ΑΠΟΨΕΙΣ
Η Καταστροφή μέσα από τα μάτια ενός οκτάχρονου κοριτσιού
Eίναι η περιπέτεια της μικρής Αντωνίας Ρουσέα - που έφυγε τελικά από τη ζωή «πλήρης ημερών» το 2005
Του Θανάση Γιαπιτζάκη
Μου δόθηκε η ευκαιρία από τον γιο της κι είναι ευκαιρία για όλους μας - στη μαγνητοφωνημένη φωνή της να συγκλονιστούμε από τα γεγονότα εκείνα της Μικράς Ασίας, που όσο και να απομακρύνονται στον χρόνο, οι Τούρκοι είναι πάντα δίπλα μας και η μισαλλοδοξία ορισμένων δικών τους και ορισμένων δικών μας τα φέρνει πιο κοντά απ’ όσο νομίζουμε. Είναι η περιπέτεια της μικρής Αντωνίας Ρουσέα - που έφυγε τελικά από τη ζωή «πλήρης ημερών» το 2005. Ακούστε αυτήν την φωνή - με την ενδόμυχη σκέψη μήπως έρχεται από το μέλλον:
«Το χωριό μου, ο Κουκλουτζάς, απείχε γύρω στα πέντε χιλιόμετρα από τη Σμύρνη. Από το χωριό φαινότανε ο κόλπος της Σμύρνης και το Κορδελιό. Το σπίτι μας ήταν λίγο έξω από το χωριό, σε μια περιοχή που υπήρχαν διάσπαρτες παραθεριστικές βίλες Σμυρναίων. Τέτοια βίλα ήταν το σπίτι που μέναμε κι εμείς. Το σπίτι αυτό το είχε παραχωρήσει στον πατέρα μου ένας πλούσιος Σμυρνιός, με τον όρο να το φροντίζει και να καλλιεργεί το κτήμα που το περιέβαλε. Αυτός δεν ερχόταν ποτέ. Εκεί μέναμε για χρόνια. Εκεί γεννηθήκαμε και τα πέντε αδέλφια: Η Μαρία, που την εποχή της Καταστροφής ήταν 20 χρονών, ο Σταμάτης (18), ο Δημητρός (17), η Κωνσταντίνα (15), κι εγώ (8). Μαζί μας έμενε και ένα τριάχρονο αγοράκι, ο Νικολάκης, που ήταν ανιψιός της μάνας μου. Τον πατέρα του τον είχαν σκοτώσει οι Τούρκοι και η μητέρα του άφησε τον Νικολάκη σ’ εμάς γιατί αναγκάστηκε, για λόγους επιβίωσης, να δουλέψει υπηρέτρια στη Σμύρνη. Συνολικά, μαζί με τον Νικολάκη, ήμασταν έξι παιδιά: τρία αγόρια και τρία κορίτσια. Μαζί με τον πατέρα μου τον Μιχάλη και τη μητέρα μου την Αιμιλία αποτελούσαμε μια οκταμελή οικογένεια.
Οι γονείς μου ήταν γύρω στα σαράντα. Τότε οι άνθρωποι παντρεύονταν μικροί και κάνανε πολλά παιδιά. Ο πατέρας μου καταγόταν από το Τσιρίγο και η μάνα μου από την Άνδρο. Το χωριό μου είχε αρκετούς κατοίκους. Σχεδόν όλοι ήταν Έλληνες. Κοντά μας έμενε η οικογένεια του Μουσταφά, που ήταν Τούρκος. Ο Μουσταφά συνεργαζότανε με τον πατέρα μου σε αγροτικές εργασίες. Ήταν πολύ φίλος με τον πατέρα μου, είχε και δυο κόρες που συχνά παίζαμε μαζί τους. Δίπλα από το σπίτι που μέναμε ο πατέρας μου καλλιεργούσε ένα μεγάλο κτήμα με αμπέλια και με οπωροφόρα δένδρα. Θυμάμαι ακόμα ότι στο κτήμα είχαμε και λίγα κατσίκια, αρκετές κότες κι ένα γαϊδουράκι. Ωραίο και ευρύχωρο σπίτι, μέσα στο πράσινο. Ό,τι φρούτο θέλαμε το βρίσκαμε στο κτήμα μας. Τι άλλο θέλανε τα παιδιά για να μεγαλώνουν ξέγνοιαστα;
Στο χωριό υπήρχε και Δημοτικό Σχολείο. Ήταν στον περίβολο της εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων. Εκεί συνηθιζόταν τότε να φτιάχνουν τα σχολεία. Όταν έγινε η Καταστροφή είχα τελειώσει την Πρώτη Τάξη και θα πήγαινα στη Δευτέρα. Όλα τα μαθήματα στο σχολείο ήταν στα ελληνικά. Οι κάτοικοι του χωριού ήταν πολύ θρησκευόμενοι και τηρούσαν με ευλάβεια όλους τους θρησκευτικούς κανόνες. Θυμάμαι ότι στο σπίτι μας κάναμε αυστηρές νηστείες πριν το Πάσχα και τον Δεκαπενταύγουστο.
Αυτό που με στεναχωρεί είναι ότι δεν θυμάμαι καθαρά τα πρόσωπα των γονιών μου και των αδελφιών μου. Αντίθετα θυμάμαι γεγονότα και πράγματα που μου είχαν κάνει εντύπωση. Για παράδειγμα, θυμάμαι ότι ο πατέρας μου, όπως και οι περισσότεροι άνδρες του χωριού, δεν ντυνόταν φράγκικα. Την Κυριακή, που πήγαινε στην εκκλησία, φορούσε βράκα, γιλέκο, άσπρο πουκάμισο, ζωνάρι, και καμπανί στο κεφάλι.
Πολύ κοντά στον Κουκλουτζά βρίσκονταν άλλα δύο ελληνικά χωριά, το Μπουνάρμπασι και ο Βουτζάς. Θυμάμαι και το τραγούδι που έλεγε: “Μπουρνόβα με τα κρύα νερά, Βουτζά με πρασινάδες και συ καημένε Κουκλουτζά με τσι όμορφες κυράδες“. Οι περισσότεροι στο χωριό ήταν αγρότες. Τα παιδιά από πολύ νωρίς βοηθούσαν κι αυτά τους γονείς τους στις αγροτικές εργασίες. Λίγα ήταν εκείνα που συνέχιζαν στο Γυμνάσιο. Τέτοιο σχολείο δεν υπήρχε στο χωριό και γι’ αυτό αναγκάζονταν να πηγαίνουν Γυμνάσιο στη Σμύρνη. Με τα πόδια να πάνε, με τα πόδια να γυρίσουν. Τα παιδιά φτιάχνανε μόνα τους τα παιχνίδια τους. Για παράδειγμα, το Φεβρουάριο τα αγόρια φτιάχνανε αετούς που τους λέγανε τσερκένια. Τα κορίτσια κατασκεύαζαν κούκλες με πανιά, που τις έλεγαν κούτσες. Εγώ όμως είχα ακούσει ότι στη Σμύρνη πουλούσαν κούκλες, που ήταν πιο ωραίες. Όταν λοιπόν στην Καταστροφή αφήσαμε το χωριό και τραβήξαμε για τη Σμύρνη, μία από τις σκέψεις που έκανα ήταν ότι επιτέλους θα μπορούσα να δω ωραίες κούκλες. Θυμάμαι ότι πολλοί νέοι απέφευγαν να πάνε στον Τούρκικο Στρατό. Κάνανε κρύπτες στα σπίτια τους και κρυβόνταν, όταν τους ψάχνανε οι τσανταρμάδες.
Όταν το 1919 ήλθε ο Ελληνικός Στρατός στη Σμύρνη, σχεδόν όλο το χωριό κατέβηκε στο Λιμάνι για να τον καλωσορίσει. Το τι έγινε εκείνη την ημέρα δεν περιγράφεται. Όλο το χωριό έπηξε στην ελληνική σημαία. Είναι να απορεί κανείς πού βρέθηκαν τόσες σημαίες. Εκτός από τις σημαίες, οι κοπέλες κρέμασαν και τις προίκες τους στα παράθυρα για να υποδεχτούν το τμήμα του Στρατού που ήλθε στο χωριό μας. Το τμήμα αυτό στρατοπέδευσε σε ένα μεγάλο σπίτι, που ήταν κοντά στο δικό μας. Μάλιστα η μεγάλη μου αδελφή, η Μαρία, αγάπησε έναν στρατιώτη αυτού του τμήματος. Θυμάμαι ότι τραγούδαγε και έλεγε: «Γιαννάκη μου, Γιαννάκη μου πάρε με στη στρατώνα,| να σου γυαλίζω τα κουμπιά και τη χρυσή κορώνα». Ο έρωτάς της όμως έμεινε κρυφός. Την εποχή εκείνη η Μαρία ήταν 17 χρονών. Μπορεί να μην θυμάμαι καθαρά το πρόσωπο της Μαρίας, αλλά το τραγούδι αυτό χαράχτηκε στη μνήμη μου.
Ο πατέρας μου καλούσε συχνά στρατιώτες στο σπίτι μας, για να τους περιποιηθεί. Θυμάμαι όμως κι ένα θλιβερό γεγονός. Κάποιοι στρατιώτες, του τμήματος που είχε στρατοπεδεύσει στο χωριό, βίασαν τις δυο κόρες του Μουσταφά, που ήταν οικογενειακός μας φίλος. Το γεγονός αυτό συγκλόνισε την οικογένειά μας. Την ίδια εποχή έγινε και μία αιματηρή ληστεία που έκανε ελληνική περίπολος σε μία βίλα κοντά στο σπίτι μας. Αφού πρώτα σκότωσαν το σκύλο, μετά λήστεψαν και σκότωσαν ένα ζευγάρι Ελλήνων, που ήταν οι επιστάτες τις βίλας. Ύστερα από πολλά χρόνια έμαθα, από συμπατριώτες μου που συνάντησα στην Ελλάδα, ότι υπεύθυνος για το έγκλημα αυτό ήταν ο αρχηγός της περιπόλου, κάποιος από το Λουτράκι Κορινθίας.
Κοντά στο χωριό μου ήταν και ένα τούρκικο χωριό, το Σικλάρι. Όταν έγινε η Καταστροφή, οι Σικλαριώτες μπήκαν στον έρημο πλέον Κουκλουτζά και τον λεηλάτησαν. Αυτό το έμαθα από Τούρκους κατοίκους του Κουκλουτζά το 1983. Την εποχή εκείνη επισκέφτηκα το χωριό μου με μια εκδρομή που οργάνωσε ο σύλλογος Κουκλουτζιωτών που έχει έδρα την Καισαριανή.
Στο τέλος του Αυγούστου του 1922 ο Τούρκικος Στρατός πλησίασε στο χωριό. Έγινε μεγάλη ταραχή. Ακούσαμε πυροβολισμούς, που έπεφταν σε μακρινή απόσταση. Μάθαμε ότι μερικά παλικάρια του χωριού έπιασαν τα υψώματα και πρόβαλαν αντίσταση, για να εμποδίσουν να μπει ο εχθρός μέχρι να προλάβουμε να φύγουμε. Εκείνη την ημέρα η μητέρα μου έβραζε μούστο, για να κάνει μουσταλευριά και σουτζούκο. Την θυμάμαι, λοιπόν, ταραγμένη, να αναποδογυρίζει το τσουκάλι και να χύνει κάτω τον μούστο, να αρπάζει δυο μεγάλα καρβέλια ψωμί και να με σέρνει έξω από το σπίτι, αφού πρώτα μου έβαλε βιαστικά τα ολοκαίνουργια λουστρίνια παπούτσια που μου είχε φέρει ο πατέρας μου από τη Σμύρνη. Στην εξώπορτα περίμεναν ο πατέρας μου - έχοντας στους ώμους του τον τρίχρονο Νικολάκη - και ο αδελφός μου ο Σταμάτης. Οι δυο μεγαλύτερες αδελφές μου, η Μαρία και η Κωνσταντίνα, δεν ήταν στο σπίτι. Ο πατέρας μου, υποψιασμένος για τη συμφορά που ερχότανε, τις είχε στείλει μερικές μέρες νωρίτερα σε φιλικές οικογένειες στη Σμύρνη. Τελικά οι αδελφές μου, μετά από περιπέτειες (τη Μαρία τη βίασαν οι Τούρκοι) κατόρθωσαν και έφτασαν στην Ελλάδα, όπου συναντηθήκαμε μετά από χρόνια. Ούτε ο αδελφός μου ο Δημητρός ήταν στο σπίτι. Μια μέρα πριν, είχε πάει στη Σμύρνη για δουλειές του πατέρα μου και δεν είχε επιστρέψει. Είμασταν από τους τελευταίους που έφυγαν από το χωριό, περιμένοντας μάταια την επιστροφή του Δημητρού.
Τελικά, ξεκινήσαμε για τη Σμύρνη πέντε άτομα: Οι γονείς μου, ο Σταμάτης, ο Νικολάκης, κι εγώ. Το μόνο που πήρα μαζί μου, φεύγοντας, ήταν ένα γατάκι που αγαπούσα πολύ. Όμως λίγο μετά το ξεκίνημα το γατάκι άρχισε να διαμαρτύρεται και έφυγε από την αγκαλιά μου και εγώ έβαλα τα κλάματα. Μετά από μια μικρή πορεία φτάσαμε σε μια περιοχή που λεγόταν Χαλκά Μπουνάρ από όπου περνούσε η δημοσιά που οδηγούσε στη Σμύρνη. Εκεί συναντήσαμε πολλούς ανθρώπους σε μεγάλη ταραχή που κινούνταν βιαστικά. Κάποια στιγμή από το βάθος του δρόμου ακούστηκε μια κραυγή : «Γυρίστε πίσω, σκοτώνουν». Τότε ο πατέρας μου μας οδήγησε σε μια μεγάλη κλειστή διώροφη βίλα που ήταν δίπλα από το δρόμο και είχε μποστάνι, οπωροφόρα δένδρα και μια δεξαμενή με νερό. Κρυφτήκαμε στο πίσω μέρος της βίλας μέσα σε πυκνή βλάστηση. Στο σημείο αυτό κρύβονταν και άλλοι Έλληνες. Εκεί κάναμε δύο διανυκτερεύσεις. Όταν σκοτείνιαζε ο πατέρας μου πήγαινε στο μποστάνι της βίλας για να μας φέρει νερό και ό,τι φαγώσιμο έβρισκε. Κουρνιάζαμε συνέχεια μέσα στις φυλλωσιές, κάνοντας ησυχία. Μόνο ο Νικολάκης δεν συμμορφωνόταν. Μερικές φορές έκλαιγε γοερά. Μάλιστα κάποιος, από τις άλλες οικογένειες που κρύβονταν μαζί μας, πρότεινε να βρεθεί κάποιος να τον σκοτώσει. Κανένας όμως δεν αναλάμβανε αυτό το τρομερό έργο.
Την τρίτη ημέρα, νωρίς το πρωί, μας εντόπισε μια τούρκικη στρατιωτική περίπολος και μας φυλάκισε μέσα σε μια αποθήκη της βίλας. Εκεί ο πατέρας μου έβαλε σε ένα κούφωμα του τοίχου της αποθήκης τα χρυσαφικά και τα χρήματα που είχε πάρει φεύγοντας από το χωριό. Προς το μεσημέρι ήλθαν πάλι οι Τούρκοι στρατιώτες και ο πατέρας μου μίλησε μαζί τους στα τούρκικα. Όπως μας είπε μετά, οι στρατιώτες του είπαν ότι θα μας πάνε στον Κεμάλ για να αποφασίσει για την τύχη μας. Μας συνόδευσαν σπρώχνοντας μέχρι τη δημοσιά και εκεί μας παρέδωσαν στους Τσέτες. Αυτοί ήταν κάτι γενειοφόροι καβαλάρηδες με τρομερή όψη, ζωσμένοι με μαχαίρια και φυσεκλίκια. Οι Τσέτες ξεπέζεψαν από τα άλογα και μας οδήγησαν σε ένα μεγάλο οικόπεδο εκεί κοντά. Εκεί υπήρχαν στοίβες – στοίβες πτώματα οικογενειών που είχαν εκτελεστεί πρωτύτερα. Μας διέταξαν να κάτσουμε στο έδαφος και αυτοί πήγαν πίσω μας. Ο πατέρας μου πήρε στην αγκαλιά του τον Νικολάκη. Εμένα η μητέρα μου με πήρε στην αγκαλιά της μπρούμυτα. O Σταμάτης δεν υπάκουσε και παρέμεινε όρθιος. Μας πυροβόλησαν. Πρέπει να ήταν μεσημέρι. Το κορμί της μάνας μου δίπλωσε και με σκέπασε. Μόνο τα πόδια μου εξείχαν και λίγο το κεφάλι μου. Το ζεστό αίμα από τα τραύματα της μάνας μου άρχισε να κυλάει πάνω μου. Από την τρομάρα που πήρα, μαρμάρωσα. Ούτε που κουνήθηκα, ούτε που λάλησα. Μετά οι Τσέτες άρχισαν να μετράνε τα πτώματα: Μπιρ, Ικί, Ουτς. Αυτές οι λέξεις γράφτηκαν ανεξίτηλα στη μνήμη μου. Παρέμεινα πετρωμένη ακόμα και όταν ένας από τους εκτελεστές έβγαλε και πήρε τα ολοκαίνουργια παπουτσάκια μου. Στη συνέχεια, άκουγα για αρκετή ώρα πυροβολισμούς από άλλες εκτελέσεις που γίνονταν στο ίδιο οικόπεδο. Οι πυροβολισμοί κόπασαν το σούρουπο. Τότε άκουσα τον πατέρα μου να βογγάει σιγανά. Ήταν ακόμα ζωντανός. Όλο το βράδυ έμεινα ακίνητη κάτω από το κορμί της μάνας μου, ακούγοντας τον πατέρα μου να ξεψυχάει. Ξημέρωσε. Είχα μεγάλο φόβο, αλλά κάτι μέσα μου μού έλεγε να απομακρυνθώ από αυτό το σημείο. Σηκώθηκα. Έριξα μια ματιά γύρω μου. Το οικόπεδο ήταν γεμάτο νεκρούς. Δεν φαίνονταν πουθενά Τούρκοι. Ήμουν ξυπόλητη και γεμάτη από τα αίματα και τα μυαλά της μητέρας μου. Το γαλάζιο φορεματάκι μου είχε γίνει κατακόκκινο. Είδα για τελευταία φορά τους δολοφονημένους συγγενείς μου. Η εικόνα που έχει χαραχθεί ανεξίτηλα στη μνήμη μου, είναι του αδελφού μου του Σταμάτη. Ήταν πεσμένος ανάσκελα και τα χέρια ανοικτά, σαν τον Εσταυρωμένο.
Προχώρησα κλαίγοντας και βγήκα στη δημοσιά. Εκεί, έπεσα πάνω σε τούρκικη στρατιωτική περίπολο. Οι στρατιώτες γύρισαν και με είδαν, κάτι σχολιάσανε μεταξύ τους και δεν μου έδωσαν καμία άλλη σημασία. Άρχισα να περπατώ στα κουτουρού. Μετά από λίγο, με πλησίασε ένας Τούρκος πολίτης, με άρπαξε από το χέρι και με έσυρε σε ένα μποστάνι που ήταν δίπλα από το δρόμο. Τον είδαν όμως κάτι Τούρκοι στρατιώτες. Του έβαλαν τις φωνές και τον ανάγκασαν να με αφήσει. Ταραγμένη, συνέχισα να περπατώ κλαίγοντας. Κάποια στιγμή είδα, στο δεξί μου χέρι, μια ανοικτή αυλόπορτα. Μπήκα μέσα και προχώρησα στο σπίτι που ήταν στο βάθος. Εκεί, συνάντησα μια οικογένεια Αρμένιων που βρισκόταν σε μεγάλη ταραχή. Μου είπαν ότι αυτούς τους κυνηγούσαν οι Τούρκοι περισσότερο από εμάς, γι’ αυτό καλύτερα να έφευγα από κοντά τους. Μου έδειξαν μάλιστα και την κατεύθυνση της δημοσιάς που έπρεπε να ακολουθήσω για να πάω στη Σμύρνη. Μου είπαν ακόμα ότι, μόλις φτάσω εκεί , να φροντίσω να πάω στην εκκλησία της Αγίας Φωτεινής όπου θα συναντούσα Έλληνες.
Ξεκίνησα, ξυπόλητη όπως ήμουν, την πορεία μου προς τη Σμύρνη, κρατώντας στο χέρι μια γαλέτα που μου έδωσαν οι Αρμένιοι. Συχνά έβλεπα πτώματα στις άκρες του δρόμου. Μετά από αυτή την εφιαλτική διαδρομή έφτασα στη Σμύρνη. Κρατούσα ακόμα τη γαλέτα στα χέρια μου. Πού να βρεθεί όρεξη; Εκεί, υπήρχε μεγάλη αναταραχή. Ρώτησα κάποιους - και μου είπαν πού είναι η Αγία Φωτεινή. Φτάνοντας εκεί είδα τον αυλόγυρο της εκκλησίας γεμάτο κόσμο. Βλέποντάς με μέσα στα αίματα, με πλησίασε πολύς κόσμος και εγώ τους είπα κλαίγοντας τι συνέβη. Κάποιες γυναίκες, για να με παρηγορήσουν, μου είπαν «Όχι δεν τους σκότωσαν. Τους είδαμε ζωντανούς». Εγώ όμως ήξερα. Μετά, η καντηλανάφτισσα της εκκλησίας με πήγε σε ένα μικρό οίκημα δίπλα από την εκκλησία και αφού πρώτα μου έκοψε σύριζα τα μαλλιά, στη συνέχεια με έβαλε σε μια σκάφη με νερό και με καθάρισε από τα αίματα και τα μυαλά. Τέλος, μου φόρεσε κι ένα φόρεμα της κόρης της. Επειδή η κόρη της ήταν μεγαλύτερη από εμένα, το φόρεμα μου ερχόταν μακρύ. Γι’ αυτό, μου το σήκωσε με μια ζώνη. Και παπούτσια μου βρήκε. Τέλος, μου είπε να μην απομακρύνομαι από κοντά της. Συνεχώς έρχονταν κόσμος στην εκκλησία. Ο συνωστισμός είχε γίνει ανυπόφορος. Από φαγητό σχεδόν τίποτα. Μόνο κανένα μικρό κομμάτι ψωμί.
Στην Αγιά Φωτεινή έμεινα δύο περίπου ημέρες. Από εκεί φύγαμε όλοι μαζί, για να πάμε στην προκυμαία της Σμύρνης. Η καντηλανάφτισσα μαζί με την κόρη της και το γιό της, πήρε και εμένα, κρατώντας με μάλιστα από το χέρι. Δεν θυμάμαι τ’ όνομά της. Μόνο το όνομα της κόρης της θυμάμαι. Τη λέγανε Μελπομένη. Βαδίζαμε σε δρόμους σπαρμένους με σκοτωμένους και ανάμεσα σε φλεγόμενα κτίρια. Στην προκυμαία ήταν χιλιάδες κόσμος πατείς με πατώ σε. Κυρίως γυναικόπαιδα. Εμπρός θάλασσα, πίσω φωτιά, και περιμετρικά Τούρκοι στρατιώτες. Στην θάλασσα επέπλεαν φουσκωμένα πτώματα. Κόλαση. Κοντά στη προκυμαία ήταν ένα γαλλικό πλοίο. Οι ναύτες του φορούσαν άσπρο στρογγυλό καπέλο, με μια κόκκινη φούντα στην κορυφή. Το πλοίο αυτό, το βράδυ, έριχνε τους προβολείς στο πλήθος. Πιο μακριά υπήρχαν κι άλλα πλοία με ξένες σημαίες. Τα περισσότερα ήτανε πολεμικά. Στην προκυμαία συνέβη κι ένα γεγονός, που παραλίγο να μου κοστίσει τη ζωή. Μου έδωσαν ένα κουμάρι και μου είπαν να πάω να το γεμίσω, με νερό που έτρεχε από σπασμένους σωλήνες ύδρευσης σε ένα μισοκαμένο κτίριο, στο πίσω μέρος της προκυμαίας. Όπως γέμιζα το κουμάρι με νερό, βγήκαν μέσα από τα χαλάσματα και μου επιτέθηκαν μερικά τουρκάκια, λίγο μεγαλύτερα από εμένα, κραδαίνοντας μεγάλα μαχαίρια. Το κουμάρι έφυγε από τα χέρια μου και έσπασε. Λίγο πριν με πιάσουν, κατόρθωσα να απομακρυνθώ τρέχοντας και να χωθώ πάλι μέσα στο πλήθος της προκυμαίας.
Στην προκυμαία μείναμε πολλές ώρες μέχρι να έλθουν ελληνικά πλοία να μας πάρουν. Το πλοίο με το οποίο έφυγα ήταν ένα μεγάλο ατμόπλοιο, το «Πατρίς». Το πλοίο αυτό είχε ρίξει άγκυρα μακριά από την προκυμαία κι έστελνε βάρκες για να μαζέψουν τους πρόσφυγες. Οι βάρκες ξεχείλιζαν από ανθρώπους. Ο κόσμος έδινε μάχη για να βρει μια θέση σ’ αυτές. Μερικοί έπεφταν στη θάλασσα. Θυμάμαι ότι η καντηλανάφτισσα έδωσε και μπαξίσι σ’ ένα βαρκάρη για να εξασφαλίσει το φευγιό μας. Στο πλοίο ούτε όρθιος δεν μπορούσες να σταθείς. Τέλος, κουρνιάσαμε πάνω σε ένα βουναλάκι από κάρβουνα. Εκεί βρισκότανε κι ένα ασυνόδευτο αγοράκι, που είχε παρόμοια - με τη δική μου - περιπέτεια.
Το πλοίο έφυγε κι εγώ έβλεπα κλαίγοντας τη Σμύρνη να απομακρύνεται, βυθισμένη σε σύννεφα καπνού. Μετά από λίγο φτάσαμε σ’ ένα ελληνικό νησί. Δεν θυμάμαι σε ποιό. Ο καπετάνιος έκανε προσπάθεια να μας κατεβάσει, αλλά οι κάτοικοι του νησιού μαζεύτηκαν στην προκυμαία και αντέδρασαν με φωνές και χειρονομίες. Όπως έμαθα από τους μεγάλους, οι νησιώτες του είπαν ότι μέσα στη φτώχεια τους δεν θα μπορούσαν να συνδράμουν κι εμάς. Ο καπετάνιος τους είπε τότε: «Και εγώ τι να τους κάνω; Να τους ρίξω στη θάλασσα;»
To πλοίο έφυγε πάλι. Κάποια στιγμή μ’ εντόπισε στο πλοίο μια αδελφή της μάνας μου, η Αγγελικώ, κι έμαθε από εμένα για τη δολοφονία της οικογένειάς μου. Η θεία μου αυτή είχε επτά κορίτσια και ένα αγόρι. Μου είπε ότι, για να μη χαθούν στο συνωστισμό της προκυμαίας, είχε δέσει με μια τριχιά το ένα με το άλλο. Αλλαγή προστάτιδας λοιπόν! Από τον φύλακα-άγγελό μου, την καντηλανάφτισσα, στη θεία την Αγγελικώ.
Τελικά, φτάσαμε στο Βόλο. Η θεία μου μού είπε ότι δεν μπορούσε να με πάρει μαζί της, γιατί είχε πολλά στόματα να θρέψει. Μου είπε όμως ότι κανόνισε να με πάρει ο μάγειρας του πλοίου, που έμενε στην Κρήτη, για να βοηθώ στις δουλειές του σπιτιού του. Το πλοίο άρχισε να αδειάζει. Μείναμε στα κάρβουνα εγώ και το ασυνόδευτο αγοράκι. Κάποια στιγμή παρουσιάστηκε ένας άνδρας και το πήρε μαζί του. Αποχωριστήκαμε κλαίγοντας. Όταν μεγάλωσα πολλές φορές σκεφτόμουν τι καλά θα ήταν να είχα κοινή ζωή με το αγοράκι αυτό. Θα μπορούσε σίγουρα να καταλάβει το τραύμα που είχα μέσα μου σε όλη μου τη ζωή. Όταν έφυγε και το αγοράκι, έμεινα μόνη πάνω στα κάρβουνα. Το πλοίο είχε αδειάσει εντελώς. Κάποια στιγμή παρουσιάστηκε ένας λιμενικός και ζήτησε να με πάρει μαζί του. Είπε ότι ο τελώνης του Βόλου ζητούσε ένα κοριτσάκι για τις δουλειές του σπιτιού. Κάποιοι από το πλήρωμα τον ενημέρωσαν ότι το κοριτσάκι αυτό θα το έπαιρνε ο μάγειρας. Ο λιμενικός έφυγε άπραγος. Σε λίγο ήρθε ο τελώνης. Ένας μεσήλικας, που φορούσε στολή και είχε μεγάλα μουστάκια. Με πήρε από το χέρι και φύγαμε, παρά τις αντιρρήσεις του μάγειρα. Μια νέα περιπέτεια άρχιζε».