ΑΠΟΨΕΙΣ
Μια πόρτα για την άνοιξη!
Κάποτε θα ζούσε μια οικογένεια εκεί…μαμά, μπαμπάς, παιδιά, γέλια, χαρές, λύπες, σκοτούρες, όσα μπορείς να φανταστείς κι όσα δεν μπορείς.
Ώρα πρωινή στον Αγκαθιά Σητείας. Ένα όμορφο χωριουδάκι ανατολικά του νησιού μας, που τείνει τα τελευταία χρόνια να γίνει δεύτερη πατρίδα μου. Προνομιούχο, καθώς είναι το σκαλοπάτι που περνάς σε πανέμορφες παραλίες, Χιώνα, Ερημούπολη, Βαϊ, Κουρεμένο. Όμορφο κάθε εποχή με τα σοκάκια του, που το αναγάγουν σε νησί το ίδιο, την πολλή πέτρα σε τοίχους και περιφράξεις, τις πέτρινες κρήνες, τις μικρές γούρνες με τις βρυσούλες, που κάποτε ξεδίψαγαν περαστικούς, με τα σπίτια τα παλιά, τα ετοιμόρροπα, μα και τα ανακαινισμένα, φρεσκοβαμμένα, απολύτως ταιριαστά στην τεχνοτροπία τους, με πορτοπαράθυρα και κάγκελα καλλιτεχνήματα. Όλα τα σπίτια περιποιημένα και συμπληρωμένα με καλοφτιαγμένες αυλές, καθαρές και παστρεμένες, καλοφυτεμένα παρτέρια, όπου δέντρα και δεντράκια, γλάστρες και γλαστράκια, βρίσκονται μονίμως σε συναγωνισμό για το στέμμα της γλάστρας καλλονής. Στο βάθος το τοπίο στεφανώνει ο βράχος της στεριάς, μια γη σμιλεμένη από αρχαιοτάτων χρόνων, από τον τόρνο της φύσης και του χρόνου, μια γη που δεσπόζει και ψηλώνει να φτάσει το ουράνιο στερέωμα, ο απόλυτος κυρίαρχος τραπεζοειδής λόφος, σήμα κατατεθέν της περιοχής.
Συντροφιά στο περπάτημα μου έχω την κόρη μου, παρέα μου τις μέρες του Πάσχα και νιώθω κυρίαρχος της γης, ψηλώνω κι εγώ να φτάσω το ουράνιο στερέωμα. Κάτι από την αγάπη μου γι’ αυτό τον τόπο προσπαθώ να της εμφυσήσω, να το νιώσει σα δικό της χωριό, ίσως και μελλοντικό λημέρι, άμα αλλάζει ο καιρός της ζωής της. Να βλέπει ουσιαστικά με παρατήρηση κι όχι επιδερμικά το τοπίο, τον περιβάλλοντα χώρο θέλω να της μάθω, να ξετρυπώνει ομορφιές , αφανείς για τους πολλούς, να εκτιμά την ηρεμία και την απλότητα των μικρών, απομακρυσμένων τόπων, αντίποδα των μεγάλων πόλεων, τη ζεστασιά και την αγκάλη μιας γειτονιάς, αντίποδα της αστικής αποξένωσης, να δίνει την αξία που του πρέπει στο ταπεινό χαμομηλάκι, στη μωβ ανεμώνη, στην κατακόκκινη παπαρούνα, στη μαργαρίτα του μ’ αγαπάς δε μ’ αγαπάς, στο κάθε απλό λουλουδάκι που με το χρώμα του ζωντανεύει τον πίνακα του κόσμου μας, μα και το μέσα μας, που με τη μοσχοβολιά του γλυκαίνει τις έγνοιες μας και σαγηνεύει τις αισθήσεις μας. Απρόσμενες, μα απόλυτα οικείες καλημέρες, με νοικοκυρές που σκουπίζουν τις αυλές τους ή ξεβοτανίζουν τρυφερά τα φυτά τους, με τον ιδιοκτήτη του μπακάλικου που αλλάζει θέση στα κηπευτικά του να περάσει η ώρα αναμονής του πελάτη, διακόπτουν το ρεμβασμό της φύσης και της στιγμής που μας έχει συνεπάρει. Λίγο πριν με ευλάβεια είχαμε κάνει το σταυρό μας περνώντας από την εκκλησία του χωριού, κλειστή εκείνη την ώρα, ενώ δεν τελεσφόρησε η ανίχνευση μου με ύφος κομάντο για κάποιο κλειδί σκόπιμα κρυμμένο γι αυτούς που ξέρουν, μέσα στη γλάστρα με το βασιλικό, παράμεσα της εκκλησίας.
Για άλλη μια φορά κινηθήκαμε περιμετρικά, με τον καιρό να είναι σύμμαχος, ούτε εντελώς ηλιόλουστος, μα ούτε και συννεφιασμένος, σα να ακουμπούσε τρυφερά κι αυτός , ευλαβικά, μέρες που ήταν, αυτόν τον κόσμο που του λαχε να διαφεντεύει. Ένα ελαφρύ αεράκι έφερνε κοκκινόχωμα, που ίσως και να κορυφωνόταν τις επόμενες ημέρες, με ασυνήθιστα επίπεδα σκόνης, έλεγε η ανάμνηση μιας ενημέρωσης, απολύτως αταίριαστης με τη μυσταγωγία που βιώναμε.
Ώσπου βήμα το βήμα, κουβέντα την κουβέντα, σιωπή τη σιωπή, σε μια αλληλουχία κουβέντα-σιωπή-ρεμβασμός βρεθήκαμε μπροστά σε ένα μισογκρεμισμένο τοίχο, με μια γαλάζια μισάνοιχτη πόρτα, γδαρμένη και πολυκαιρισμένη. Μια πόρτα με πλαίσιο που κάποτε σίγουρα φιλοξενούσε γυάλινη επιφάνεια, εύθραυστη και σμπαραλιασμένη εδώ και χρόνια. Ένα τοίχο που έστεκε χωρίς έρισμα, τοίχος χωρίς κτίριο, πουκάμισο αδειανό, χωρίς σάρκα. Ένα τοίχο, πολυκαιρισμένο, σκαμμένο και ξεφλουδισμένο από τα λιοπύρια, διαβρωμένο από τις νεροποντές, με μια πόρτα που τώρα ήταν σαν είσοδος που σε έβαζε στον πιο όμορφο κήπο, στο πιο όμορφο ανοιξιάτικο τοπίο. Αυτό που αναπάντεχα εμφανίστηκε μπροστά σου, έκπληξη, δώρο και μαγεία για σένα που περπάτησες ως εκεί. Στο αλλοτινό σπίτι μέσα θέριευε τώρα ένα λιβάδι με μαργαρίτες, αγριολούλουδα και φουντωτή πρασινάδα κάθε λογής κι απόχρωσης.
Κάποτε θα ζούσε μια οικογένεια εκεί…μαμά, μπαμπάς, παιδιά, γέλια, χαρές, λύπες, σκοτούρες, όσα μπορείς να φανταστείς κι όσα δεν μπορείς. Αργότερα ίσως να κατοικούσαν σεβάσμιοι ηλικιωμένοι, μαζί δεμένοι στο άροτρο «ζωή», με μια έγνοια συντροφική και συγκινητική, άμα πεθάνεις θα πεθάνω. Τώρα η φύση έχει κάνει τη δική της κατάληψη, χαμογελαστή για το εργόχειρο που έπλεξε, ζωγραφίζοντας το δικό της πίνακα πάνω στο κασελίκι της πόρτας. Φτιάχνοντας δική της οικογένεια, γειτονιά, το δικό της χωριουδάκι. Με παιδιά τα φυτά και τα δέντρα, με συγγενείς τον ήλιο, την αστροφεγγιά, πετούμενα και πάμπολλες γατούλες, με ύφος κυρίαρχο στην περιοχή.
Πόσοι και πόσοι συνειρμοί, πόση αναπόληση και νοσταλγία, πόσες και πόσες αλληγορίες και φανταστικές αναζητήσεις δεν υποκίνησε στο μυαλό μας, στη σκέψη μας, μοιρασμένη ή μη, το τοπίο αυτό. Με την οργιαστική ανοιξιάτικη φύση, με το συνδυασμό χάλασμα και αναγέννηση, με το όμορφο μπλε της πόρτας που ενώνονταν με το μπλε του ουρανού και σε ταξίδευε εκεί που ήθελες να πας, εκεί που κάποτε ήλπιζες και ποτέ δεν πήγες, ταξιδεμένος αταξίδευτος αυτού του κόσμου. Σε τόπους εξωτικούς που πάντα θα τους λαχταράς, μα και που πάντα θα σε καρτερούν να τους επισκεφτείς.