ΑΠΟΨΕΙΣ

Μποτιτσέλι, ο επικούρειος χρωστήρας της Αναγέννησης

Εξακόσια χρόνια πριν, ένας από τους κυνηγούς αρχαίων πηγών, ο ουμανιστής Πότζιο Μπρατσιολίνι,ανακάλυψε το μνημειώδες ποίημα του Λουκρήτιου «Ντε Ρέρουμ Νατούρα» (Για την Φύση των Πραγμάτων) και μαζί του τη χαμένη φιλοσοφία του Επίκουρου. Από ένα αντίγραφο του ποιήματος αυτού επηρεάστηκε ο Μποτιτσέλι

No profile pic

Του Θανάση Γιαπιτζάκη

     

Αν η αλήθεια είναι καμιά φορά και ομορφιά, η ομορφιά αυτή σώζει τελικά την αλήθεια. Αυτό συνέβη στην Φλωρεντία, όταν συνδυάστηκαν η ποίηση του Λουκρήτιου και η ζωγραφική του Μποτιτσέλι με την απελευθερωτική φιλοσοφία του Επίκουρου.
 

Σε μια εποχή που μοιάζει να είναι η παντοτινή, η πόλη της Φλωρεντίας, εκτός από πόλη-κράτος οικονομικών αντιπαραθέσεων και πολιτικής ίντριγκας, ήτανε και τόπος δημιουργίας.

Η οικογένεια των Μέντικι, των Μεδίκων όπως τους λέμε εμείς στα ελληνικά, προστάτευε και συντηρούσε τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες και στοχαστές της εποχής αυτής. Ονόματα, όπως Μικελάντζελο, Μπρουνελέσκι, Νταβίντσι, Γκαλιλέο. Και ανάμεσά τους ένας νέος Αλέξανδρος, για νέες κατακτήσεις: Ο Αλεσάντρο Μποτιτσέλι.

Στην αρχή του 15ου αιώνα  (στο Κουατροσέντο, όπως το λένε οι ξένοι), στο 1410 με 1420, πολλοί συμμετείχαν σε ένα κυνήγι θησαυρού και σάρωναν την Ευρώπη. Αυτό που αναζητούσαν δεν ήταν χρυσάφι ούτε πολύτιμοι λίθοι. Ήτανε η γνώση, οι αρχαίες πηγές της. Ένας θησαυρός πολύ παλιός για την εποχή εκείνη. Στην αρχή, αυτού του είδους η αναζήτηση γινότανε σαν παιχνίδι. Ανακάλυπταν χαμένα χειρόγραφα σε απόμακρες μονές και τα διάβαζαν. Όμως τους πήρε καιρό για να συνειδητοποιήσουν ότι όλα αυτά τούς μιλούσαν για έναν διαφορετικό τρόπο ζωής. Επικρατούσε ένας ενθουσιασμός για το παρελθόν, αλλά αυτό το παρελθόν ήταν επικίνδυνος φωσφορισμός μες στο σκοτάδι του χριστιανικού Μεσαίωνα. Ένας από αυτούς τους κυνηγούς αρχαίων πηγών, εξακόσια ακριβώς χρόνια πριν, το 1417, ανακάλυψε τον Λουκρήτιο.

Όλα τα ωραία της Αναγέννησης, όπως και η επαναφορά της Επικούρειας Φιλοσοφίας, ξεκίνησαν από έναν πειρατή, τον Κόζα Μπαλντεζάρι. Ο πειρατής αυτός άλλαξε πλεύση και έγινε κληρικός. Φιλοδοξούσε να μπει στο Βατικανό, ακόμα και να γίνει Πάπας. Όσοι συνδέονταν μαζί σου στην κοινωνία εκείνη ήταν - εντός εισαγωγικών - φίλοι σου. Μπορούσες να κάνεις πολλά με ένα δίκτυο «φίλων». Ο Τζιοβάνι Μέντικο τον υποστήριξε. Και όταν αυτός, ο πρώην πειρατής, έγινε Πάπας το 1410, υποστήριξε με τη σειρά του τους Μεδίκους, κάνοντάς τους «Τραπεζίτες του Θεού». Με το χρήμα να βρίσκεται μεταξύ ουρανού και γης, το 70% της Ευρώπης εργαζόταν στη Φλωρεντία εκείνη την εποχή. Ό,τι ανακάλυπταν σε όλη την Ευρώπη, το μετέφεραν στη Φλωρεντία, στη γενέτειρα των Μεδίκων.   


Εξήντα χρόνια πριν την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, ο Μανουήλ Χρυσολωράς, όντας διπλωμάτης και στενός συνεργάτης του αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου, έκανε το πρώτο του ταξίδι στη Βενετία και έγινε γνωστός στους κύκλους των διανοουμένων. Η επιστημοσύνη του, αλλά και η άριστη γνώση της γλώσσας, προκάλεσαν εντύπωση στους Ιταλούς, μέσα στο πλαίσιο του μεγάλου ενδιαφέροντός τους για  τον Κλασσικό Πολιτισμό. Το σπουδαστήριο της Φλωρεντίας θα τον προσκαλέσει να διδάξει, κάνοντάς του δεκαετές συμβόλαιο με υψηλό μισθό. Σήμερα, στο Μουσείο του Λούβρου βρίσκεται το πορτρέτο του Χρυσολωρά - δείγμα της ισχυρής επίδρασης που άσκησε τότε στην Ιταλία. Ο ουμανιστής Πότζιο Μπρατσιολίνι ήτανε μαθητής του. 

Ο Μπρατσιολίνι, με την ιδιότητα του γραμματέα της Αγίας Έδρας, είχε τη δυνατότητα να κινείται ελεύθερα σε πολλά μοναστήρια της Ευρώπης όπου υπήρχαν πολύτιμα χειρόγραφα. Τα πλούσια αποτελέσματα των ερευνών του είχαν σχέση προπαντός με τα λατινικά χειρόγραφα. Έτσι ανακάλυψε τον Λουκρήτιο. 

Ο Τίτος Λουκρήτιος Κάρος, που είχε γεννηθεί το 94 πριν τη βίαιη αναχρονολόγησή μας και είχε πεθάνει το 55, είχε την εύνοια της τύχης με το μέρος του «να υπάρξει ξανά μέσα από το βιβλίο του» χάρη στον Πότζιο. Γιατί, τον Ιανουάριο του 1417, δηλαδή δέκα αιώνες αργότερα, ο σπουδαίος αυτός κυνηγός χειρογράφων, ο 37χρονος τότε Πότζιο Μπρατσιολίνι, πήγε σε μια μοναστηριακή βιβλιοθήκη, λένε της Βαυαρίας, και βρήκε το βιβλίο. Δημιούργησε αντίγραφα και το κυκλοφόρησε. Έτσι άρχισε να ξαναδιαβάζεται.

Ο Μποτιτσέλι, πριν δημιουργήσει τα πασίγνωστα έργα της νιότης του με τα παγανιστικά τους ελληνικά θέματα, φαίνεται ότι είχε διαβάσει Λουκρήτιο και κατά προέκταση Επίκουρο. Τριάντα χρόνια πριν γεννηθεί ο Μποτιτσέλι, είχε βρεθεί το «Για τη Φύση των Πραγμάτων» από τον Μπρατσιολίνι. 

Το αρχικό χειρόγραφο δεν έχει σωθεί. Όμως ένα άλλο, πιστό αντίγραφό του, βρέθηκε στη Φλωρεντία, γραμμένο από τον φίλο του Νικολό Νίκολι, που κι αυτός ήταν ουμανιστής και έζησε σ’ αυτή την πόλη στην εποχή του Κόζιμο των Μεδίκων, από το 1364 έως το 1437. Το δικό του χειρόγραφο, που υπήρχε, όσο ζούσε, στη βιβλιοθήκη του, βρέθηκε στην πρώτη Φλωρεντινή Δημόσια  Βιβλιοθήκη του Λορέντζο, του Λαυρέντιου του Μεγαλοπρεπούς των Μεδίκων. Ο Μποτιτσέλι είχε πρόσβαση σ’ αυτή τη μεγάλη βιβλιοθήκη του προστάτη του. Πάνω στα γράμματα αυτού του αντιγράφου, που άρχιζαν με τον ύμνο στην Αφροδίτη, είναι σίγουρο ότι ταξίδεψαν τα μάτια του αισθαντικού ζωγράφου.

Tο ξεκίνημα του Μποτιτσέλι πρέπει να έγινε στην ηλικία περίπου των είκοσι χρονών. Εμφανίζεται στην καλλιτεχνική ζωή της Φλωρεντίας μετά τον Βερόκιο και πριν τον Λεονάρντο ντα Βίντσι.  

Από την αρχή, η αντίληψή του στη γραμμική αναζήτηση, σε ένα παιχνίδι που γίνεται όλο και πιο εκφραστικό, είναι μια διαφορετική αντίληψη από των συγχρόνων του. Γίνεται έτοιμος να εκφράσει στους πίνακές του τη χαρά της ζωής με τον τρόπο των επικουρείων, όπως τη βλέπει σε αυτά που μαθαίνει. Έχουμε, π.χ., τον Άγιο Σεβαστιανό. Μια εικόνα που προοριζόταν για την εκκλησία της Σάντα Μαρία Ματζόρε και που σήμερα βρίσκεται στο Βερολίνο.  Το σώμα του είναι μια μαλακή καμπύλη που κορυφώνεται με την κλίση του κεφαλιού του «χωρίς καμμιά έκφραση οδύνης» στο πρόσωπο. Η αταραξία των επικουρείων.

Ο Μποτιτσέλι δεν είναι ούτε τριάντα χρονών όταν γίνεται ο αγαπημένος ζωγράφος των Μεδίκων. Εργάζεται για τον Λορέντζο Μανίφικο, τον Λαυρέντιο τον Μεγαλοπρεπή όπως τον λέμε εμείς στα ελληνικά, αλλά συχνότερα για τον Λορέντζο ντι Πιερφραντζέσκο, συγγενή του ηγεμόνα. Γνωρίζεται επίσης με τον πνευματικό καλλιεργημένο κύκλο των ουμανιστών της Φλωρεντίας. Οι επικούρειες επιδράσεις - που προέρχονται από το αντίγραφο του ποιήματος του Λουκρήτιου που είχε υπ' όψιν του ο Μποτιτσέλι - θα επηρεάσουν πολύ τον ζωγράφο και θα εκφραστούν στους δυο πιο ονομαστούς πίνακές του, στην «Πριμαβέρα» (Άνοιξη) και στη «Γέννηση της Αφροδίτης».  

Με την προστασία των Μεδίκων, ο Μποτιτσέλι δημιούργησε ένα νέο είδος τέχνης. Η «Άνοιξη», έργο φιλοτεχνημένο εικοσιπέντε χρόνια μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, ήταν εμπνευσμένη από την ποίηση και ήταν αποκύημα της φαντασίας του. Του επιτρέπει να ανατρέξει όπου θέλει, στις κλασσικές ανθρωπιστικές ιδέες, ακόμα και στις παγανιστικές όπως είπανε πολλοί που ανησυχούσαν. Όμως κατά τους νεοπλατωνικούς κύκλους, που ήταν οι μόνοι αρχαιοσκόποι που ήταν αποδεκτοί από την Εκκλησία, ο Μποτιτσέλι «διεύρυνε τα όρια της Χριστιανικής  Τέχνης». Ζωγράφισε την Αφροδίτη, που ήταν η αρχαία θεά της ομορφιάς, να γιορτάζει τον ερχομό της Άνοιξης.
 

Το μέγεθος του πίνακα 2Χ3 μέτρα ήταν ασυνήθιστο για κοσμικό πίνακα. Το κύριο θέμα του είναι ο έρωτας και ο γάμος. Στο κέντρο του πίνακα δεσπόζουν  η Αφροδίτη και ο γιος της ο Έρωτας. Ο Μποτιτσέλι δημιούργησε το έργο του να είναι υπαινιχτικά ερωτικό. Αλλά ταυτόχρονα αποδίδει το θέμα με τέτοιο τρόπο, ώστε να μη σοκάρει την φλωρεντινή ευαισθησία. Οι τρεις Χάριτες που παρουσιάζονται σαν νεαρές κοπέλες της παντρειάς, ντυμένες με αέρινα λευκά φορέματα συμβολικά της παρθενικότητας, είναι οι στόχοι για τα βέλη του Έρωτα. Ως ακόλουθοι της Αφροδίτης ενσαρκώνουν τις σεξουαλικές δυνάμεις της Άνοιξης. Τα ονόματά τους είναι Αγλαΐα, Ευφροσύνη, Θάλεια. Ο Ερμής, που στέκεται στο πλάι τους αλλά κοιτάζει έξω από το κάδρο, είναι ο προστάτης τους, καθώς και ο φύλακας του κήπου όπου έρχεται η Άνοιξη. Η παρουσία του εξηγείται από τον μύθο που τον φέρει ως πατέρα του γιού της Αφροδίτης, του Έρωτα.  

Εκτός από τις τρεις Χάριτες, άλλες τρεις μορφές βρίσκονται στο δεξιό μέρος της Άνοιξης. Παριστάνουν μια σκηνή μεταμόρφωσης. Ο Ζέφυρος, η ανοιξιάτικη αύρα, πλησιάζει την νύμφη Χλωρίδα που φοβάται για τις προθέσεις του και προσπαθεί να φωνάξει, αλλά από το στόμα της βγαίνουν μόνο τριαντάφυλλα. Έχοντας χάσει την παρθενικότητά της, μεταμορφώνεται στη Φλώρα, στη θεά της Άνοιξης, που τώρα, ντυμένη κανονικά με πλούσια φορεσιά και φορώντας τα κοσμήματα μιας παντρεμένης γυναίκας της Φλωρεντινής κοινωνίας, είναι το σύμβολο της μητρότητας και όλων των αγαθών της ζωής, όπως τα τριαντάφυλλα στο φόρεμά της. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η επικούρεια ματιά του Μποτιτσέλι συνοψίζεται στις Χάριτες, στα λεπτά τους δείγματα, στον αέρινο χορό τους, στις ανάλαφρες κινήσεις των χεριών που κρατούνε τον ρυθμό ή στον κυματισμό των πέπλων γύρω από τις μορφές, στην επιμονή του ζωγράφου να συσπειρώνει και να ξεδιπλώνει αδιάκοπα τις γραμμές του. 

Η στάση του Μποτιτσέλι απέναντι στον αρχαίο κόσμο είναι μοναδική: Δεν προσπαθεί, σαν τους άλλους της Αναγέννησης που μελετούσαν σχολαστικά τα αρχαία μνημεία και τα γλυπτά, να εφαρμόσει τους νόμους και τους μυστικούς κανόνες στην αναλογία και στην τελειότητα  των μορφών. Προτιμάει να εμπνέεται από έναν ποιητικό στίχο στο «Για τη Φύση των Πραγμάτων» που μιλάει για την Αφροδίτη, παρά από μια μορφή σκαλισμένη σε επιτύμβια στήλη ή από τις αναμνήσεις ενός κόσμου θαυμαστού, αλλά χαμένου για πάντα.

Μετά το «χριστιανικό του διάλειμμα» στη Ρώμη, όπου τον κάλεσε το 1481 ο πάπας Σίξτος ο Δ΄ μαζί με άλλους, για τη διακόσμηση της Καπέλα Σιξτίνα, ο Μποτιτσέλι ξαναγυρίζει στις αρχαίες αναφορές, με το «Άρης και Αφροδίτη», το «Παλλάς και Κένταυρος» και τη «Γέννηση της Αφροδίτης», έργο που του είχε παραγγείλει ο προστάτης του Λορέντζο ντι  Πιερφραντζέσκο το 1484, για το σπίτι του - για δική του δηλαδή επικούρεια τέρψη. Στους περισσότερους πίνακές του ο Μποτιτσέλι χρησιμοποιεί για μοντέλο του την ωραιότατη Σιμονέτα, ξαδέλφη του χαρτογράφου Αμέρικο Βεσπούτσι απ’ όπου πήρε το όνομά της η Αμερική. Η Σιμονέτα Βεσπούτσι αν και πέθανε νέα, σε ηλικία εικοσιτεσσάρων χρονών, ζει αιώνια - μετουσιωμένη με την τέχνη του καλλιτέχνη. 

 

Στη «Γέννηση» η θεά, αγνή στα πρώτα σκιρτήματα της ζωής, στέκεται ακίνητη τρέμοντας, ανάμεσα στην ορμή των ανέμων και στην Ώρα της Άνοιξης, που την πλησιάζει για να τη σκεπάσει, φορώντας ένα πέπλο κεντημένο με λουλούδια. Είναι η νύμφη της εποχής όπου οι δυνάμεις που τις ελέγχει η Αφροδίτη βρίσκονται στη μεγαλύτερη ακμή τους. Η παρουσία όμως της Ώρας της Άνοιξης δεν σημαίνει ότι η Αφροδίτη γεννήθηκε αυτή την εποχή. Απλώς γίνεται αναφορά σε στίχους του Ομήρου που λένε ότι ο Ζέφυρος μετέφερε την Αφροδίτη στο νησί της Κύπρου, όπου την υποδέχτηκαν οι Ώρες. Ο Μποτιτσέλι έκρινε προφανώς ότι μία Ώρα ήταν αρκετή για τη σύνθεσή του.  

