ΑΠΟΨΕΙΣ

Όσα δεν είπες!

Έτσι, πέρασε η ώρα με το διάλογο τον μυστικό, επιστρέφεις με θλίψη σε γνώριμες θέσεις. Μα δε πειράζει σκέφτεσαι πάλι…σήμερα όσα δεν είπες, αύριο ίσως να πεις.

No profile pic

Του Γιώργου Σαριδάκη

Αλήθεια, είναι φορές που θες να μιλήσεις ελεύθερα - ανοιχτά, να κάνεις χρήση της δύναμης που θεριεύει στο μέσα σου, βαθιά στην ψυχή σου, φορές που το μυαλό σα θάλασσα με αγριεμένα κύματα σπρώχνει τις σκέψεις ορμητικά να βγουν στη στεριά και οι λέξεις πλημμυρίζουν την γλώσσα με αλμύρα. Κι ενώ δηλώνεις έτοιμος για το σωτήριο σύνθημα της φωνής, παίρνει και πάλι τον έλεγχο η σιωπή, αυτή η πανίσχυρη σιωπή, γνωστό αφεντικό του εαυτού…και όλα γυρίζουν στην αρχή: λόγια ανείπωτα, ντροπιασμένα, χωρίς πρόσωπο να σταθούν στην κοινωνία.

Μάχες συχνές με τέλος κοινό, κι εσύ μαζεύεσαι στην κρυφή σου γωνιά στο βάθος του δρόμου, με ευκολία να κρίνεις το πέρα και δώθε του κόσμου, χωρίς η δική σου μορφή να φανεί.

Εκεί και τώρα, η ματιά σου υγρή στη θωριά μιας νεαρής δεσποινίδος καθώς προχωρά στον απέναντι φούρνο, μυρωδιές της παράδοσης για να γευτεί. Ξέχωρος άνθρωπος, δασκάλα στο δίπλα σχολειό με παιδιά του πλανήτη. Η φήμη της άσπρη και λόγια στολίδια την κυνηγούν σε κάθε βήμα, ψεγάδι για κείνην δεν έχει βρεθεί στις μεγάλες κουβέντες στο καφέ της πλατείας. Οι ανάσες σας σμίγουν - συχνά - στο έμπα και έβγα σε γραμμής λεωφορείο, κι είναι πολλά όσα θες για να πεις, αλήθεια αγάπης να φανερώσεις μ’ ευγένειας τρόπο, όμως σωπαίνεις…κι η ψυχή ορφανή, έρμαιο μένει στη βουή ενός άγριου πλήθους.    

Ά! να κι ο διευθυντής σου, φουμάρει με πάθος τον ακριβό του καπνό στον πεζόδρομο. Μαρτύριο οι ώρες του έργου για σένα και όλους τους άλλους μικρούς του γραφείου, ατέλειωτες ύβρεις και λόγια σκληρά γεννά το ανάγωγο στόμα του. Τακτικός στη συνήθεια να μειώνει τον άλλο σε δημόσια θέα και ν’ απλώνει το χέρι του σε σώματα ξένα, γυναικών αγαθών. Προχθές, μια κοπέλα καινούρια στο χώρο, φακέλους κρατούσε βρεγμένους με δάκρυ και τα μάτια της μοιάζαν με πηγή θολωμένου νερού. Τότε, τους ώμους σηκώνεις με σκοπό ν’ αντιδράσεις και το δίκιο να σώσεις, μα λέξη δεν βγαίνει καμιά, όλες  χαθήκαν στο πηγάδι του φόβου.      

Λίγο πιο πέρα, τρεις νεαροί κοροϊδεύουν έναν γεράκο ταλαίπωρο που περνάει το δρόμο αργά. Ίσως στο σώμα δεν βρίσκει δυνάμεις καλές ή το κάνει για κόντρα στον αμείλικτο χρόνο. Και τι δεν λένε οι άμυαλοι τούτοι, όμως εκείνος ατάραχος την πορεία τραβά, με ένα παλιό μπαστουνάκι να προηγείται. Με τρόπο αυτόματο γέρνεις μπροστά, με ύφος αρμόδιου που θα πλήξει το λάθος και θα φέρει την τάξη. Σε δυο λεπτά μόνο, το σκέφτεσαι πάλι και σέρνεσαι πίσω, με χέρια κλειστά και τα χείλη σφιγμένα.

Την ίδια στιγμή, μια μάνα τον μονάκριβο γιο της σφιχτά απ’ το χέρι κρατά και πηγαίνουν για βόλτα στο πάρκο. Στην μνήμη σου φτάνουν εικόνες ζεστές της πρώτης νιότης, πόσο θα θελες να γυρνούσες για λίγο σε κείνα τ’ ανέμελα χρόνια, να πετάγεσαι πέρα και δώθε σαν αστραπή δίχως φόβο κανέναν, κι οι γονείς ξοπίσω να τρέχουν μήπως σε φτάσουν. Αναπολώντας το παρελθόν, απ’ τη τσέπη σου βγάζεις αργά μια συσκευή κινητού τηλεφώνου με κάρτα· πεθυμάς να καλέσεις στο σπίτι το πατρικό, στους μαύρους γονείς για να πεις μοναχά δύο λέξεις: ευχαριστώ και συγγνώμη. Γρήγορα αλλάζεις τη γνώμη και μένεις στα ίδια ξανά.  

Έτσι, πέρασε η ώρα με το διάλογο τον μυστικό, επιστρέφεις με θλίψη σε γνώριμες θέσεις. Μα δε πειράζει σκέφτεσαι πάλι…σήμερα όσα δεν είπες, αύριο ίσως να πεις.

 

Ο  Γιώργος Σαριδάκης

είναι Κοινωνικός Λειτουργός

    

 

 

 

 

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση