ΑΠΟΨΕΙΣ
Οι ανδρείοι Έλληνες του πολιορκημένου Μεσολογγίου
Από τα «Ενθυμήματα στρατιωτικά» του Ν. Κασομούλη
Του Γιάννη Γ. Τσερεβελάκη
Με αφορμή τα διακόσια χρόνια από την επανάσταση του 1821, θεωρώ σημαντική τη μελέτη κειμένων των αγωνιστών της, που αντικατοπτρίζουν το αγωνιστικό ήθος των επαναστατών, ώστε να αντιληφθούμε τι είδους άνθρωποι ήταν αυτοί που έκαμαν ελεύθερη την Ελλάδα. Ένας αγωνιστής της επανάστασης ήταν και ο Νικόλαος Κασομούλης (Κοζάνη, 1795-Στυλίδα, 1872), που έγραψε το έργο «Ενθυμήματα στρατιωτικά», στο οποίο ο συντάκτης «αφηγείται όσα έζησε, είδε και άκουσε για δώδεκα χρόνια, από το ξέσπασμα της Επανάστασης ως τη διάλυση του επαναστατικού στρατού από την Αντιβασιλεία το 1833». Κατά το τρέχον έτος (2021) οι Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης εξέδωσαν ένα βιβλίο με τίτλο Με το σπαθί εις το χέρι και με το ντουφέκι- Στο πολιορκημένο Μεσολόγγι, που είναι τμήμα των «Ενθυμημάτων» του Ν. Κασομούλη και αναφέρεται στη Β΄ πολιορκία του Μεσολογγίου από τον Κιουταχή και τον Ιμπραήμ (1825-26) και στην ηρωική έξοδο των «ελεύθερων πολιορκημένων». (Βαθύς και κατατοπιστικός είναι ο σχολιασμός του Αλέξη Πολίτη στο β΄ μισό του βιβλίου) Αξίζει να διαβαστεί το βιβλίο αυτό από κάθε Έλληνα, αφού μέσα από τις σελίδες του θα ζήσει τον αγώνα όσων είχαν κλειστεί μέσα στο «αλωνάκι», όπως αποκαλεί ο Δ. Σολωμός το Μεσολόγγι, αλλά και θα χαρεί την ιδιόμορφη γλώσσα του Κασομούλη. Ένα απόσπασμα από τα «Ενθυμήματα» δημοσιεύω εδώ, που αφορά στο αγωνιστικό ήθος και την ανδρεία των Ελλήνων πολεμιστών του Μεσολογγίου αλλά και τη σκληρότητα του πολέμου:
«Η φρουρά είχεν συνηθίσει να βαστά το τσαπί, το φτυάρι και το ντουφέκι εις το χέρι. [Ό, τι ημπορούσε] να δίδει άνεσιν εις τον εαυτόν της, ήτον να τρέχει από τον πόλεμον εις την εργασίαν, και από την εργασίαν εις τον πόλεμον. Ιδού η διασκέδασίς των, και το σπαθί εις την μέσην- ή το γιαταγάνι εις το ζωνάρι, με τες πιστόλες- να έχει σιμά του το πετσί (τομάρι) να ζυμώνει, να ψήνει το φωμί, το γουδί δια την σκορδαλιάν του (να δροσίζεται), να μαγειρεύει κανένα ψαράκι, εις την θέσιν του, και νύκτα-ημέρα ακουράστως να εργάζεται.
Αξιωμάτικοί, στρατιώται, αμίμητοι δια την καρτερίαν, αμίμητοι δια την αφοβίαν, αμίμητοι δια την κακοπάθειαν και κόπους, αμίμητοι δια την ομόνοιάν των τότες, δεν ήξευρεν με τι να τους παρομοιάσει κανένας. Ημπορούσες να τους παρομοιάσεις με τα πλέον άγρια ζώα- τα πλέον τρομερά και σκληρά, την ώραν του πολέμου με τους εχθρούς- και αγγέλους αναμεταξύ των. Δεμένα τα μανίκια των υποκαμίσων των όπισθεν εις τες πλάτες, με τους βραχίονας έξω, τρέχοντες να δώσουν βοήθειαν όπου ακούγετο αυξανόμενος ο πόλεμος‧ έτρεχον ωσάν τυφλοί εις την φωτιάν. Αυτός ήταν ο χαρακτήρ ο πολεμικός. Η παραμικρά δραστηριότης να ακολουθούσεν, ως προς τον ντουφεκισμόν εις κανέναν των προμαχώνων, άφηναν όλοι τα γουδιά τους, τους τεντζερέδες, τα πετσιά, την καλύβα, την κάπα, και έτρεχον αφρισμένοι να πίουν αίμα. Οι τοποθετημένοι εις εκείνον τον προμαχώνα, μόλις πυροβολούσαν το πρώτον, και πλέον η συρροή δεν τους έδιδεν αράδα να πυροβολήσουν κατά των εχθρών.
Παύοντας ο δραστήριος πόλεμος, εδιηγείτο ο καθείς τα παράξενα της συμπλοκής‧ άλλος εδώ γελούσεν, άλλος εκεί‧ άλλος λαλούσεν, άλλος τραγουδούσεν, άλλος χόρευεν, και επειδή οι Τούρκοι ήτον τόσον πλησίον και τον άκουγον, [η ευθυμία των] τους εσκλήρυνεν, και λύσιαζαν περισσότερον από την μανίαν των.
Τον πληγωμένον τον έπαιρναν αμέσως πέντε-δέκα συνδρόφοι του- τον συνόδευαν χαρούμενοι. Η μεγαλύτερη αισχύνη ήτον να δακρύσει ή να κλαύσει‧ ή να παραπονεθεί ο πληγωμένος, ή να πει αχ, τον πονεί!! Ύβριζαν περισσότερον οι πληγωμένοι, διότι δεν ήτον εις κατάστασιν να πάρουν το δίκαιόν τους, παράγγελναν τους άλλους να το πάρουν (να εκδικηθούν δηλαδή). Αν φονεύετο κανένας, άκουγες όλους: «Γάμος χωρίς σφαχτά δεν γίνεται». Τούτο είναι κοινή παροιμία εις τα παλικάρια των Ελλήνων παλαιόθεν. Τον έθαπταν, τον συγχωρούσαν, και πάλιν την εργασίαν των και τον πόλεμον αμέσως. (Οι πληγωμένοι απέθνησκον.)
Ο πόλεμος είχεν καταντήσει εις την ακοήν ωσάν μία μουσική, και τόσον είναι αληθινόν, ώστε αν κανένα μεσημέρι από την ζέστην έπαυαν τα δύο μέρη, ήτον το παν εις αθυμίαν.
Πνιγμένοι αξιωματικοί και στρατιώται, εις τον καπνόν και εις τον κονιορτόν, εις τον ίδρωτα, και από την πυρίτιδα αλειμμένοι το πρόσωπον και χείρας‧ με βραχνιασμένες φωνές (από τας πολλάς φωνάς), μόλις εγνώριζες τον φίλον σου και τον διέκρινες εις τον πόλεμον. Άλλοι από τους Τούρκους όπου εφόνευαν, άλλοι από τους πληγωμένους Έλληνες και φονευμένους, άλλοι από πολλούς άλλους τους οποίους η βόμβα ή η σφαίρα τους σήκωνεν από την συνδροφιάν των, εφαίνοντο όλοι βουτημένοι εις το αίμα από τα ποδάρια έως την κορυφήν, ωσάν μακελείς (χασάπηδες).
Το νερόν των στερνών, από τους διαφόρους οπού εφονεύοντο εκ των πυροβόλων του εχθρού πλησίον της στέρνας, είχεν γίνει ένα μείγμα αλλόκοτον‧ ό, τι ήθελες μέσα εβρισκες‧ μυαλά, εντόσθια, αίμα, κεφάλια-και οι Έλληνες έπιναν και υπέμνεσκον με όλην την αδιαφορίαν.
Όλοι οι στρατιώται εφαίνοντο να γτρίζουν μέσα (εις τα προχώματα) ατρόμητοι, ωσάν λέοντες κλεισμένοι, οι οποίοι ζητούν να ορμήσουν, να ξεσχίσουν, να απολέσουν…».
Το κείμενο δίνει μια πολύ ζωντανή εικόνα της αγριότητας του πολέμου, που σκληραίνει τον άνθρωπο και τον μετατρέπει σε άγριο θηρίο που ζει για να σκοτώνει. Και βέβαια δεν είναι αυτό το ήθος που πρέπει να διακρίνει τον πολιτισμένο άνθρωπο. Πολιτισμός σημαίνει εξανθρωπισμός, όχι βαρβαρότητα ή αγριότητα. Ωστόσο, από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί κανείς να μη θαυμάσει αυτούς τους ανθρώπους που υπομένουν τα πάντα, θέλοντας να μείνουν ελεύθεροι : περιφρονούν το θάνατο, ζουν μέσα σε τραγικές συνθήκες, δείχνουν εξαιρετική σωματική και ψυχική αντοχή. Μοιάζουν να έχουν ξεφύγει από τα ανθρώπινα μέτρα. Ο Αριστοτέλης είχε πει ότι αυτός που δεν μπορεί να ζει σε κοινωνία με τον άλλο άνθρωπο ή, ως αυτάρκης, δεν έχει ανάγκη από τίποτε, αυτός δεν έχει καμιά θέση στην πόλη (κοινωνία), γιατί είναι ή θηρίο ή θεός (Πολιτικά, Α 1253a). Οι πολεμιστές ήταν ταυτόχρονα θηρία (για τους εχθρούς) και άγγελοι (για τους δικούς τους). Υπ’ αυτή την έννοια είχαν υπερβεί τα ανθρώπινα μέτρα, ήταν πάνω από τον κοινό άνθρωπο, έτσι όπως παρουσιάζονται από τον Κασομούλη
Στο ήθος τους, επίσης, μπορεί να διακρίνει κάποιος τη σκληρή σπαρτιατική εκπαίδευση. Λες και είναι φτιαγμένοι για τον πόλεμο, όπως και οι αρχαίοι Σπαρτιάτες: ζουν σε κλίμα θανάτου και όμως τραγουδούν ή χορεύουν, δεν κλαίνε τους νεκρούς, ρίχνονται στη μάχη σαν να πηγαίνουν σε πανηγύρι, ζουν με τα απολύτως απαραίτητα. Αυτό το ήθος της αντρειοσύνης κράτησε όρθιο το Μεσολόγγι, που έγινε σύμβολο του αγώνα για τη λευτεριά. Διότι το Μεσολόγγι δεν έπεσε, επειδή κιότεψαν οι αγωνιστές. Έπεσε λόγω της πείνας, όταν το πολιόρκησε από στεριά και θάλασσα ο Ιμπραήμ.
Σήμερα που και πάλι η Τουρκία απειλεί τη χώρα μας, καλό είναι να θυμόμαστε το ήθος των αγωνιστών της Επανάστασης και τους στίχους του Κωστή Παλαμά:
«Η μεγαλοσύνη στα έθνη δεν μετριέται με το στρέμμα
Με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και με το αίμα».
(Από το ποίημα «Στ’ άρματα)