ΑΠΟΨΕΙΣ

«Η Ελλάδα έχει ανάγκη μια ενεργή, συνεχή εξωτερική πολιτική και άμυνα»

Οφείλουμε ως χώρα να διαδραματίζουμε πρωτεύοντα και ουσιώδη ρόλο στις εξελίξεις κι όχι να ακολουθούμε αυτές, με την ευχή να λάβουμε υποστήριξη και βοήθεια στο τέλος

No profile pic

Του Σταύρου  Τζεδάκη

 

Η χώρα μας τυγχάνει να έχει μια γείτονα χώρα, η οποία δεν σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, «καταδικάζει» όλους τους πολίτες της, οι οποίοι αντιτίθενται στην εξουσία των κυβερνώντων, χειραγωγεί τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, συγκυβερνά με ακροδεξιό εταίρο και έχει υιοθετήσει μια ακραία ρητορική.

Αναφορικά με την εξωτερική πολιτική που ακολουθεί, είθισται να μη σέβεται το διεθνές δίκαιο, να παραβιάζει αποφάσεις και προειδοποιήσεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των οργάνων της, να συμμετέχει αποσταθεροποιητικά σε περιπτώσεις  πολεμικών  συρράξεων σε διάφορες χώρες, (Συρία, Λιβύη, Ναγκόρνο Καραμπάχ). Επιπλέον οραματίζεται την «Γαλάζια πατρίδα», σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας και της Κύπρου στην περιοχή.

Ωστόσο μετά απ’ όλα αυτά, οι Ηνωμένες Πολιτείες επέβαλαν κυρώσεις στην Τουρκία, για την αγορά των S400, ενώ αντίθετα η Ε.Ε. – αν και απειλούνται από την Τουρκία δύο κράτη – μέλη της -   δεν προχώρησε σε αντίστοιχες κυρώσεις.

Είναι λοιπόν εμφανές πλέον σε όλους μας, ότι δεν πρέπει να προσδοκούμε πολλά από εταίρους και συμμάχους . Για το λόγο αυτό, κρίνεται αναγκαίος ο συνεχής σχεδιασμός της χώρας  μας, σε ζητήματα εθνικής σημασίας, που αφορούν στην εξωτερική μας πολιτική και άμυνα.

Για τον Τούρκο Πρόεδρο, μετά από τις κυρώσεις, οι οποίες επιβλήθηκαν στη χώρα του από τις  Ηνωμένες Πολιτείες  και μετά την εκλογή του Μπάιντεν,  θα μπορούσαν τα δύο αυτά γεγονότα να  λειτουργήσουν, ως «προμήνυμα», ότι δηλαδή αν συνεχίσει την προκλητική του στάση, θα επιβληθούν επιπλέον κυρώσεις στη χώρα του και από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επομένως θα μπορούσαμε να πιθανολογήσουμε ότι η Τουρκία, προκειμένου να αποφύγει τον «Ευρωπαϊκό σκόπελο», να συμπεριφερθεί ως  εν δυνάμει εταίρος της Ε.Ε. και να κάνει μια ανάπαυλα στις προκλητικές ενέργειές της.

Η ελληνική κυβέρνηση λοιπόν, οφείλει να μην εφησυχάσει, το διάστημα κατά το οποίο θα επικρατήσει έστω και μια πρόσκαιρη ηρεμία, προκειμένου να αντιμετωπίσει τα φλέγοντα, τρέχοντα προβλήματα της χώρας μας, αρχίζοντας με τη διευθέτηση των «εξωτερικών θεμάτων» (από το βορρά - δυτικά - νότια) και παράλληλα να επιδιώξει το διάλογο με τη γείτονα χώρα, για τη μόνη διαφορά που υφίσταται, δηλαδή την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών. Ο διάλογος αυτός πρέπει να γίνει, όταν πλέον οι συνθήκες θα καταστούν ευνοϊκές για την Ελλάδα, έχοντας διασφαλίσει την ουσιαστική στήριξη της Ε.Ε. και των συμμάχων. Επιπλέον η χώρα μας θα πρέπει να έχει ψηλά στην ατζέντα και να διεκδικεί συνεχώς το εμπάργκο όπλων, των κρατών – μελών της Ε.Ε. προς την Τουρκία.

