ΑΠΟΨΕΙΣ
"Έρχεται το Χαλοουίν, πρώτα ο Θεός"
Το Χαλοουίν υπήρξε και γιορτή-ορόσημο για τις κοινωνικές και οικονομικές δραστηριότητες των οικογενειών της Κρήτης. Όταν ρωτούσες αρραβωνιασμένους: «Πότε με το καλό ο γάμος;», συνήθως σου απαντούσαν: «Για το Χαλοουίν λέμε, πρώτα ο Θεός»
της Γεωργίας Καρβουνάκη
Εγώ το Χαλοουίν το είχα δει σε κάτι αμερικάνικες ταινίες, σε κάποιες παραγωγές των έιτις -με κορυφαία το «Scary Movie» (1978) του Κάρπεντερ- αλλά δεν του έδωσα και πολλή σημασία. Ήταν κάτι σαν τις Απόκριες που με άφηναν παγερά αδιάφορη ή σαν τον ινδιάνικο χορό της βροχής, που ουδεμία σχέση είχε με τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις μου. Κακώς, βεβαίως, διότι θα έπρεπε να συσχετίσω τον χορό της βροχής με τις σύγχρονες λιτανείες, που γίνονται από ανθρώπους πλήρως πεπεισμένους ότι: α) η βροχή συγκινείται από τις προσπάθειές τους και β) για την ανομβρία ουδόλως ευθύνεται η ανεύθυνη συμπεριφορά τους απέναντι στο περιβάλλον.
Το Χαλοουίν το ξαναείδα όταν ο γιος μου, στα τέσσερά του χρόνια, το γιόρτασε στα αγγλικά του, όπου η Σαμ έφερε το έθιμο αυτό της πατρίδας της για να εξοικειωθούν τα δυο μικρά, που έμελλε να ζουν τώρα ακριβώς στην καρδιά της προέλευσης του κέλτικου εθίμου.
Όταν χθες, περνώντας έξω από κατάστημα εποχιακών ειδών, είδα να γράφει: «Υποδεχόμαστε γεμάτοι χαρά το Χαλοουίν και φέτος με την πληρέστερη συλλογή για να μεταμφιεστείτε και να τους τρομάξετε όλους. Στολές, μακιγιάζ, αξεσουάρ και μοναδικά ντεκόρ για το πιο τρομακτικό πάρτυ της χρονιάς. Είστε έτοιμοι για Trick or Treat ???», άρχισαν να ξυπνούν οι παιδικές μου μνήμες.
«Τρικ γή τριτ;» αντηχούσε το παραδοσιακό δίλημμα στα χωριά τση Κρήτης μας από αρχαιοτάτων κι εγώ το είχα ξεχάσει; Γενιές γυναικών της οικογένειάς μου όφειλαν να υπερασπίσουν τις επιδόσεις στην παραδοσιακή μαγειρική/ζαχαροπλαστική/αρτοποιία, διότι η γιαγιά μου έφτιαχνε το καλύτερο barmbrack του χωριού, από συνταγή γραμμένη στα γαελικά, με τον γραφικό χαρακτήρα της προ προγιαγιάς της, που σημαίνει ότι σε βάθος χρόνου εμείς ήμασταν οι καλύτερες του χωριού και είχαμε χρέος να παραμείνουμε!
Θυμάμαι πολύ καλά ότι ο μικρός μου αδελφός δεν μπορούσε να το πει σωστά κι η γιαγιά τού το συλλάβιζε: μπαρμ-μπρακ κι επειδή δεν τα κατάφερνε με τόσα σύμφωνα μαζεμένα, το μάθαμε να λέει «στα-φι-δό-ψω-μο», λέξη μεγαλύτερη αλλά σαφώς στρογγυλεμένη, γλυκιά, οικεία, απαλλαγμένη από την κέλτικη αγριάδα των σκωτσέζικων χάιλαντς. Πάντως, δεν θα μπορούσαμε να το αποκαλέσουμε «φρατζόλα», όπως είναι μεταφρασμένο στο διήγημα «Των Αγίων Πάντων» (τίτλος πρωτοτύπου «Clay»), που περιλαμβάνεται στη συλλογή Οι Δουβλινέζοι (1914), όπου ο Τζέιμς Τζόις περιγράφει μια τυπική σκηνή εορτασμού της βραδιάς στο Δουβλίνο, όπως ο Παπαδιαμάντης θα περιέγραφε ένα τυπικό χριστουγεννιάτικο βράδυ στη Σκιάθο.
Με το barmbrack, άρα και με το Χαλοουίν, είναι συνδεδεμένες και κάποιες πιο μυστικιστικές στιγμές της νιότης μας, αφού το συγκεκριμένο έδεσμα σχετίζεται και με τη μαντική τέχνη. Ψιθυρίζεται, μάλιστα, ότι η Πυθία τέτοιο έτρωγε πριν καπνίσει τη μάντιδα δάφνη, όχι γιατί την πείραζε το χόρτο νηστική, αλλά γιατί στην πραγματικότητα, στο barmbrack έβρισκε τους χρησμούς, αλλά η ιέρεια το κρατούσε μυστικό για να μη χάσει τη δουλειά και το κύρος της. Αποπροσανατόλιζε τον κόσμο, ότι τάχα μου κάπνιζε δάφνη αλλά, αν ήταν έτσι, ο καθένας θα μπορούσε να προλέγει τα μελλούμενα! Δεν θα ξεχάσω όταν, ένα Χαλοουίν σαράντα χρόνια πριν, εκεί που τρώγαμε οικογενειακώς το barmbrack μας, βρήκε η πρωτοετής φοιτήτρια ξαδέρφη μου στο δικό της ένα χαρτάκι που έλεγε ότι μια μέρα η αριστερά θα γίνει κυβέρνηση και τότε εκείνη ξεθάρρεψε, τρέχει και ξεθάβει από τον κήπο το παράνομο υλικό που διακινούσε και ο πατέρας της, που εκείνος είχε ρίξει το χαρτάκι για να «ψαρέψει» την κόρη του, τής είπε «τέρμα οι σπουδές, κομμένο το επίδομα κι από αύριο στο μεροκάματο σαν όλους τους άλλους, μέχρι να σου βρω γαμπρό» κι έτσι έληξε η καριέρα της στη Νομική, πριν καν αρχίσει. Δεν έζησε ο καημένος ο θείος να τη δει τώρα συνδικαλίστρια στο εργατικό κίνημα και πρώτη επιλαχούσα για το Υπουργείο Εξωτερικών κι ας μην πρόλαβε να μάθει καλά λατινικά.
Το Χαλοουίν υπήρξε και γιορτή-ορόσημο για τις κοινωνικές και οικονομικές δραστηριότητες των οικογενειών της Κρήτης. Όταν ρωτούσες αρραβωνιασμένους: «Πότε με το καλό ο γάμος;», συνήθως σου απαντούσαν: «Για το Χαλοουίν λέμε, πρώτα ο Θεός». Ήταν η εποχή που οι αγρότες μας πουλούσαν τη σοδειά της κολοκύθας και έρεε το χρήμα, οπότε άπαντες ξεχείλιζαν από αισιοδοξία και κανένα πρόβλημα δεν είχαν να προκαλέσουν λίγο και τους νεκρούς, να τους εμπλέξουν στις όμορφες στιγμές της ζωής. Μάγισσες να πετούν με σκουπόξυλα στην πανσέληνο, μαύρες γάτες, διάβολοι και σκελετοί, ήταν ανίκανα να σκορπίσουν τρόμο σε εποχές ευμάρειας.
Τέρμα το παραμύθι, παιδιά. Η αλήθεια είναι ότι ως λαός πολύ μας αρέσει να μιμούμεθα -επιλεκτικά- τους ξένους κι αυτό κακό δεν είναι, πλην ελαχίστων περιπτώσεων, οι οποίες βλάπτουν τη μονάδα ή το σύνολο, οπότε και υπάρχουν αντιδράσεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν βλέπω να αντιδρά κανένας και ανησυχώ, διότι τείνουμε να χάσουμε την εθνική μας ταυτότητα. Σε λίγο δεν θα μας αναγνωρίζω. Με τόση αλλοτρίωση, μας βλέπω να λειτουργούμε εντελώς σαν Βορειοευρωπαίοι σε όλα! Μπορεί να καταντήσουμε μέχρι και τις διαβάσεις πεζών να σεβόμαστε, μέχρι και τις μαϊμού επιδοτήσεις να επιστρέφουμε! Ούτε διπλοτριπλοπαρκαρίσματα για να πάρουμε καφέ, ούτε τσαμπουκάς στο δρόμο και αλλού, ούτε κράνος στον αγκώνα ή λυτό στο κεφάλι (επί τη ευκαιρία: κύριοι, αν ξέρατε πόσο γελοίο θέαμα παρουσιάζετε φορώντας λυτό το κράνος, θα το κουμπώνατε ακόμη και όταν δεν το φοράτε!). Στη δε εσχάτη των περιπτώσεων, μας έχω ικανούς μέχρι και να πάψουμε να λέμε «ξέρεις ποιος είμ’ εγώ, ρε;», «θα σε στείλω στα σύνορα», «θα σου ρίξω το προφίλ» ή ακόμη -τι ξεπεσμός!- να μην ξαναπούμε «ποιον ξέρουμε εκεί;» όταν θέλουμε να «τακτοποιήσουμε» κάποια δουλίτσα, από κλήση έως διορισμό.
Παρακαλώ να παρέμβουν άμεσα οι έχοντες ταχθεί να φυλάττουν τις Θερμοπύλες της εθνικής μας ταυτότητας! Να φροντίσουν να κρατήσουμε το Χαλοουίν, το ουίσκι, άντε και τον θεσμό του μπάτσελορ πάρτυ κι όλα τα υπόλοιπα να μας λείπουν. Γκρις ιζ γκρικ, πλην ελαχίστων περιπτώσεων, ρε!