ΑΠΟΨΕΙΣ
Η συγκυρία δεν σηκώνει ελαφρότητες και «αυταπάτες»
Η χώρα μας θα πρέπει να εργαστεί διπλωματικά ώστε μία ενδεχόμενη νέα Ειδική Σχέση με την Τουρκία να μην περιορίζεται στο οικονομικό επίπεδο, αλλά να διασφαλίζει τα κυριαρχικά δικαιώματα Ελλάδας και Κύπρου.
Του Νίκου Ανδρουλάκη
Οι Ευρω-Τουρκικές σχέσεις βρίσκονται σε μία δύσκολη φάση. Οι προκλητικές ενέργειες της γείτονος συνεχίζονται ακόμα και κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Από Ευρωπαϊκής πλευράς, παρά τις διχογνωμίες, υπάρχει η επιθυμία να πέσουν οι τόνοι και να υπάρξει αποκλιμάκωση, όπως φάνηκε και από την επίσκεψη του Ύπατου Εκπροσώπου κ. Josep Borrell. Οι επικείμενες Αμερικανικές εκλογές, είναι ένας ακόμη παράγοντας. Η ενδεχόμενη αλλαγή στον Λευκό Οίκο ευελπιστούμε να σταματήσει τα σημερινά αντιφατικά μηνύματα απέναντι στον Τουρκικό παράγοντα.
Το μόνο δεδομένο είναι ότι η πολιτική της Τουρκίας υπονομεύει ευθέως την ασφάλεια και την σταθερότητα στην περιοχή με τις παρεμβάσεις της σε Συρία και Λιβύη, την εργαλειοποίηση του προσφυγικού, τις αμφισβητήσεις των κυριαρχικών δικαιωμάτων Ελλάδας και Κύπρου και την προσπάθεια για μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε Τέμενος. Τις τελευταίες ημέρες μάλιστα πλοία του Τουρκικού Ναυτικού δεν δίστασαν να απειλήσουν μία Ελληνική Φρεγάτα που συμμετείχε στην Ευρωπαϊκή Επιχείρηση Ειρήνη και να κλειδώσουν στα ραντάρ τους μία Γαλλική Φρεγάτα που βρισκόταν εκεί με το ΝΑΤΟ και είχαν και οι δύο την αποστολή να εφαρμόσουν το εμπάργκο όπλων στη Λιβύη. Οι ενέργειες αυτές παραβιάζουν το Ευρωπαϊκό και Διεθνές Δίκαιο, και αποτελούν συνέχεια της εκφρασμένης επιθυμίας του Προέδρου Ερντογάν, να εμφανιστεί ως ο νέος πατέρας των Τούρκων, επεκτείνοντας την επιρροή της στην Ανατολική Μεσόγειο με τάσεις αναθεωρητισμού της Συνθήκης της Λωζάνης.
Σε αυτή την κρίσιμη χρονική στιγμή, ο επικεφαλής του ΕΛΚ Μάνφρεντ Βέμπερ, επέλεξε να επιτεθεί με ανακοίνωσή του μεταξύ άλλων στους ευρωβουλευτές των Σοσιαλιστών και της Αριστεράς, ότι δήθεν μπλόκαραν ένα σκληρό ψήφισμα κατά της Τουρκίας στην προσεχή Σύνοδο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Καταρχήν, με αυτόν τον τρόπο υποσκάπτει το πνεύμα εθνικής συνεργασίας μεταξύ των ελληνικών και κυπριακών κομμάτων του δημοκρατικού τόξου. Δεύτερον, η ανακοίνωση Βέμπερ αναφέρεται σε μία ψηφοφορία, η οποία ουδέποτε πραγματοποιήθηκε στην Διάσκεψη των Προέδρων, για το αν θα υπάρχει ψήφισμα και όχι μόνο συζήτηση. Τρίτον, ακόμα και να γινόταν η ψηφοφορία, Σοσιαλιστές και Αριστερά δεν θα μπορούσαν να το μπλοκάρουν καθώς δεν έχουν την πλειοψηφία σε ένα όργανο που συμμετέχουν οι εκπρόσωποι και των 7 πολιτικών ομάδων του Κοινοβουλίου. Παρόλα αυτά η ανακοίνωση επιτίθεται μόνο σε αυτές τις δύο, χωρίς να αναφέρεται κάτι για τις υπόλοιπες και ιδιαίτερα στους φιλελευθέρους του Εμ. Μακρόν.
Επίσης, αρνητική εντύπωση έκανε και η άμεση υιοθέτηση των ισχυρισμών Βέμπερ, από τον Υπουργό Εξωτερικών, Νίκο Δένδια, ο οποίος τους αναπαρήγαγε στον λογαριασμό του στο Twitter δύο φορές, αδυνατώντας προφανώς να υποστηρίξει τον θεσμικό του ρόλο. Είναι φανερό ότι οι Ευρω-Τουρκικές σχέσεις βρίσκονται σε φάση αναπροσαρμογής και επανακαθορισμού. Η χώρα μας θα πρέπει να εργαστεί διπλωματικά ώστε μία ενδεχόμενη νέα Ειδική Σχέση με την Τουρκία να μην περιορίζεται στο οικονομικό επίπεδο, αλλά να διασφαλίζει τα κυριαρχικά δικαιώματα Ελλάδας και Κύπρου. Τον τελευταίο καιρό, ακολουθούμε τις εξελίξεις, απουσιάζοντας από τις αποφάσεις όπως έγινε στη Σύνοδο του Βερολίνου. Σε μία περίοδο τεκτονικών αλλαγών όπως αυτή, ίσως ο κ. Μητσοτάκης όφειλε να σκεφτεί καλύτερα την σύγκληση του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών όπου τα κόμματα θα συζητήσουν με ειλικρίνεια και χωρίς δήθεν αυταπάτες, μία νέα ολοκληρωμένη εθνική στρατηγική.
*Το άρθρο του Νίκου Ανδρουλάκη δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα "Τα Νέα"