Οφείλουμε ως χώρα να διαδραματίζουμε πρωτεύοντα και ουσιώδη ρόλο στις εξελίξεις κι όχι να ακολουθούμε αυτές, με την ευχή να λάβουμε υποστήριξη και βοήθεια στο τέλος. Η Συμφωνία του Ελσίνκι και η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε., από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ,  σηματοδοτείται ως η τελευταία – δυστυχώς - ουσιαστική ενέργεια εξωτερικής πολιτικής,  που έχει πραγματοποιηθεί τα τελευταία χρόνια.

Αναφορικά ωστόσο, με τις ενέργειες των κυβερνήσεων της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ, που αφορούσαν στην άμυνα της χώρας μας, παρατηρούμε ότι δεν πραγματοποιήθηκαν προμήθειες σε νέο αμυντικό εξοπλισμό, προκειμένου να ενισχυθεί ο υφιστάμενος  και σύμφωνα πάντα με τις εθνικές ανάγκες σε εξοπλιστικά συστήματα. Αντιθέτως, εγκατέλειψαν και τον ήδη υπάρχοντα εξοπλισμό χωρίς συντήρηση. Με αποτέλεσμα πολλά μαχητικά αεροσκάφη να είναι σε αδράνεια αλλά και για τα υποβρύχια μας, που αποτελούν το «τακτικό πλεονέκτημα» έναντι της Τουρκίας, δεν προμηθεύτηκαν τους πυραύλους βαρέου τύπου.

Οι προμήθειες λοιπόν εξοπλιστικών συστημάτων, είναι αναγκαίο να καλύπτουν τις πραγματικές ανάγκες για την αμυντική θωράκιση και ασφάλεια της χώρας μας, να είναι στοχευμένες και σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει η ελληνική κυβέρνηση, προκειμένου να κρατήσει διάφορες ισορροπίες, με διάφορες χώρες, να προμηθευτεί όπλα, τα οποία δε θα είναι τόσο χρήσιμα, για να αυξήσουμε την αποτρεπτική ισχύ της χώρας μας.  

Είναι σημαντικό επίσης να αναπτυχθεί η αμυντική βιομηχανία της χώρας μας, καθώς η Ελλάδα διαθέτει το επιστημονικά καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό, το οποίο θα μπορούσε να συμβάλει στην ανάπτυξη της βιομηχανίας αυτής. Με τον τρόπο αυτό θα εξοικονομούνταν πολλά κονδύλια και θα απασχολούνταν μεγάλος αριθμός ατόμων, συμβάλλοντας σημαντικά στη μείωση του ποσοστού της ανεργίας.

Άλλο ένα ακόμα σπουδαίο εγχείρημα θα ήταν η μόνιμη στράτευση 15.000 ατόμων – το οποίο έχει ήδη εξαγγείλει η κυβέρνηση. Απαραίτητος κρίνεται ο καταμερισμός σε ειδικότητες καίριες, σύμφωνα με τις αμυντικές ανάγκες της χώρας μας και κυρίως να είναι μάχιμοι «πρώτης γραμμής».

 Για όλα τα παραπάνω οφείλει και πρέπει η ελληνική κυβέρνηση να διεκδικήσει κονδύλια από την Ε.Ε. καθώς η χώρα μας λειτουργεί ως «συνοριοφύλακας» ολόκληρης της Ευρώπης.

Καλούμαστε να γίνουμε μια χώρα ισχυρή, η οποία θα διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στις εξελίξεις.

 

Σταύρος Τζεδάκης,  Περιφερειακός Σύμβουλος Π.Ε. Ηρακλείου & μέλος της ΚΠΕ του ΠΑΣΟΚ - Κινήματος Αλλαγής

 

φωτογραφία pixabay

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση