ΑΠΟΨΕΙΣ
Η τρίτη ηλικία που είναι πρώτη, ενώ καλπάζουμε προς τα Χριστούγεννα...
Ποιος ανακάλυψε τα στερεότυπα; Κάποιος που έζησε χρόνια πριν, καλά ή κακά. Μάλλον κακά. Κάποιος που έχει πεθάνει (ή τον φόνευσαν).
της Μαρίας Λιονάκη
«Πάρε εσύ τα χάδια, τα γυμνά σκοτάδια, τα πρωτότυπα κι άσε εδώ για μένα κάτι στοιχειωμένα σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ καρδιά μου στερεότυπά μου...» τραγουδά η Δήμητρα Γαλάνη. Με φωνή που αρχικά σέρνεται στον ανήφορο, μα μετά παίρνει φόρα στο ίσιωμα, καλπάζει, απογειώνεται στους αιθέρες. Στο ραδιόφωνο το δικό μου και των άλλων υποθέτω. Αυτή τη στερεότυπα κρύα μέρα του Δεκέμβρη που ο ήλιος λάμπει στο στερέωμα και πάλι. Αφού διέλαθε της προσοχής του στερεότυπα γνοιαστικού πατέρα Ουρανού και άρχισε τα παιχνίδια του. Ενώ τις προηγούμενες μέρες η Διδώ πέρασε στερεότυπα πρώτη την πόρτα του καιρού, του χειμώνα κι ο Ετεοκλής, ιππότης την ακολούθησε. Που στερεότυπα την κρυφοκοίταζε κι αναστέναζε.
Ποιος ανακάλυψε τα στερεότυπα; Κάποιος που έζησε χρόνια πριν, καλά ή κακά. Μάλλον κακά. Κάποιος που έχει πεθάνει (ή τον φόνευσαν). Ο άνδρας είναι το ισχυρό φύλλο, η γυναίκα το ασθενές (ένα σύννεφο στον ουρανό ίσως προμηνύει ασθενείς βροχές, ίσως και καβγάδες). Ο άνδρας είναι για την εργασία, τις εξωτερικές δουλειές κι η γυναίκα για το σπίτι, το νοικοκυριό. Ο άνδρας μπορεί να παντρευτεί μικρότερη γυναίκα ( επιβάλλεται κιόλας), η γυναίκα δεν είναι ηθικό να κάνει με μικρότερο άνδρα σχέση, δεσμό (γυναίκα φόνευσε αυτόν τον τετραπέρατο (τερατόμορφο ήθελα να πω) που έφτιαξε τα στερεότυπα και μετά έφυγε, μας άφησε να χτυπιόμαστε στις Συμπληγάδες τους). Οι γονείς παραμερίζουν τα δικά τους θέλω, τα όνειρά τους και γίνονται θυσία για τα παιδιά της. Τα παιδιά μετά παραμερίζουν τα δικά τους θέλω, γίνονται θυσία (Σε μια σχέση ανταπόδοσης σαν εμπορική συναλλαγή, αμφίδρομη στα μαθηματικά. Σαν κλεψύδρα που την πάει η ζωή μια πάνω, μια κάτω ) και προσέχουν, νοιάζονται, γηροκομούν τους ηλικιωμένους γονείς. Και φτάσαμε σιγά σιγά στο θέμα μας. (Που αρχικά σερνόταν στον ανήφορο, μα μετά πήρε φόρα στο ίσιωμα, κάλπασε κι απογειώθηκε στους αιθέρες.) Παράσιτα κάνει το ραδιόφωνο. Τι έγινε; Μήπως ο Ετεοκλής άφησε ανοιχτή την πόρτα; (αχ αυτή η Διδώ! )
Το θέμα μας λοιπόν είναι η Τρίτη ηλικία. Ένδοξο θέμα, καθώς έχει και Εθνική εορτή. Πρώτη Οκτωβρίου είναι η παγκόσμια ημέρα Ηλικιωμένων. Στερεότυπα. Παρόλο που οι ηλικιωμένοι γιορτάζουν κάθε μέρα στην ενήλικη ζωή των παιδιών τους. Των παιδιών που δεν είναι πια και τόσο παιδιά. Που είναι γονείς δικών τους παιδιών, που κι αυτά με τη σειρά τους είναι δυο φορές παιδιά των παππούδων και των γιαγιάδων τους.(Κατεβαίνει το σύννεφο. Έχει πάρει φόρα στο ίσωμα, καλπάζει…) Που έχουν εργασία, υπεύθυνη θέση διοίκησης επιχείρησης. Που σημειώνει πρόοδο στην αγορά, που επιβραβεύεται με μπόνους και κάνει καριέρα στο χρηματιστήριο. Που έχουν κοινωνικές υποχρεώσεις κι ένα δυο συλλόγους, όπου δραστηριοποιούνται. Που κάνουν ένα μεταπτυχιακό στον ελεύθερο τους χρόνο. Αυτός ακριβώς ο δραστήριος άνθρωπος… το παιδί, ο γονιός, το πολυμηχάνημα (όπως θέλετε πείτε το) που είναι ο φόβος και ο τρόμος εταιρείας, το κάστρο που δεν πέφτει ερωτικού συντρόφου, ο επιλεκτικός στις κοινωνικές συναναστροφές φίλος και ο σχολαστικός στην επιστήμη μελετητής… γίνεται βούτυρο, άγεται και φέρεται, σέρνεται από τη μύτη (αλλά δεν καλπάζει) ενός ιδιόμορφου (για να μην πούμε τίποτα χειρότερο ) ανθρώπου της τρίτης ηλικίας. Που μόνο την ηλικία έχει τρίτη. (Και αυτή, όταν θέλει. Γιατί αν είναι να δοκιμάσει ένα ανθυγιεινό έδεσμα…) Πρώτη ηλικία είναι η Τρίτη ηλικία στην πονηριά! Και στο πείσμα, στο ινάτι! Δεν τρώει δεύτερη μέρα το ίδιο φαγητό, ο Χριστός να κατέβει από τον ουρανό. Δεν κάνει μπάνιο, αν δε θέλει, οι Απόστολοι να κατέβουν για ενισχύσεις. Κι οι Προφήτες και οι Σίβυλλες, οι θηλυκές μάντεις από μια άλλη εποχή, να κατέβουν. Που ζωγράφισε ο Μιχαήλ Άγγελος (1508-12) στην οροφή της Καπέλα Σιξτίνα στο Βατικανό. Μαζί με τους ignudi, τους γυμνούς νέους. ( Καλά, μάνα δεν είχαν αυτοί;)
Θα φύγω ταξίδι μαμά στην Ιταλία τα Χριστούγεννα , μόνο να κάθεσαι μέσα τις επόμενες μέρες, μην κρυώσεις και λείπω. Όχι οικογενειακώς. Με γκρουπ όμως, όχι μόνη μου. Δε θα χαθώ μαμά, θα προσέχω, τον εαυτό σου να κοιτάς! Όχι δε θα φάω παγωτά (που τα ξέρει τα φημισμένα…) Να μη βγαίνεις να κάθεσαι στο μπαλκόνι, να ατενίζεις ρεμβαστικά τα Λευκά όρη κι ας έχει ήλιο. Ο ήλιος αυτός είναι με δόντια! Και βάλε και κανένα παλτό, όταν βγαίνεις! Γεμάτη η ντουλάπα παλτό. Με όλες τις μόδες, με βάτα, με πέτα μεγάλα, με πέτα μικρά, ως το γόνατο, πιο μακριά, σε ίσια γραμμή, κασμίρι ή όλο μαλλί, ψαροκόκαλο...Ενδυματολογικό μουσείο η ντουλάπα σου κι εσύ κυκλοφορείς κουνιστή και λυγιστή με τη ρομπούλα τη γαλαζωπή. Σαν τη στολή της αεροπορίας. Ολόκληρος στρατός (πεζικό, αεροπορία, ναυτικό) κι αν σε προσέχει (αδερφή, γαμπρός, ανιψιές, μπατζανάκηδες, γαμπροί, κουνιάδες) πάντα βρίσκεις τρόπο να λανθάνεις της προσοχής τους και να το σκας. Όταν κοιμούνται, όταν βλέπουν τηλεόραση, όταν τηλεφωνούν. Σε μπακάληδες, φουρναραίους, στις αυλές. Στο έπος το δικό σου. Ενώ λυσσομανά στερεότυπα, Δεκέμβρη μήνα ο βοριάς. Με αεροπλάνα και βαπόρια και με τους φίλους τους παλιούς σε ψάχνουμε κι όμως εσύ δε μας ακούς… Θέλω να πάω και να γυρίσω ήσυχη μαμά. Ότι θα σε βρω εδώ. Άντε γιατί με όλες αυτές τις βιβλικές σκηνές που κοιτάζω στα βιβλία των μουσείων, Ιουδήθ και Ολοφέρνης, Κατακλυσμός, Εκδίωξη από τον Παράδεισο, Προφήτες, Δευτέρα Παρουσία, ο Θεός διαχωρίζει την ξηρά από τη θάλασσα, ο Θεός διαχωρίζει το φως από το σκοτάδι… έχω φοβηθεί μαμά. Φοβάμαι το δικό σου κατακλυσμό. Άντε κι ο Θεός Βοηθός ! Καλά Χριστούγεννα ( Buon Natale) και ρίξτε μια ματιά, πρώτα στους δικούς σας ηλικιωμένους και μετά στην κυρά Ξανθίππη!
( Κάρολος Ντίκενς, ανιψιός προς τον Σκρούτζ)
«— Yπάρχουν, υποθέτω, πολλά πράγματα που θα μπορούσα να ’χα δει καλό, μα δεν επωφελήθηκα, απάντησε ο ανιψιός. Κι ανάμεσα στ’ άλλα, είναι και τα Χριστούγεννα. Όμως, είμαι βέβαιος πως πάντα τα συλλογιζόμουν, χώρια από το σεβασμό που τους έπρεπε για το ιερό τους όνομα και την προέλευση —αν είναι, βέβαια, δυνατόν κάτι που ανήκει σ’ αυτά να το βλέπεις ξεχωριστά— σαν μια εποχή καλή, ευχάριστη. Μια εποχή όλο καλοσύνη και συμπόνια, φιλευσπλαχνία και χαρά. Η μόνη απ’ όσες ξέρω μέσα στο μακρύ ημερολόγιο του χρόνου όπου άντρες και γυναίκες, σαν μια ψυχή, ανοίγουν λεύτερα τις καρδιές τους και αναλογίζονται τους άλλους σαν πραγματικούς συνταξιδιώτες προς τον τάφο, κι όχι σαν μια άλλη ράτσα πλασμάτων που έχουν διαφορετικό προορισμό. Γι’ αυτό, θείε, μ’ όλο που ποτέ δεν έβαλα μήτε ένα κομματάκι χρυσό ή ασήμι στην τσέπη μου, πιστεύω πως μου έκαναν καλό και πως θα μου κάνουν. Για τούτο λέω: ας είναι ευλογημένα!»