Την επόμενη χρονιά, το 1485, φτιάχνει μια άλλη Αφροδίτη με τη μορφή της Σιμονέτας στη σύνθεση «Άρης και Αφροδίτη». Σε αυτόν τον πίνακα ο καλλιτέχνης παριστάνει τις ιδέες του πολέμου και της ειρήνης στα πρόσωπα των δύο θεών. Στον άλλο πίνακά του «Αθηνά και Κένταυρος» βλέπουμε μια αλλιώτικη Αθηνά από ό,τι την έχουμε συνηθίσει, γιατί απλούστατα ήταν συνοδευτικό κομμάτι στην Άνοιξη και στη Γέννηση της Αφροδίτης. Εδώ η Αθηνά μεταβιβάζει με την επαφή της στον Κένταυρο, ένα πλάσμα μισός άνθρωπος και μισός ζώο, τη γνώση. Που εξανθρωπίζει τους ανθρώπους και τους δημιουργεί συνείδηση και αίσθημα ηθικής - μια κατάσταση γνωστή στον ανθρωπιστή Μποτιτσέλι στον καιρό της Αναγέννησης. Επίσης, στο έργο του «Συκοφαντία», το θέμα του το πήρε από την περιγραφή ενός πίνακα του Έλληνα ζωγράφου Απελλή, από τον επικούρειο Λουκιανό, που ήταν πολύ της μόδας στη Φλωρεντία του Μποτιτσέλι . 

Όμως το «μηδένα προ του τέλους μακάριζε» του Σόλωνα ταίριαξε και με τον Μποτιτσέλι. Μετά την κατάληψη της Φλωρεντίας από τους στρατιώτες του Καρόλου της Γαλλίας, ένας ασκητής με ταλέντο στο κήρυγμα, ο Σαβοναρόλα,  διχοτόμησε την Φλωρεντία. Η μεσαιωνική δεισιδαιμονία ερχόταν σε σύγκρουση με τη λάμψη της Αναγέννησης. Η Φλωρεντία έπρεπε να βιώσει την «πυρά της ματαιοδοξίας», αλλά και να γίνει ένα υπόδειγμα χριστιανικής πολιτείας. Η προηγούμενη πυρά των ωραίων δημιουργικών ημερών ονομάστηκε τώρα η πυρά των ματαιόδοξων. Ακόμα και ο Μποτιτσέλι φοβούμενος την καταδίκη, συμμετείχε σε εκείνη την καταστροφή και έριξε ο ίδιος στην πυρά πίνακές του.  

      Από τα πρώτα του λαμπρά χρόνια, που με τον επικούρειο χρωστήρα του είχε αναγεννήσει το φως, τώρα γερασμένος και άρρωστος, έχοντας μπει στο περιθώριο από τις νέες τάσεις ζωγραφικής και σε οικονομική στενότητα, είχε ξεπέσει, σύμφωνα με τον χρονικογράφο Βαζάρι, σε οπαδό του Σαβοναρόλα, και ζωγράφιζε  θέματα σκοτεινά, όπως π.χ. τη «Μυστική Γέννηση». Όμως, ακόμα και σε αυτόν τον πίνακα, βρήκε τον δρόμο για την Ελλάδα, γράφοντας και υπογράφοντας στα αρχαία ελληνικά «Εγώ ο Αλέξανδρος…» Πέθανε λίγα χρόνια μετά την εκτέλεση του Σαβοναρόλα - σε ηλικία εξήντα πέντε χρονών, το 1510. 

Αλλά και η φήμη του μεγάλου καλλιτέχνη παρέμεινε κι αυτή θαμμένη για τριακόσια ολόκληρα χρόνια. Μέχρι που την έφεραν, στο αλλοτινό φως, τον δέκατο ένατο αιώνα  οι προραφαηλίτες ζωγράφοι Μιλέ και Ροσέτι. Και ο Μποτιτσέλι αποκαταστάθηκε ως ένα από τα πιο σπάνια ταλέντα του 15ου αιώνα.
                                                                    
 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση