Του Γιάννη Γ. Τσερεβελάκη
Ο σύγχρονος δυτικός πολιτισμός είναι ένας πολιτισμός που, σε αντίθεση με όλους τους παραδοσιακούς πολιτισμούς, απωθεί την ιδέα του θανάτου, δεν έχει στις πεποιθήσεις του τη «μνήμη θανάτου», που προφανώς σχετίζεται με την πίστη στην αθανασία της ψυχής. Στον χριστιανισμό, για παράδειγμα, ο θάνατος δεν είναι το τέλος αλλά το πέρασμα στην αιωνιότητα, σε ένα νέο τρόπο ζωής κοντά στο Θεό.
Σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη, τον συγγραφέα της Κλίμακος, η μνήμη θανάτου είναι ένας τρόπος για να αποφύγει ο άνθρωπος την αμαρτία. Σημειώνει ότι «αυτός που γνώρισε τι σημαίνει μνήμη θανάτου δεν θα μπορέσει ποτέ πλέον να αμαρτήσει». Η μνήμη θανάτου υπενθυμίζει στον χριστιανό ότι ο χρόνος κυλά γρήγορα, ότι είμαστε περαστικοί από τούτο τον κόσμο και, ως εκ τούτου, πρέπει να βιαστούμε για να ολοκληρωθούμε ως άνθρωποι και να ζήσουμε το δώρο της ζωής με ένταση όσον αφορά την ομορφιά, την αγάπη, την αναζήτηση της αλήθειας στο Θεό. Να συνειδητοποιήσουμε ότι τίποτε δεν είναι ασήμαντο και ότι αν ζήσουμε βαθιά τη ζωή μας, δεν πρέπει να φοβούμαστε το θάνατο. Τελικά, για τους χριστιανούς η «μνήμη θανάτου» μεταφράζεται ως «μνήμη της ζωής», είναι δε χαρακτηριστικό ότι η Εκκλησία εορτάζει όχι τη γενέθλια ημέρα των αγίων της αλλά την ημέρα του θανάτου τους.
Από την άλλη, οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν μια συγκεκριμένη αντίληψη για τη ζωή μετά θάνατο. Ωστόσο, στην πλατωνική μεταφυσική, όπως τη συναντούμε π.χ. στην Πολιτεία, υπάρχει η έννοια της τιμωρίας και των ανταμοιβών μετά θάνατον. Εκείνο, πάντως, που είχε σημασία για τους αρχαίους Έλληνες ήταν η υστεροφημία: ο άνθρωπος, φεύγοντας από τούτο τον κόσμο, έπρεπε να αφήσει πίσω του κάτι σημαντικό, ώστε οι μελλοντικές γενιές να τον θυμούνται (ένα θετικό χαρακτηριστικό, μια σπουδαία πράξη, τις αρετές του). Θα λέγαμε μάλιστα ότι όλη η φιλοσοφική σκέψη των αρχαίων Ελλήνων δεν επεδίωκε τίποτε άλλο από το να οδηγήσει στην κατάκτηση της αρετής, ώστε μέσω αυτής ο άνθρωπος να αφήσει μια θετική ανάμνηση μετά το θάνατό του. Γι’ αυτό και έπρεπε ο θάνατος του γνήσιου φιλοσόφου να είναι μια συνέχεια της φιλοσοφίας του: θεωρητική σκέψη και πρακτική (ηθική) ζωή έπρεπε να ταυτίζονται μέχρι το τέλος της ζωής. Ο θάνατος, δηλαδή, ήταν το επισφράγισμα της γνησιότητας του φιλοσόφου βίου. Τρανταχτό παράδειγμα είναι το τέλος του μεγαλύτερου φιλοσόφου της αρχαιότητας, του Σωκράτη. Γνωρίζουμε πως ο Σωκράτης καταδικάστηκε σε θάνατο από τους Αθηναίους κι εκτελέστηκε με κώνειο το 399 π.Χ.. Ο Πλάτων, μαθητής του Σωκράτη, περιγράφει στο διάλογό του «Φαίδων» τις τελευταίες στιγμές του δασκάλου του. Θέμα του διαλόγου είναι αθανασία της ψυχής: ο Σωκράτης παρουσίασε τις αποδείξεις για την αθανασία της ψυχής και με μια απάθεια μοναδική αντιμετωπίζει το θάνατο, πίνοντας το κώνειο. Η αφήγηση είναι όντως συγκλονιστική:
«’Ήδη πλησίαζε η δύση του ήλιου‧ διότι ο Σωκράτης περίμενε για πολύ χρόνο μέσα. Ήλθε κοντά μας, κάθισε και πια δεν μας είπε πολλά. Ήλθε κατόπιν ο υπηρέτης των έντεκα κι αφού στάθηκε πλάι στον Σωκράτη, είπε: «Σωκράτη, εσένα δεν θα σου κατηγορήσω εκείνο που κατηγορώ σε άλλους, ότι δηλαδή οργίζονται εναντίον μου και με καταριούνται, επειδή τους παραγγέλλω να πιούν το δηλητήριο, διότι αυτή είναι η διαταγή των αρχόντων. Αντιθέτως, εγώ, στο χρονικό αυτό διάστημα έχω σχηματίσει και με άλλους τρόπους την αντίληψη ότι είσαι ο πλέον γενναιόψυχος και ο πιο πράος και ο πιο καλός άνθρωπος από όσους έχουν έλθει εδώ μέσα‧ και τώρα έχω τη βεβαιότητα ότι δεν οργίζεσαι εναντίον μου, διότι γνωρίζεις τους αιτίους, αλλά εναντίον εκείνων ακριβώς. Και τώρα, αφού γνωρίζεις τι ήλθα να σου ανακοινώσω, προσπάθησε να υπομείνεις όσο μπορείς καλύτερα το μοιραίο». Ο Σωκράτης τότε, αφού έριξε το βλέμμα πάνω του, είπε: «Και σύ χαίρε‧ κι εμείς θα κάνουμε αυτά που μας είπες». Ταυτόχρονα, στράφηκε προς εμάς και είπε: «(…) Ας τον υπακούσομε. Αν έχει τριφτεί, ας φέρει κάποιος εδώ το δηλητήριο, ειδεμή ας το ετοιμάσει εκείνος που το τρίβει». Και ο Κρίτων είπε: «Όμως, Σωκράτη, εγώ νομίζω ότι ο ήλιος είναι πάνω στα βουνά και δεν έχει βασιλέψει ακόμη. Επίσης ξέρω ότι άλλοι πίνουν το δηλητήριο πολύ αργότερα από τη στιγμή που θα τους παραγγελθεί, αφού μάλιστα φάνε και πιουν καλά και μερικοί αφού επικοινωνήσουν με όσα πρόσωπα επιθυμούν. Μη βιάζεσαι, λοιπόν, γιατί υπάρχει ακόμα καιρός.» Και ο Σωκράτης: «Είναι πολύ φυσικό, Κρίτων» είπε, «να κάνουν αυτά εκείνοι που λες, γιατί νομίζουν ότι πράττοντάς τα έχουν κάτι να κερδίσουν. Αλλά εγώ, βέβαια, όπως είναι εύλογο, δεν θα πράξω τα ίδια‧ γιατί νομίζω ότι, αν πιω λίγο αργότερα το δηλητήριο, δεν έχω να κερδίσω τίποτε άλλο από το να γίνω γελοίος στον ίδιο μου τον εαυτό, επιθυμώντας με τόση λαιμαργία τη ζωή και λυπούμενος που την χάνω, ενώ τίποτε πια δεν μένει. Εμπρός, λοιπόν, πήγαινε, υπάκουε και μην κάνεις τίποτε διαφορετικό». Και ο Κρίτων, έπειτα από αυτά τα λόγια, έκανε νεύμα στον υπηρέτη του που στεκόταν εκεί κοντά. Κι ο υπηρέτης βγήκε κι αφού έμεινε έξω αρκετή ώρα, επέστρεψε μαζί με τον άνθρωπο που θα έδινε το δηλητήριο και ο οποίος το έφερε τριμμένο μέσα σ’ ένα κύπελλο. Μόλις τον είδε ο Σωκράτης, του είπε: «Λοιπόν, φίλτατε, εσύ που είσαι ειδικός σ’ αυτά, πες μου τι πρέπει να κάμω». «Τίποτε άλλο», απάντησε εκείνος, «παρά να πιεις το δηλητήριο και να περιπατείς τριγύρω, εως ότου αισθανθείς βάρος στα σκέλη, έπειτα να ξαπλώσεις‧ έτσι αυτό θα φέρει το αποτέλεσμά του». Ταυτόχρονα έτεινε το κύπελλο προς το Σωκράτη. Κι αυτός, αφού το έλαβε, τελείως γαλήνιος, χωρίς ούτε να τρέμει ούτε να αλλοιωθούν το χρώμα ή τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, αλλά κατά τη συνήθειά του, αφού κοίταξε χαμηλά με βλέμμα ταύρου τον άνθρωπο, ρώτησε: «Τι λες; Επιτρέπεται να κάμω σπονδή από το πιοτό αυτό προς τιμήν κάποιου θεού ή όχι;». Κι εκείνος απάντησε: «Σωκράτη, τόσο μόνο τρίβουμε, όσο νομίζουμε ότι πρέπει να πιει κανείς». «Καταλαβαίνω», είπε ο Σωκράτης. «Αλλά τουλάχιστον επιτρέπεται ή μάλλον επιβάλλεται, νομίζω, να προσευχηθεί κανείς στους θεούς, ώστε η μετοίκηση από εδώ εκεί να είναι καλότυχη‧ αυτό εύχομαι κι εγώ και μακάρι έτσι να γίνει.» Και μόλις είπε αυτά τα λόγια, δίχως να διστάσει ήπιε το δηλητήριο με ευκολία και χωρίς να δυστροπήσει. Και οι περισσότεροι από εμάς μέχρι τότε κατορθώναμε να συγκρατούμε τα δάκρυά μας. Όταν όμως τον είδαμε να πίνει το δηλητήριο και να το έχει ήδη πιει, μας ήταν πια αδύνατο (…).Ο Σωκράτης είπε τότε: «Τι είναι αυτά που κάνετε, καλοί μου; Εγώ έδιωξα τις γυναίκες γι’ αυτόν κυρίως το λόγο, για να μην πέσουν σε τέτοια σφάλματα‧ διότι έχω ακούσει ότι όταν πεθαίνει κανείς, πρέπει να τον μακαρίζουν. Ησυχάζετε, λοιπόν, και διατηρήστε την αυτοκυριαρχία σας». Κι εμείς, όταν ακούσαμε αυτά τα λόγια, ντραπήκαμε και συγκρατήσαμε τα δάκρυά μας. Ο Σωκράτης περιφερόταν (στο δωμάτιο), όταν, όπως είπε, αισθάνθηκε βάρος στα σκέλη. Ξάπλωσε τότε ανάσκελα, διότι αυτό είχε συμβουλεύσει ο άνθρωπος (που του έδωσε το κώνειο)‧ συγχρόνως ο άνθρωπος αυτός, αγγίζοντας με τα χέρια του, εξέταζε κάθε τόσο τα πόδια και τα σκέλη του Σωκράτη. Έπειτα, πίεσε δυνατά το πόδι του και τον ρώτησε αν αισθάνεται. Εκείνος είπε «όχι». Κατόπιν, πίεσε τις κνήμες και καθώς ανερχόταν, μας έδειχνε ότι άρχισε να παγώνει και δεν λυγίζει πλέον. Εξακολούθησε να τον εξετάζει δια της αφής και είπε ότι, όταν αυτό φτάσει στην καρδιά του, τότε θα τελειώσει. Ήδη είχαν αρχίσει να παγώνουν σχεδόν κα μέρη του σώματός του κοντά στην κοιλιά, όταν ο Σωκράτης ξεσκέπασε το πρόσωπό του (διότι είχε σκεπαστεί) και είπε αυτές τις λέξεις, που ήταν και οι τελευταίες του: «Κρίτων, στον Ασκληπιό χρωστούμε ένα πετεινό‧ ξεπληρώστε, λοιπόν, το χρέος μου και μην το αμελήσετε». «Αυτό θα γίνει», είπε ο Κρίτων‧ κοίταξε, όμως, μήπως έχεις να παραγγείλεις και τίποτε άλλο». Στην ερώτηση αυτή του Κρίτωνος δεν απάντησε πια τίποτε. Όμως, λίγο αργότερα κινήθηκε, και ο άνθρωπος τον ξεσκέπασε. Εκείνος (ο Σωκράτης) είχε στηλωμένα τα μάτια. Όταν το είδε ο Κρίτων, του έκλεισε το στόμα και τα μάτια. Αυτό ήταν το τέλος του συντρόφου μας, για τον οποίο μπορούμε να πούμε πως ήταν ο καλύτερος από όλους όσους εμείς γνωρίσαμε κι επιπλέον ο σοφότερος και ο δικαιότερος». (Πλάτωνος, Φαίδων, 116b-118).
Θαυμάζει κανείς την ηρεμία και την αταραξία του Σωκράτη μπροστά στο θάνατο. Πρόκειται για μια στάση που πηγάζει από όλη τη φιλοσοφία του και από τη βεβαιότητά του για την αθανασία της ψυχής. Ο Σωκράτης λες και βιάζεται να απαλλαγεί από το φθαρτό του σώμα (καθαρά πλατωνική άποψη). Μάλιστα, θεωρεί την έξοδό του από τη ζωή ως μια λύτρωση και γι’ αυτό η ευγνωμοσύνη του εκδηλώνεται με μια θυσία προς το θεό της υγείας, τον Ασκληπιό. Ο μεγάλος φιλόσοφος έζησε μια ζωή διδάσκοντας την αρετή και πέθανε συνεπής προς όσα δίδαξε. Η ηθική του στάση στη ζωή σφραγίστηκε από ένα θάνατο που απέδειξε ότι διδασκαλία και πράξη για τον Σωκράτη ήταν αχώριστα. Ο Σωκράτης ζούσε τη ζωή, χωρίς να ξεχνά τη θνητότητά του: είχε μνήμη θανάτου.