ΑΠΟΨΕΙΣ

Οι «Άγνωστες Σελίδες» του Μιχάλη Γεροντή

"Χαιρετίζουμε και καλοϋποδεχόμαστε το φως που μπαίνει στο σκοτεινιασμένο ακόμα μυαλό μας μέσα από τα παράθυρα των σελίδων ενός σπάνιου βιβλίου"

No profile pic

Του Θανάση Γιαπιτζάκη

   Η δίψα για γνώση. Εκατόν οκτώ χρόνια έχουν περάσει από την απελευθέρωση της Κρήτης, κι όμως έχουμε ακόμα μέσα μας κάτι που μας βασανίζει - σαν άσπαστη, μέχρι τώρα, αλυσίδα. Είναι η αλυσίδα της άγνοιας. 

      Ο Βίκτωρ Ουγκώ, στην εποχή της ανατίναξης στη Μονή Αρκαδίου, είχε πει: «Η Κρήτη επαναστάτησε - κι έπραξε άγια. Επαναστάτησε - γιατί έχει χωριά και δεν έχει δρόμους, γιατί έχει λιμάνια και δεν έχει πλοία, γιατί έχει παιδιά και δεν έχει σχολεία, γιατί έχει τον λαμπρότερο ήλιο και ζει μέσα στο πιο πηχτό σκοτάδι, γιατί ο Θεός την έκανε την ωραιότερη απ’ όλες και οι Τούρκοι την πιο δυστυχισμένη απ’ όλες, γιατί η Κρήτη είναι Ελλάδα και δεν είναι Τουρκία. Γιατί κι εσύ, Γαλλία, θα επαναστατούσες!»

      Έτσι κι εμείς τώρα, κάνουμε σαν τον Ουγκώ: Χαιρετίζουμε μια επανάσταση κατά της άγνοιας. Χαιρετίζουμε και καλοϋποδεχόμαστε το φως που μπαίνει στο σκοτεινιασμένο ακόμα μυαλό μας μέσα από τα παράθυρα των σελίδων ενός σπάνιου βιβλίου. Κι ας έχουν περάσει ήδη εφτά χρόνια από την έκδοσή του.   

      Διαβάζουμε στο εξώφυλλο: Μιχάλη Γεροντή Φιλολόγου-Ιστορικού  «Άγνωστες Σελίδες από την Βενετοκρατία και την Τουρκοκρατία της Κρήτης». Γραμμένο στον Άγιο Νικόλαο, στην πρωτεύουσα του Νομού Λασιθίου, και τυπωμένο στο Μοσχάτο, στην Αθήνα.

      Στα θετικά του βιβλίου είναι όλο το βιβλίο. Το λέει άλλωστε ο τίτλος: «Άγνωστες σελίδες».

      Ένα βιβλίο, που κλείνει μέσα του μια υπέροχη δουλειά σε έμπνευση και σε αποτέλεσμα, που ήρθε για να μείνει στις ιστορικές μελέτες της Κρήτης. Τόσο σημαντική δουλειά, που οι μελλοντικοί δάσκαλοι του μαθήματος της Τοπικής Ιστορίας θα αναφέρονται σε αρκετά στοιχεία που βρίσκονται σε αυτό το βιβλίο, χάρη στην ερευνητική σκαπάνη και στους εντοπισμούς του Γεροντή.

      Πρόκειται για μια δουλειά όχι αυστηρά ιστορική, παρά τα αναρίθμητα ιστορικά στοιχεία που παραθέτει, αλλά για μια δουλειά με λαογραφική διάθεση και προσέγγιση.

      Κι αυτό είναι η τρομερή επιτυχία αυτού του βιβλίου. Δεν θα βρείτε μέσα του μόνο διασταυρωμένες και αυστηρά αξιολογημένες ιστορικές πληροφορίες, που συνήθως είναι αποστασιοποιημένες από τους δημιουργούς και από τα θύματα των γεγονότων. 

      Θα βρείτε κυρίως - γι’ αυτό ξεχωρίζει το βιβλίο - άφθονο αίμα, κομμένα κεφάλια, κραυγές από γυναίκες που βιάζονται, από ιερείς που εξευτελίζονται, από Βενετούς και Τούρκους που νόμιζαν ότι ήταν θεοί και συμπεριφέρονταν σαν κτήνη, από απομεινάρια ανθρώπων που δεν ήξεραν - επί γενεές ολόκληρες - τι τους ξημέρωνε η μέρα ή αν θα ζούσαν μετά απ’ αυτήν.

      Οι Τούρκοι είναι εδώ με τα ονόματά τους, όχι μόνο οι στρατηγοί τους όπως ο Κιοπρουλή, ο Ομέρ ή ο Χασάν, αλλά ιδίως οι γενίτσαροι, η τουρκική φρουρά της Κρήτης, που, στα 244 χρόνια της μαυρόψυχης παρουσίας τους, σφράγισαν τη μνήμη του ντόπιου πληθυσμού με πράξεις βίαιες και εγκληματικές. Λέει γι’ αυτούς ο Γεροντής, ονοματίζοντας και αναθεματίζοντάς τους έναν προς έναν όχι ο ίδιος αλλά η ιστόρηση των βιαιοπραγιών τους. Διαβάζουμε σε μια παράγραφο: «Γύριζαν στα χωριά της Κρήτης κι έπρατταν αγριότητες σε βάρος των γυναικών και των θυγατέρων τους και κυρίως μετά τον γάμο. Ένιωθαν ευχαρίστηση να σφάζουν το γαμπρό και να ατιμάζουν τη νύφη και όλα τα ανύπαντρα κορίτσια που ήταν παρόντα στην ξεφάντωση του γάμου. Τιμωρούσαν αλύπητα κάθε «παράνομη» πράξη των χριστιανών, κάθε καλοντυμένο σκλάβο, κάθε εμφανίσιμο νέο. Είχαν μια αρρωστημένη υπεροψία – που, πολλές φορές, ο ίδιος ο πασάς τους τιμωρούσε». 

      Εδώ είναι ευκαιρία να επισημάνω κάτι. Ο Μιχάλης Γεροντής ζει στον Άγιο Νικόλαο και γι’ αυτό εστιάζει μοιραία τις αναφορές στην Ανατολική Κρήτη. Έτσι, το βιβλίο του σωστά λέγεται «Άγνωστες σελίδες», αφού η έρευνά του έρχεται να συμπληρώσει στοιχεία στην ατροφική ιστοριογραφία της ανατολικής πλευράς του νησιού σε σύγκριση με την υπερτροφική ιστοριογραφία της δυτικής πλευράς.

      Έτσι αναφέρονται οι τρομεροί γενίτσαροι του Μεραμπέλλου, της Ιεράπετρας και της Σητείας, αλλά βρίσκεται η ευκαιρία να αναφερθούν και οι Κρητικοί αντάρτες που τα έβαλαν μαζί τους, ο καπετάν Καζάνης από το Λασίθι, ο καπετάν Ταβλάς και ο παπα-Πόθος από την Κριτσά, ο Βογιατζής από την Τουρλωτή, ο Δερμιτζάκης, ο Γιανναδάκης, ο Κόρακας, οι Κουρμούληδες, ο Κοκκίνης, ο Κωνσταντίνος Μαυρής από το Καλό Χωριό, κ.α. «Τιμώρησαν» όπως λέει ο Μιχάλης «επανειλημμένα τους γενίτσαρους, όπου κι αν τους συναντούσαν». Παραθέτει ο ερευνητής πάρα πολλές ιστορίες αγανακτισμένων χριστιανών, αλλά πιο πολλές αδιάντροπων Τούρκων - και έτσι πάει το βιβλίο. Γιατί δεν μπορείς να μπαίνεις σ’ ένα χωριό για πλάκα και να σφάζεις πάνω από 700 ανθρώπους.

      Πολλά στοιχεία είναι παρμένα μετά από επίμονες αναζητήσεις στο Οθωμανικό Αρχείο της Κρήτης. Άλλα, εξίσου εντυπωσιακά στην εύρεσή τους, είναι από τη Βικελαία Βιβλιοθήκη και από γνωστούς ερευνητές όπως ο Γιώργος Παναγιωτάκης.

