περιρρέουσα. Αλλά θέλει να τη δαμάσει έξω και πάνω από τα δικά του κυκλώπεια μέτρα. Άκουγε το ένστιχτό του που ήταν βαθύτερο από το αίσθημα. Ήξερε πως τούτο που λογαριάζεται στη ζωή είναι το Πάθος. Κι άφηνε τούτο να γίνεται η τροφοδότρα μοίρα του. Αυτό άλλωστε δεν ήταν και η εσωτερική δύναμη του Ανθρώπου, η δικαίωση και η έξαρσή του που άφησε σαν διδαχή η διαχρονική ποίηση του Ελληνικού Γένους; Υπάρχει μια ενότητα σε όλα αυτά, μια αδιάσπαστη συνέχεια. Στο πρόσωπο, στο έργο του, στις πράξεις του, στους αγώνες του. Αυτή που είναι συνέχεια της «Κρητικής ματιάς» του Καζαντζάκη, που είναι μαζί ύλη και πνεύμα, ενέργεια και λάμψη.
Ο Μίκης έδωσε νότες και ήχο σ’ ένα ολόκληρο Έθνος. Στους υπαινιγμούς και στα υψηλά νοήματα της ποίησης του Ελληνικού Λόγου. Έκανε το σιωπηλό βίωμα της Ρωμιοσύνης ρυθμό στα χείλη, παλμό στις καρδιές, και θούριο στις συνειδήσεις.
Έβαλε σαν ακοίμητη καντήλα μέσα μας το πέρασμα των μελλούμενων αιώνων για τη συνέχεια του Γένους του Ελληνικού. Έκανε τραγούδι και παλμό το προζύμι και τη φύτρα της φυλής μας, που τουλάχιστον για τρεις χιλιάδες χρόνια από τον Όμηρο δεν νικήθηκε από κανένα θάνατο, κανένα κατακλυσμό, κανένα νόμο και καμιά οργή της Ιστορίας. Κάθε τι που έχει το «Ελληνικό» νόημα και τη φωτεινότητα όπως έλεγε ο Ηρόδοτος για το «Γένος».
Ο Μίκης γεννήθηκε θνητός, λατρεύτηκε σαν παγκόσμιος δημιουργός και φεύγει από τα επίγεια σχεδόν σαν ημίθεος. Η ζωή του, το έργο του κατατροπώνουν το θάνατο. Που σου Άδη το νίκος; Γιατί είναι «αλήθεια πως θα ζει για τότε που δεν θα υπάρχει» όπως έγραψε λες για κείνον ο Ελύτης που μελοποίησε. Γιατί ο καημός του θανάτου τόσο τον αντρείεψε, που η λάμψη του επέστρεψε στον Ήλιο. Εκεί στα ακρότατα σημεία που τα δυο αντίθετα, ο Άδης και ο Ήλιος ταυτίζονται. Ο Μίκης δεν ανήκει σε καμιά ιδεολογία, σε καμιά φιλοσοφία. Ήταν πάνω απ’ όλα αυτά. Ανήκει μόνο στα Μεγάλα, στα Ουράνια, στα παγκόσμια σύμβολα. Στην Κρήτη, στην αιώνια Ελλάδα, στην Οικουμένη.
Πριν από 85 χρόνια στην επιστροφή τους από τα Χανιά στην Αθήνα μετά την ταφή του εθνάρχη Βενιζέλου, ο Σεφέρης και ο Τσάτσος έγραφαν ότι «δεν θυμόμασταν πια τίποτα από την επιστροφή μας. Μόνο τούτο: πως ήμασταν σαν αδειασμένοι. Χρειάστηκε καιρός για να ξαναχτίζαμε τον μέσα μας κόσμο». Μήπως ακριβώς αυτό το ίδιο, δεν νοιώθουμε σήμερα όλοι οι Έλληνες; Αδειασμένοι και ορφανοί.