ΑΠΟΨΕΙΣ
Ελληνοτουρκικές σχέσεις, από τη στιγμή στη διάρκεια
Αναμφίβολα οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι μια εξαιρετικά δύσκολη εξίσωση. Εν τούτοις τίποτα δεν είναι στατικό και αμετάβλητο.
Του Γιώργου Πανταγιά*
Η φύση είναι ευεργετική αλλά και ολέθρια, ζωογόνα και καταστροφική. Οι τραγικές συνέπειες του σεισμού στην Τουρκία, το επιβεβαιώνουν με τον πιο οδυνηρό τρόπο. Και το κυριότερο, έρχονται να μας δείξουν πόσο ευάλωτοι είμαστε απέναντι στα ακαταγώνιστα φυσικά φαινόμενα.
Το δράμα της γειτονικής χώρας μας προσγειώνει στην ανελέητη πραγματικότητα. Η ζωή μας, κάθε άλλο παρά εξαρτάται από τις επιθυμίες και τη βούληση μας. Η αδυναμία μας να αντιμετωπίσουμε τις τεκτονικές μεταβολές, μας ξεπερνά.
Ωστόσο περιφρονώντας τους κανόνες πάνω στους οποίους χρειάζεται να στηρίζεται η κοινωνική μας οργάνωση, το μόνο που επιτυγχάνουμε είναι να εκθέτουμε τον εαυτό μας στους φυσικούς κινδύνους.
Η ισοπέδωση της Αντιόχειας και άλλων πόλεων στην επαρχία Χατάί, δεν οφείλεται μόνο στον ισχυρότατο σεισμό, αλλά και στη πρωτοφανή ανομία, την πολεοδομική αυθαιρεσία και την εγκληματική κακοτεχνία. Η αμεριμνησία συνοδεύεται με υψηλό τίμημα.
Τα τραγικά γεγονότα στη γειτονική μας χώρα, καθιστούν απαραίτητη την αλληλεγγύη και τη στήριξη εκ μέρους της Ελλάδας του σκληρά δοκιμαζόμενου πληθυσμού της. Ταυτόχρονα θέτουν επί τάπητος την ανάγκη αποκλιμάκωσης της έντασης, που εδώ και καιρό είχε φορτίσει επικίνδυνα τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Οι εθνικιστικές εξάρσεις, οι φαντασιώσεις και η πολεμική ρητορική του Ερντογάν, είχαν διευρύνει περαιτέρω το χάσμα ανάμεσα στις δύο χώρες. Ο παροξυσμός του Τούρκου Προέδρου αντιστρατεύονταν ευθέως τα εθνικά μας συμφέροντα και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Δεν εδράζονταν μόνο στον κυνισμό των εκλογικών σκοπιμοτήτων. Ούτε αποσκοπούσαν στην επικάλυψη των μεγάλων οικονομικών προβλημάτων με τα οποία είναι αντιμέτωπη η Τουρκία.
Απεναντίας συνιστούσαν στρατηγικό αναπροσανατολισμό της γείτονος, αξιοποιώντας στο έπακρο τα νέα γεωπολιτικά δεδομένα. Πρόκειται για μια στρατηγική βάθους, η οποία δεν περιορίζεται σε λεονταρισμούς και βολονταρισμούς. Και το σημαντικότερο δεν προσμετράται αποκλειστικά στο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Στην μέχρι πρότινος τουρκική προκλητικότητα, η ελληνική κυβέρνηση περιορίστηκε στην απλή διαχείρισή της. Την ανέδειξε, επιδιώκοντας εντός και εκτός χώρας την καταδίκη της. Εστίασε την προσπάθεια της στη λογική των κυρώσεων, μολονότι η επιλογή αυτή δεν φάνηκε να συνετίζει την τουρκική ηγεσία. Μια αντίληψη που αποδείχθηκε ατελέσφορη.
Ουσιαστικά απέφυγε να μπει στα βαθιά των σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας. Δείχνει να αμφιταλαντεύεται ως προς την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, αν και είναι η μόνη λύση για να αντιμετωπισθούν στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου, οι αιτιάσεις της γείτονος. Η αναζήτηση κοινών τόπων, ακολουθώντας το δρόμο των δημιουργικών προσεγγίσεων, είναι επιβεβλημένη προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι διαμετρικά αντίθετες θέσεις των δύο χωρών. Όχι για την διαπραγμάτευση αυτή καθαυτή, αλλά για την εύρεση μιας συμφωνίας, ενός συνυποσχετικού που θα παραπέμπει στη Χάγη, όπως εύστοχα επισήμανε πρόσφατα ο καθηγητής Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου και πρώην υφυπουργός εξωτερικών Χρήστος Ροζάκης.
Αναμφίβολα οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι μια εξαιρετικά δύσκολη εξίσωση. Πρόκειται για δύο μεταβλητές που επηρεάζονται, από απαίδευτες αντιλήψεις και εθνικές φαντασιώσεις, διαχρονικές αντιπαλότητες και εχθροπάθειες. Εν τούτοις τίποτα δεν είναι στατικό και αμετάβλητο. Αρκεί οι πολιτικές ηγεσίες των δύο χωρών, να μην είναι δέσμιες εθνικιστικών εμμονών και αχρείαστων στρατηγημάτων. Και βέβαια να έχουν την απαιτούμενη βούληση και τόλμη, υπερβαίνοντας φοβικά σύνδρομα, καθώς και τραυματικές εμπειρίες.
Κορυφαίο ιστορικό γεγονός, η υπογραφή του ελληνοτουρκικού συμφώνου φιλίας από τον Ελευθερίου Βενιζέλου και τον Κεμάλ Ατατούρκ το 1930, μόλις οκτώ χρόνια μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Η γενναία αυτή απόφαση δείχνει ότι επιδέξια εξωτερική πολιτική είναι εκείνη που θέτει εθνικούς στόχους αντί να επικαλείται διαρκώς εθνικούς κινδύνους. Με άλλα λόγια, η εξωτερική πολιτική μιας χώρας είναι αποτελεσματική όταν δεν ασκείται ως αντίδραση, αλλά πρεσβεύει τις προοπτικές ειρηνικής συνύπαρξης με τους γείτονές της.
Ο καταστροφικός σεισμός στην Τουρκία φαίνεται να ταρακούνησε την πολιτική της ηγεσία. Το κλίμα που έχει δημιουργηθεί στην κοινωνία της, αντιστρατεύεται την προκλητική ρητορική του Ερντογάν εις βάρος της Ελλάδας. Η έμπρακτη υποστήριξη που παρείχε η χώρα μας στους γείτονές μας, συνέβαλλε αποφασιστικά στην αποδόμηση της έντασης. Οι διαφαινόμενες νέες συνθήκες ως προς τις προοπτικές βελτίωσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων, παρέχουν σημαντικές ευκαιρίες και δυνατότητες για την προσέγγιση και την αναζήτηση βιώσιμων πολιτικών.
Η καταλλαγή είναι ζωτική προτεραιότητα και για τις δύο χώρες. Η αποκαλούμενη διπλωματία των σεισμών είναι χρήσιμη και απαραίτητη. Ωστόσο δεν αρκεί για την αποκατάσταση των ήδη διαταραγμένων σχέσεων μας. Η σημαντική συμφωνία του Ελσίνκι το 1999, δεν ήταν αποτέλεσμα της αλληλεγγύης που επέδειξε η Ελλάδα προς την Τουρκία εξαιτίας των τότε σεισμών. Απεναντίας η ιστορική αυτή συμφωνία που έφερε κοντά τις δύο χώρες και επέτρεψε στην Κύπρο να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ήταν απότοκος μιας πολύχρονης και κοπιαστικής προσπάθειας της κυβέρνησης του Κώστα Σημίτη.
Αμέσως μετά την αποφυγή της πολεμικής σύρραξης με την Τουρκία εξαιτίας των Ιμίων τον Ιανουάριο του 1996, την οποία διασφάλισε η ελληνική κυβέρνηση, ακολούθησε η υπογραφή της κοινής διακήρυξης της Μαδρίτης από Σημίτη- Ντεμιρέλ τον Ιούλιο του 1997, η οποία αποσκοπούσε, «στη μείωση της έντασης στο Αιγαίο και την απομάκρυνση του κινδύνου σύρραξης μεταξύ των δύο χωρών». Επιστέγασμα της δημιουργικής και εξωστρεφούς στρατηγικής που με συνέπεια υπηρέτησε η Ελλάδα, ήταν η κατάκτηση της Συμφωνίας του Ελσίνκι.
Μάλιστα αποκορύφωμα αυτής της επιτυχίας ήταν ότι, οι δύο χώρες λίγο πριν της ελληνικές εκλογές τον Μάρτιο του 2004 είχαν συγκλίνει στην υπογραφή συνυποσχετικού, για την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Όμως η νέα κυβέρνηση υπό τον Κώστα Καραμανλή, εγκατέλειψε τα όσα προέβλεπε η συμφωνία του Ελσίνκι, ακυρώνοντας στην πράξη τις προοπτικές επικράτησης σχέσεων φιλίας και συνεργασίας.
Πάντως το ζεύγμα Ελλάδας-Τουρκίας εξακολουθεί να συνδέεται με τις γενικότερες μεταβολές και ανακατατάξεις στην ευρύτερη περιοχής μας. Και πρωτίστως, με τις εκκρεμότητες που υπάρχουν ανάμεσα στις δύο χώρες. Η διασφάλιση αρμονικών σχέσεων και κυρίως η βιωσιμότητα τους, καθιστά μονόδρομο την ανάγκη να περάσουμε από τη στιγμή στη διάρκεια.
*Σύμβουλος Στρατηγικής και Επικοινωνίας, εταιρεία POLITY