      Το νήμα, ξεχασμένο εκεί που το άφησε η Αριάδνη, το πήραν οι Σαρακηνοί πειρατές, τριακόσια χρόνια μετά την Εγίρα του Μωάμεθ, που πρωτοαποβιβάστηκαν σε ακτή του Λιβυκού, είκοσι  χιλιόμετρα δυτικά της Ιεράπετρας, για να κυριαρχήσουν για τα επόμενα 137 χρόνια, γκρεμίζοντας και ερημώνοντας Μινωικές και Ρωμαϊκές πόλεις σ’ όλη την Κρήτη.

      Μην φανταστείτε ότι το βιβλίο αυτό είναι γεμάτο με γνωστές αφηγήσεις. Ο Γεροντής είναι ερευνητής. Κι έτσι, προτιμάει να αφηγηθεί παραθέτοντας ντοκουμέντα, έγγραφα, και καταλόγους. 

Δημοσιεύει τη διαταγή του Χρυσόβουλου από τον Αλέξιο τον Β΄, που λέει ότι στέλνει τα περίφημα Δώδεκα Αρχοντόπουλα. «Έτι δε» όπως διαβάζουμε «και οι εμοί  ΙΒ΄(δηλαδή 12) αρχοντόπολοι».

      Ένας από τους Δώδεκα λεγόταν «Ιωάννης Φωκάς και οι συν αυτώ» και οι Βενετοί αργότερα τον είπαν Καλλέργη. Οι Χορτάτζηδες (με την «Ερωφύλη»), οι Μουσούροι («στη στράτα των Μουσούρω»), οι Καφάτοι (από το Καλαφάτοι) και οι Σκορδύληδες προέρχονται από αυτή τη βυζαντινή αποστολή, που της δόθηκε σαν ιδιοκτησία τους σχεδόν η μισή Κρήτη με την εντολή να επιβάλουν βαριά φορολόγηση των Κρητικών για τον αυτοκράτορα. Που αναφέρεται όχι ως Βυζαντινός, αλλά ως βασιλεύς και αυτοκράτωρ των Ρωμαίων. Παρατίθενται τα δικαιώματα και τα κτήματα. Εδώ μαθαίνουμε ότι η Κρήτη, μετά, δόθηκε προίκα(!) στον ξένο Βονιφάτιο Μαρκέζο του Μομφεράτου και «εν έτει 1204» (τότε δηλαδή που η Βενετία βοήθησε με τα καράβια της να καταλάβουν οι Φράγκοι - δήθεν σταυροφόροι - από τα χαμηλότερα θαλάσσια τείχη της την Κωνσταντινούπολη) εκείνος ο Μαρκέζος «επώλησεν αυτήν την νήσον εις τους ενδοξοτάτους Βενετούς» όπως λέει το έγγραφο. Οι τίτλοι των ευγενών ετούτης της συμφωνίας έδειχναν τον Μεσαίωνα της Κρήτης. Ακούστε: Μέγας Χαρτοφύλαξ, Μέγας Πληρωτής, Μέγας Νοτάριος, Μέγας Πρεφέτος (δηλαδή Επιστάτης), Δομέστικος, Πρωτοσπαθάριος, Αμιλάλιος, Μέγας Κόμης, και άλλα τέτοια παρόμοια.

      Όταν οι Βενετσιάνοι παρέλαβαν την Κρήτη, κάνανε διανομές σε τοπάρχες - βιλλάνους όπως τους είπαν. Έτσι ακούγονταν, για πρώτη φορά, ονόματα που ακούγονται μέχρι σήμερα. Για παράδειγμα, από το Οροπέδιο μέχρι τη Σελάκανο οι Κουιρίνι που γίνανε Κουρίνοι, οι Δάνδολοι στον Άγιο Νικόλαο, στην Κριτσά οι Ζάννι ή Τζανάκηδες και οι Κόκκοι δηλ. οι Κοκκίνηδες, οι Λόγγοι δηλ. οι Λογγάκηδες, οι Κοζύροι, οι Τζώρτζοι, οι Τζουράροι, οι Βισκαντούροι, οι Μασσάροι, οι Μπετούροι, οι Μπετίνοι, οι Κουτάντοι, οι Κορνάροι, οι Ντεμέζοι, οι Νταβράδοι, οι Κονταροί. Όλοι οι ξένοι του παλιού καιρού θυμίζουν σημερινούς δικούς μας.

      Για να μην ξεχνάμε ότι ο Μιχάλης Γεροντής είναι κυρίως λαογράφος, βρίσκει τρόπους να αναφέρει μουσικούς, αλλά και κρητικούς χορούς. Εκτός από τους 4-5 βασικούς, προσθέτει κι εκείνους που χορεύονταν παλαιότερα, που έχουν τσακίσματα προερχόμενα από τη Μικρά Ασία. Τέτοιοι είναι ο περίφημος Πρινιανός χορός από την αρχαία Πριήνη, ο Ξενομπασάρης από την Παμφυλία, ο Ζερβόδεξος, ο Σιγανός Βιαννίτης, ο Ανωγειανός Πηδηχτός και ο παλιός Καβουσανός χορός.

      Αναφέρονται θέματα όπως Πειρατές και Δουλεμπόριο, Φοβεροί Σεισμοί επί Ενετοκρατίας, τα ονόματα και οι χρονολογίες όλων των Βενετών αρμοστών που λέγονταν «Δούκες της Κρήτης».

      Παραθέτει δυό προικοσύμφωνα του 1526 γεμάτα υπέρπυρα και σολδία που τα υπέγραψαν νοτάριοι, δηλαδή συμβολαιογράφοι. Αναφέρει μετά έναν μοναχό από την Φλωρεντία περιηγητή της Κρήτης του 1415. Γράφει ότι «είδαμε το Καβούσι, το αρχαίο Κύταιον, λατομεία χρυσού βόρεια από Γόρτυνα Μεσσαράς με πολλές υπόγειες σπηλιές, στο χωριό Αξός είδαμε μέρα μεσημέρι 1000 άνδρες και γυναίκες να μας περιμένουν με τόξα και με βέλη, είδαμε 100 πηγές νερού στο Βουνό του Αγ. Θωμά Ηρακλείου».

      Μετά, ακολουθούν πολλές σελίδες γεμάτες σφαγές και πολύ αίμα, πώς γίνονταν οι δημεύσεις των περιουσιών, ένα οθωμανικό φερμάνι αμνηστείας γραμμένο στο μήνα Μουχαρέμ του 1246 (δηλαδή του 1830 του δικού μας).

       Άγνωστες σελίδες και από την Επανάσταση του 66-69. Και μέσα τους ξεχωρίζει η μορφή του Ισμαήλ Φερίκ Πασά, που από ελληνόπουλο στο Οροπέδιο Λασιθίου ξαναγύρισε στη γενέτειρά του με στρατό, σαν υπουργός Στρατιωτικών του Μωχάμετ Άλυ της Αιγύπτου.

      Εδώ, για να τιμήσω τον Μεσελεριανό φίλο μου Γιώργο Μανωλαράκη που έχει φύγει πρόσφατα από τη ζωή, κάνω μια παρεμβολή, λέγοντας για το χωριό του - που βρίσκεται ψηλά, πάνω από την Ιεράπετρα. Μέσα στις 222 σελίδες του βιβλίου του Μιχάλη Γεροντή βρίσκουμε και σκόρπιες αναφορές στην περιοχή των Μεσελέρων. 

      Στη σελίδα 29: «Από την Κωνσταντινούπολη του 1453 στη βενετοκρατούμενη Κεφαλληνία των Επτανήσων θα βρεθεί η βυζαντινή οικογένεια Δώργια. Εκεί δημιούργησαν δικό τους οικισμό, τα Δωργιάτα ή Δωριζάτα. Ένας απόγονος των Δώργιων έφυγε από την Κεφαλονιά και ήλθε στην Ανατολική Κρήτη, στην Ιεράπετρα. Σήμερα επιζεί η οικογένειά του στα χωριά Μεσελέροι και Καλό Χωριό».

      Στη σελίδα 79: «Χαϊνης ήταν ο Αντωναράς Περαντώνης από τους Μεσελέρους Ιεράπετρας».

      Στη σελίδα 102: «Στις 7 Απριλίου 1868 Γεραπετρίτες, Μεραμπελλιώτες και άλλοι οπλαρχηγοί χτύπησαν τους Οθωμανούς που είχαν καταφύγει και κρυφτεί στην Παχειά Άμμο και στη Βασιλική, προς βορρά της πόλης της Ιεράπετρας. Ήταν ο Κοκκίνης, ο Κοζύρης, ο Μουρέλλος, ο Λακέρδας, ο Φρουδάκης, ο Χατζάκης από τη Βιάννο, ο Μηλιός, ο Σφακιανάκης, ο παπά Γιαμαλάκης, ο Σήφης Δερμιτζάκης και ο Τζαβολάκης από τον Κρούστα, βρέθηκαν στη Μονή Φανερωμένης να σχεδιάσουν τις επόμενες κινήσεις τους. Η μάχη ξεκίνησε μεσημέρι και περασμένα μεσάνυχτα συνεχιζόταν. Μέσα στη νύχτα αρκετοί επαναστάτες αποσύρθηκαν στους Μεσελέρους και στο Καλό Χωριό. Ένας νεκρός από τους χριστιανούς και δεκάδες Τούρκοι και άλογά τους. Άλλη μια σπουδαία νίκη για τους επαναστατημένους χριστιανούς στο Λασίθι».  

      Στη σελίδα 113: «Πρέπει η Κριτσά να τιμωρηθεί. Ενισχύει το στρατό του και ξεκινά μέσω του δρόμου που περνά από τη Μακρυλιά και τους Μεσελέρους».

      Στη σελίδα 118: «Ο καπετάν Ταβλάς από την Κριτσά εκείνο τον καιρό είχε γνωριστεί με τον Καλοχωριανό πατριώτη οπλαρχηγό, δηλωμένο εχθρό των Τούρκων, τον Κωνσταντίνο Μαυρή. Συνεννοήθηκαν λοιπόν να πάνε οι δυο τους με τα όπλα και με πολλές σφαίρες και να βαδίσουν τον παλιό ενετικό δρόμο Κουρούπα Καλού Χωριού - Άη Λια προς Μεσελέρους, να κρυφτούν σε ένα κατάλληλο σημείο και να χτυπήσουν τους ιζάμηδες όταν θα περνούσαν».

      Στη σελίδα 121: «Ανάμεσα στους αντάρτες στα χωριά της Ιεράπετρας ήταν κι ο Αντωναράς και οι πέντε γιοί του. Είχαν δράση  στην Πρίνα και στο Καλό Χωριό. Έπιαναν τους Τούρκους και τους πετούσαν εξαφανίζοντάς τους σε βαθύ βάραθρο στο βουνό Μέσωνα (λατσίδα) των Μεσελέρων. Ο ίδιος ο Αντωναράς κάποτε στο Καλό Χωριό, με την τεράστια φυσική του ρωμαλεότητα, έπιασε τους δυο κεντρικούς στύλους ενός καφενείου που γλεντούσαν με γυναίκες οι γενίτσαροι, γκρεμίζοντας τη σκεπή και σκοτώνοντας περίπου δεκαπέντε Τούρκους. Με μεγάλη ταχύτητα όρμησε έξω ο ίδιος και γλύτωσε. Λεγόταν Περαντώνης ή Σκουλούδης; Ήταν δύο πρόσωπα ή ένα;»

      Στη σελίδα 123: «Βρισκόμαστε στο Γενάρη του 1823. Η Κρήτη ολόκληρη πολεμά τους Οθωμανούς. Ο αντιβασιλέας Αιγύπτου Μωχάμετ Άλυ στέλνει στην Κρήτη τον γαμπρό του Χασάν Πασά να καταστείλει την Κρητική Επανάσταση, ξεκινώντας από το Λασίθι. Ο Χασάν με 16.000 γενίτσαρους, περνώντας από Βιάννο, Ιεράπετρα, Μεσελέρους, Καλό Χωριό, Κριτσά, Νεάπολη και Ποτάμους ανεβαίνει στο Οροπέδιο των ανεμόμυλων, στο Λασίθι».

      Στη σελίδα 139: «Ο Ιμπραήμ Κοπανάς, ενώ καθόταν σ’ ένα καφενείο της Ιεράπετρας, έβαλε στοίχημα να φέρει είκοσι κεφαλές χριστιανών, χωρίς να σκοτωθεί ουδείς δικός τους. Πήγε με πέντε Τούρκους στους Μεσελέρους, όπου έφαγε στο σπίτι κάποιου Μανωλαράκη. Έπειτα κάλεσε τον παπά και είκοσι νέους να τους πάει στη Γεράπετρο. Ήταν διαταγή, τους είπε ο αγριογενίτσαρος. Όταν όμως έφτασαν έξω από το φρούριο της Οθωμανικής Διοίκησης στη Γεράπετρο, τους έδεσε όλους και μετά τους κατέσφαξε. Μετέφερε δε τις κεφαλές τους στο καφενείο, θριαμβολογώντας ότι κέρδισε το στοίχημα. Την κεφαλήν δε του παπά Εμμανουήλ των Μεσελέρων την έδεσε στα σκαρβέλια του μουλαριού του από τα μαλλιά. Τούτο είναι παράδοση από αφήγηση του Γεωργίου Χριστινάκη, απογόνου της οικογένειας Χριστινάκη που έζησε στις αρχές του 19ου Αιώνα στους Μεσελέρους, στη Γεράπετρο και στο Καλό Χωριό».

      Στη σελίδα 180: «Έμπειροι πολεμιστές και πολέμαρχοι βοήθησαν στη Γεράπετρο τον Κόρακα, ευτυχώς χωρίς απώλειες. Ο Ιάκωβος Στιβακτάκης ή Μαχαιράς από την Ανατολή, ο Νικόλας Γιαμαλάκης από το Κάτω Χωριό, ο Ιωάννης Μπαριτάκης από την Καλαμαύκα, ο Νικόλαος Βασαρμίδης από το Ορεινό, αλλά και άλλοι πολεμιστές από άλλα χωριά της Ιεράπετρας, όπως ο Εμμανουήλ και ο Αριστείδης Σκουλούδης από τους Μεσελέρους».

      Στη σελίδα 188: «Ο οπλαρχηγός της Ιεράπετρας Εμμανουήλ Λακέρδας, γεννημένος στην Ανατολή, δυτικά της Ιεράπετρας, στα 1816, είχε κανονικά το όνομα Νικολαράκης και το παρατσούκλι «Λακέρδας»(ψηλόλιγνος, σαν λακέρδα). Ο Αδοσίδης Πασάς από την Νεάπολη τον απέστειλε στην Κωνσταντινούπολη το 1869, όταν οδηγήθηκε στο Ιεροδικείο της Νεάπολης να δικαστεί μαζί με τον ιερέα Γεώργιο Γιαμαλάκη, ο οποίος επέστρεψε ελεύθερος, όχι όμως στην Ιεράπετρα. Στην Κωνσταντινούπολη ο Λακέρδας έμεινε δέσμιος δέκα μήνες σε Τουρκική φυλακή και αργότερα έζησε μεταξύ Νεάπολης και Ιεράπετρας. Πέθανε το 1890».

      Σειρά έχουν τουρκικά έγγραφα με θέματά τους ραγιάδες της επαρχίας Μεραμπέλλου που καταπιέζονται, αυστηρή διαταγή (στα τούρκικα «μπουγιουρουλ-ντί») για την ενδυμασία των ραγιάδων για να μη μοιάζει με των Τούρκων. Ενδιαφέρον μεγάλο έχει η διαταγή για την έκλυση ηθών στον Χάντακα που οι μουσουλμάνοι έχουν γυναίκες ραγιάδων ή κόρες ραγιάδων καπατμά (δηλ. σπιτωμένες) ή πεσλεμέ (δηλ. ψυχοκόρες…λέμε τώρα!) και τα παιδιά τους τα ρίχνουν στα σκυλιά ή σε απόκεντρα μέρη, και τους καλεί να τις παντρευτούν σαν τρίτες ή τέταρτες γυναίκες τους. 

      Ήδη στην προμετωπίδα του βιβλίου ο Μιχάλης Γεροντής παραθέτει στίχους εγέρσιμους του Ηρακλειώτη Γιώργη Καφετζάκη,  που λένε τα εξής: «Κρήτη, ο χάρτης στένεψε, | βογγάνε τ’ ακρογιάλια, | πλοκάμια ξενοκίνητα | σου απομυζούν το αίμα. | Ξυπνάτε, βράχια στέρεα, | κορφές του Ψηλορείτη, | την αντρειοσύνη από καιρούς | πούχετε σωριασμένη. | Χτυπάτε στήθια της Σιών, | κούτελα στολισμένα, | αφέντες φίλους ή οχτρούς. | Η Κρήτη δε διαλέει».

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση