ΑΠΟΨΕΙΣ
Εκκλησία και Πολιτική
Μπορεί η Εκκλησία να έχει πολιτικό ρόλο και να κομματίζεται και μπορούν να υπάρξουν κόμματα που να εκφράζουν τάχα την «καθαρή» Ορθοδοξία και να διεκδικούν την ψήφο των πολιτών, εκμεταλλευόμενα την θρησκευτική πίστη τους;
Του Γιάννη Γ. Τσερεβελάκη
Η εμφάνιση στην ελληνική πολιτική σκηνή του νεοπαγούς κόμματος «Νίκη» παρέχει, νομίζω, την ευκαιρία κατάθεσης κάποιων σκέψεων για τη σχέση της Ορθοδοξίας με την πολιτική. Γενικά, η σχέση της θρησκείας με την πολιτική δεν είναι καινούργια, αλλά έχει μεγάλη προϊστορία, από τα αρχαία ήδη χρόνια. Μάλιστα, κατά καιρούς έχουν διαμορφωθεί διάφορα «μοντέλα» σχέσεων θρησκείας και πολιτικής, από την πλήρη ταύτιση θρησκείας και πολιτικής (θεοκρατικά καθεστώτα) ως την πλήρη μεταξύ τους διάσταση (π.χ. στη Σοβιετική Ένωση), ενώ υπάρχουν και ενδιάμεσα στάδια, όπως η μερική ταύτιση μεταξύ τους, όπως συνέβη π.χ. με τα χριστιανοδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης, ή η μεταξύ τους συνύπαρξη και συναλληλία ή συμφωνία, όπως λέγεται, κάτι που σημαίνει την αρμονική, ισόρροπη και ισότιμη με κοινή αποστολή σύζευξη των δύο εξουσιών (δες Χρήστου Νικολόπουλου, «Η αρχή της Συναλληλίας ή Συμφωνίας» στον ιστότοπο www. Ecclesia.gr/Greek/press/theologia/materia/2016 2 17 nikolopoulou.pdf), πολιτικής και θρησκευτικής, με σκοπό την προάσπιση των συμφερόντων της κάθε πλευράς, με τις ανάλογες υποχωρήσεις εκατέρωθεν. Στην Ελλάδα επικρατεί αυτή η τελευταία σχέση της συναλληλίας της πολιτικής με την Ορθόδοξη Εκκλησία, μια σχέση η οποία κατά καιρούς διήλθε και διέρχεται κρίσεις, άλλοτε μικρότερες και άλλοτε μεγαλύτερες, χωρίς όμως ποτέ να φτάσουν σε μεταξύ τους ρήξη, αφού είναι σαφές ότι η καθεμιά από την πλευρά της έχει άλλες προτεραιότητες, χρησιμοποιεί άλλα μέσα και έχει διαφορετική στόχευση και διαφορετικό ρόλο.
Τα ερωτήματα που τίθενται τώρα είναι: Μπορεί η Εκκλησία να έχει πολιτικό ρόλο και να κομματίζεται και μπορούν να υπάρξουν κόμματα που να εκφράζουν τάχα την «καθαρή» Ορθοδοξία και να διεκδικούν την ψήφο των πολιτών, εκμεταλλευόμενα την θρησκευτική πίστη τους; Στην προσέγγιση του θέματός μας στηριχτήκαμε εν πολλοίς στο κείμενο του σπουδαίου θεολόγου, του μακαριστού Π. Νέλλα, «Τρεις βιβλικές προϋποθέσεις για την προσέγγιση του θέματος της πολιτικής» (περιοδ. ΣΥΝΟΡΟ, τ. 40, 1966-67, σ. 286-302).
Αναφορικά με το πρώτο ερώτημα θα πρέπει να πούμε ότι ο άνθρωπος, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, είναι «ζῶον φύσει πολιτικόν» (Πολιτικά, 1253a), κάτι που θα επαναλάβει ο Μ. Βασίλειος: «Πολιτικὸν γὰρ ζῶον καὶ συναγελαστικὸν ὁ ἄνθρωπος» (Ὁμιλίαι εἰς τοὺς ψαλμούς, MPG 29, 261,38). Το γεγονός αυτό αποδέχεται και η Εκκλησία, καθώς ο Χριστός ήλθε να ενώσει τα «διεστώτα», να εντάξει τους ανθρώπους στην Εκκλησία του, εκεί όπου έχουν τη δυνατότητα να ζήσουν ως πρόσωπα, δηλαδή σε σχέση, σε κοινωνία, να περάσουν από την ύπαρξη στη συνύπαρξη, δημιουργώντας την ιδανική Κοινωνία, της οποίας τα μέλη ξέρουν ότι προσωπική ζωή σημαίνει κοινωνική ζωή, ότι δηλαδή ο μόνος τρόπος ύπαρξης είναι να ζήσουν ως προσωπικά και ζωντανά μέλη ενός σώματος, της Εκκλησίας, όπως γράφει ο Απόστολος Παύλος: «Ὑμεῖς δὲ ἐστὲ σῶμα Χρστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους» (Α΄ Κορ. 12,27). Αυτή τη νέα κοινωνία, όπου στην πολιτεία επικρατεί η δικαιοσύνη, η ειρήνη και η αγάπη που καταργεί τη φτώχεια, πραγμάτωσε η πρώτη χριστιανική κοινωνία, όταν οι χριστιανοί «εἶχον ἅπαντα κοινά» (Πραξ. 2, 44-47). Είναι σαφές ότι η επιδίωξη αυτή της Εκκλησίας συμπίπτει με την επιδίωξη της πολιτικής. «Μόνο που η επιδίωξη της Εκκλησίας είναι πολύ πιο ριζική και πολύ πιο πλατειά. Είναι πιο ριζική, γιατί δεν φροντίζει απλώς για την ειρήνη, την δικαιοσύνη και την ευημερία των ανθρώπων, αλλά για τους ίδιους τους ανθρώπους. Φροντίδα της είναι να γίνουν οι άνθρωποι άνθρωποι. Να ζήσουν σαν πρόσωπα. Αν αυτό επιτευχθεί, το άλλο είναι η πρώτη συνέπειά του. Και είναι και πιο πλατειά, γιατί ξεπερνάει κατά πολύ την απλή, ομαλή και ειρηνική διαβίωση των πολιτών, που είναι η επιδίωξη της πολιτικής. Φροντίδα της Εκκλησίας είναι να έλθει η Βασιλεία του Θεού, να αρχίσουν οι άνθρωποι να ζουν στην αιωνιότητα. Κι όταν αυτό επιτευχθεί, λύνεται αυτόματα το πρόβλημα της ομαλής και ειρηνικής συμβίωσης. Έτσι γίνεται φανερό ότι οι σκοποί της Εκκλησίας, χωρίς να καταργούν, ξεπερνούν κατά πολύ τους σκοπούς της πολιτικής, λύνουν δηλαδή το πρόβλημα από τη ρίζα του και μονίμως.» (Π. Νέλλα, «Τρεις βιβλικές προϋποθέσεις για την προσέγγιση του θέματος της πολιτικής», ό.π. σ. 288).
Το πρώτο, λοιπόν, συμπέρασμα είναι ότι η Εκκλησία αφ’ εαυτής παίζει ένα «πολιτικό» ρόλο, υπό την έννοια ότι οι επιδιώξεις της είναι κοινές με αυτές της πολιτικής, πολύ πιο ριζικές και πιο πλατιές όμως. Η διαφορά αυτή στους σκοπούς μεταξύ Εκκλησίας και πολιτικής εκτείνεται και στα μέσα που χρησιμοποιούν. Ενώ η πολιτική χρησιμοποιεί ως μέσα την οικονομική δύναμη, την εξουσία, τη βία και τα συμφέροντα, η Εκκλησία λειτουργεί αγαπητικά και κενωτικά, δηλαδή θυσιαστικά. Χωρίς την αγάπη το εκκλησιαστικό έργο αλλοτριώνεται, παύει να είναι εκκλησιαστικό, εκκοσμικεύεται. Από τη στιγμή που η Εκκλησία , όπως είπαμε, είναι «σώμα», μια κοινότητα κι ένας ζωντανός οργανισμός, τότε τα μέλη δεν συνδέονται απλώς στη βάση μιας ιδεολογίας ή κοινών οικονομικών συμφερόντων ή αισθημάτων ή αντικειμένων, αλλά στη βάση μιας κοινωνίας ζωής, συνδέονται δηλαδή με κάτι πολύ βαθύτερο, κι αυτό είναι η Αγάπη που πάει από την επιφάνεια στο βάθος της ζωής. Διότι, αντίθετα με την πολιτική που διεκδικεί την εξουσία και για τον εαυτό της, η αγάπη «οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς» (Α΄ Κορ. 13,5). Η πολιτική μπορεί να δώσει «άρτον και θεάματα», δεν μπορεί όμως να δώσει αγάπη. Συνήθως δίδει το ψωμί και τα θεάματα, για να εξασφαλίσει την εξουσία. Η αγάπη δίδει τον εαυτό της, χωρίς να περιμένει ανταλλάγματα.
Τι λέει, όμως, η Αγία Γραφή για την εξουσία; Γενικά εκείνο που μπορούμε να παρατηρήσουμε είναι ότι η πολιτική εξουσία, με όλες τις ανεπάρκειές της, δεν απορρίπτεται από τον Χριστό και τους αποστόλους. Ο Χριστός δεν ήλθε για να ανατρέψει την πολιτική εξουσία, δεν φανερώνει όμως καμιά διάθεση υποτέλειας σε αυτήν. Τον Ηρώδη τον αποκάλεσε «αλεπού» (Λουκ. 13,32), ειρωνεύεται τους βασιλιάδες που «κατακυριεύουσι τῶν ἐθνῶν» και συγχρόνως αυτοαποκαλούνται «εὐεργέται» (Λουκ. 22,25) και αρνείται να δώσει ανεξέλεγκτα στο κράτος ό, τι του ζητήσει‧ του δίνει μόνο ό, τι του ανήκει: «Ἀπόδοτε οὖν τὰ τοῦ Καίσαρος τῷ Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ» (Ματθ. 22,21). Την εποχή του Χριστού οι λεγόμενοι «Ζηλωτές», δηλαδή οι φανατικοί Ιουδαίοι που ήθελαν την απελευθέρωση από τους Ρωμαίους με επανάσταση, συνέχεαν τη Βασιλεία του Θεού με ένα επίγειο βασίλειο. Ο Χριστός, ωστόσο, αποκρούοντας αυτή την άποψη, τόνισε ότι η «βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», τραβώντας, όπως θα λέγαμε σήμερα, μια κόκκινη γραμμή ανάμεσα στο βασίλειο του Καίσαρος καις το Βασίλειο του Πνεύματος, ώστε να αποφευχθεί η σύγχυση που μπορεί να γεννηθεί ανάμεσά τους. Η πολιτική, σύμφωνα με τον Χριστό, κινείται στη σφαίρα του Καίσαρος, ενώ ο Χριστός, αν και δεν αρνείται ενώπιον του Πιλάτου ότι είναι βασιλεύς (Ιωάν. 18,37), κινείται σε μια διαφορετική σφαίρα: όχι στη σφαίρα της βίαιης πολιτικής επανάστασης που θα ήθελαν οι Ζηλωτές, αλλά στη σφαίρα μιας άλλης επανάστασης πιο αποτελεσματικής, στη σφαίρα της επανάστασης της αγάπης. Διότι η πρώτη ανατρέπει ένα καθεστώς, για να καταλήξει καθεστώς η ίδια και να εκφυλιστεί, όπως η ίδια η ιστορία μαρτυρεί. Γι’ αυτό και, όπως διασώζει ο ευαγγελιστής Ιωάννης (6,15), ο Χριστός, όταν κατάλαβε πως ο λαός ερχόταν να τον αρπάξει και να τον κάμει βασιλιά του, έφυγε και πήγε στο όρος ολομόναχος. Τι σημαίνουν όλα τα παραπάνω; Σημαίνουν ότι οι άνθρωποι της Εκκλησίας, κληρικοί και λαϊκοί, μπορούν να ακολουθούν ή όχι το παράδειγμα του Χριστού, «αλλά δεν είναι δικαίωμά τους να ζητάνε από τον Κύριο και την Εκκλησία να αλλάξει δρόμο και μέσα δραστηριότητας και να και να κινηθεί στη «σφαίρα» της πολιτείας.» (Π. Νέλλα, ό.π. σ. 291).
Υπάρχει ένα χωρίο στον απόστολο Παύλο που μπορεί να φωτίσει ακόμα περισσότερο το θέμα. «Πᾶσα ψυχὴ ἐξουσίαις ὑπερεχούσαις ὑποτασσέσθω, οὐ γὰρ έστιν ἐξουσία εἰ μὴ ἀπὸ Θεοῦ‧ αἱ δὲ οὖσαι ἐξουσίαι ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τεταγμέναι εἰσίν. Ὥστε ὁ ἀντιτασσόμενος τῇ ἐξουσίᾳ τῇ τοῦ Θεοῦ ἐντολῇ ἀνθέστηκεν» (Ρωμ. 13, 1-2). Δηλαδή: «Κάθε άνθρωπος οφείλει να υποτάσσεται στις ανώτερες εξουσίες, γιατί δεν υπάρχουν εξουσίες παρά από τον Θεό‧ κι αυτές οι εξουσίες που υπάρχουν έχουν τεθεί από τον Θεό. Επομένως, όποιος αντιτάσσεται στην εξουσία, αντιστέκεται στην τάξη που έβαλε ο Θεός». Το νόημα αυτού του παρεξηγημένου χωρίου αποσαφηνίζεται, μόνο αν το δούμε υπό το πρίσμα που το είδε ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, σύμφωνα με τον οποίο εδώ ο Παύλος δεν εννοεί μια συγκεκριμένη μορφή εξουσίας, αλλά τον θεσμό της εξουσίας και την ύπαρξη κυβέρνησης, δηλαδή του όρου και της προϋπόθεσης για τη σύσταση και την ύπαρξη μιας πολιτικής κοινωνίας, αφού η απουσία εξουσίας σημαίνει αναρχία «καὶ ἡ ἀναρχία παντοῦ κακὸν καὶ συγχύσεως αἴτιον» (Χρυσόστομος, Ὁμιλία εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους, MPG, 69, 615) ή, όπως είπε ο Σοφοκλής, «ἀναρχίας μεῖζον οὐκ ἔστι κακόν» (Αντιγ. Στ. 672). Επομένως, το χωρίο του Παύλου πρέπει να το κατανοήσουμε όχι με την έννοια της πλήρους υποταγής σε οποιαδήποτε εξουσία ούτε και της ταύτισης του Θεού με την εξουσία, αλλά να το δούμε στην προοπτική του σκοπού που θέτει ο απόστολος, όταν γράφει στον μαθητή του Τιμόθεο ότι πρέπει να προσεύχεται και για τους βασιλείς και για όλους «τοὺς ἐν ὑπεροχῇ ὄντας ἵνα ἥρεμον καὶ ἡσύχιον βίον διάγωμεν ἐν πάσῃ εὐσεβείᾳ καὶ σεμνότητι» (Α΄Τιμ. 2,1-3). Σκοπός είναι ο ήρεμος και ήσυχος βίος, που διασφαλίζεται όχι από την αναρχία αλλά από την ύπαρξη κυβέρνησης. Εξάλλου, όπως γράφει αλλού, «παράγει τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου» (Α΄ Κορ. 7,31), που σημαίνει ότι η μορφή του κόσμου αυτού δεν θα διαρκέσει πολύ. Ο Παύλος δηλαδή βλέπει την εξουσία σε μια εσχατολογική προοπτική, βλέπει το «τώρα» σε σχέση με την επερχόμενη πλήρωση της ιστορίας στη Βασιλεία του Θεού (για όλα τα παραπάνω δες Π. Νέλλα, ό.π. σ.291). Πάλι ο Παύλος έγραψε ότι «οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Εβρ. 13,1;4), που σημαίνει ότι ο χριστιανός δεν εγκλωβίζεται στα όρια της παρούσης ιστορίας, επειδή η πραγματικότητα γι’ αυτόν δεν είναι απλώς ιστορική αλλά, ταυτόχρονα, και εσχατολογική. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι ο χριστιανός ζει εντός της ιστορίας, δηλαδή εντός του ιστορικού χωροχρόνου και άρα στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης πολιτικής εξουσίας, αλλά την ίδια στιγμή ζει με την αναμονή της μέλλουσας Βασιλείας του Θεού, που έχει έλθει, αλλά ζει κάτω από το ένδυμα της ζέουσας ιστορίας. Γι’ αυτό και υπακούει, αλλά αυτή η υπακοή στην εξουσία φτάνει σε ένα όριο, δηλαδή στο σημείο που δεν ζητάει τα του Θεού. Γιατί μόλις ζητεί να της αποδοθούν όχι μόνο τα του Καίσαρος αλλά και τα του Θεού, μόλις δηλαδή θέλει να εγκλωβίσει τον χριστιανό στην εκκοσμικευμένη ενθαδικότητα, τότε επιβάλλεται η ανυπακοή. Το δείχνει το ίδιο το παράδειγμα του Παύλου και των εκατομμυρίων μαρτύρων που προτίμησαν τον θάνατο αντί της υπακοής σε μια εξουσία που αποθέωνε και θεοποιούσε τον εαυτό της.
Αυτή την πραγματικότητα περιγράφει με απόλυτη σαφήνεια ένα πρωτοχριστιανικό κείμενο, η λεγόμενη «Επιστολή προς Διόγνητον», όπου διαβάζουμε ότι οι χριστιανοί «ενώ κατοικούν σε πόλεις ελληνικές ή βαρβαρικές, όπου έτυχε στον καθένα, και ακολουθούν τα τοπικά έθιμα όσον αφορά και στο ντύσιμο και στον τρόπο ζωής και στην υπόλοιπη καθημερινότητα, παρουσιάζουν θαυμαστό και ομολογουμένως παράδοξο τον τρόπο του βίου τους. Κατοικούν σε δικές τους πατρίδες, αλλά ως πάροικοι‧ μετέχουν σε όλα ως πολίτες και συγχρόνως υπομένουν τα πάντα σαν να ήταν ξένοι‧ κάθε ξένος τόπος είναι πατρίδα τους και κάθε πατρίδα είναι ξενιτιά. (…) Έχουν σώμα σαρκικό, αλλά δεν ζουν υπό τις επιταγές της σάρκας‧ ζουν στη γη, αλλά το πολίτευμά τους είναι στον ουρανό‧ υπακούνε στους καθορισμένους νόμους, αλλά με τους τρόπους του βίου τους νικούν (υπερβαίνουν) τους νόμους. Αγαπούν τους πάντες και την ίδια στιγμή διώκονται από όλους. Αγνοούνται και καταδικάζονται, θανατώνονται και παίρνουν ζωή. Γίνονται φτωχοί και πλουτίζουν πολλούς‧ στερούνται τα πάντα και σε όλα έχουν περίσσευμα. Χάνουν την τιμή τους και όμως, όταν ατιμάζονται, δοξάζονται‧ υβρίζονται και δικαιώνονται. Τους κοροϊδεύουν και εκείνοι ευλογούν‧ υβρίζονται κι αυτοί τιμούν (τους υβριστές τους). Ενώ κάνουν το καλό, τιμωρούνται ως εγκληματίες και όταν τιμωρούνται, χαίρονται όπως εκείνοι που τους δίδεται η ζωή.» (5,4 κ.ε.).
Το συμπέρασμα από όσα με πολύ συντομία εξετέθησαν είναι ότι: α) η Εκκλησία δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνει ποτέ καθεστώς, αν και η ιστορία της Δυτικής Εκκλησίας δείχνει το αντίθετο‧ β) η Εκκλησία μπορεί να ζήσει-καλά ή άσχημα- και μέσα σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα και σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, και μέσα στο καπιταλιστικό και μέσα στο σοσιαλιστικό σύστημα και γ) η Εκκλησία δεν μπορεί ποτέ να γίνει κόμμα πολιτικό ή να λειτουργήσει δίκην πολιτικού κόμματος δίχως να αλλοιωθεί η ίδια και το μήνυμά της. «Σκοπός της είναι να πάρει όλα τα σχήματα, να μπει σε όλες τις ιστορικές μορφές (…) για να διώξει το κακό (τον Διάβολο) και να γεμίσει όλες τις ιστορικές πραγματικότητες με Πνεύμα. Αλλά αυτό είναι διαμετρικά αντίθετο από το να γίνει η ίδια μια από τις πραγματικότητες αυτές. (…)Το πνεύμα έχει σκοπό να παίρνει τις ποικίλες μορφές για να τις πνευματοποιεί. Από τη στιγμή όμως που θα γίνει το ίδιο μορφή, παύει να είναι πνεύμα, μοιάζει με το αλάτι που έχει «μωρανθεί». Γι’ αυτό μια προσπάθεια «χριστιανικής πολιτικής» σ’ ένα ορθόδοξο χώρο μόνο ιλαρότητα μπορεί να προξενεί.» (Π. Νέλλας, ό.π. σ. 295). Σκοπός της Εκκλησίας, σύμφωνα και με τα λόγια του ιδρυτή της, είναι το «ἵνα ὦσιν ἕν», δηλαδή η ενότητα του κόσμου και όχι το κομμάτιασμά του. Και ό, τι ενώνει είναι το Πνεύμα, το οποίο είναι ελευθερία και αλήθεια και δεν κλείνεται σε κοσμικά σχήματα, που έρχονται και παρέρχονται. Η Εκκλησία είναι εγκόσμια και υπέρχρονη, είναι μέσα στον κόσμο αλλά δεν έχει την καταγωγή της από τον κόσμο. Αυτό της επιτρέπει να βλέπει τα πράγματα από άλλη σκοπιά, τη σκοπιά της αιωνιότητας, έτσι ώστε να μην εκπίπτει από το Βασίλειο του Πνεύματος στο βασίλειο του Καίσαρος.
Κάτω από αυτό το πρίσμα βλέποντας τα πράγματα, μπορούμε τώρα να απαντήσουμε και στο δεύτερο ερώτημα, αν δηλαδή μπορούν να υπάρξουν κόμματα που να εκφράζουν τάχα την Ορθοδοξία, βασιζόμενα στην ψήφο των πιστών και δη αυτών που θεωρούν εαυτούς ως τους μόνους «καθαρούς» ορθοδόξους. Βεβαίως, στις δημοκρατίες ο καθένας μπορεί να κατέρχεται στον πολιτικό στίβο, αρκεί να σέβεται το Σύνταγμα και το δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας. Άρα, υπ’ αυτή την έννοια κανείς δεν μπορεί να στερήσει από κανένα αυτό το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα. Το πρόβλημα τίθεται από τη στιγμή που τα κόμματα αυτά αγνοούν την εκκλησιολογική διδασκαλία της Εκκλησίας, τι πιστεύει δηλαδή η ίδια η Εκκλησία για τον εαυτό της, κι έρχονται να τη «σώσουν», να σώσουν την Ορθοδοξία, θεωρώντας ότι η ίδια η Εκκλησία χρειάζεται «σωτήρες». Έτσι όμως φαίνεται να δέχονται ότι η Εκκλησία είναι ατελής, ότι αδυνατεί εκ των πραγμάτων να εκτελέσει την αποστολή της, ότι χρειάζεται «δεκανίκια», ένα ρόλο που τα «θρησκευτικά» αυτά κόμματα επιζητούν να παίξουν (παλαιότερα ένα τέτοιο ρόλο έπαιζαν οι χριστιανικές οργανώσεις). Αυτό όμως από μόνο του αποτελεί βλασφημία κατά της Εκκλησίας, τις αξίες της οποίας τάχα υπερασπίζονται. Το μόνο, ωστόσο, που κάνουν είναι να «συσχηματίζονται» με τον κόσμο και άρα τόσο οι σκοποί τους όσο και τα μέσα που χρησιμοποιούν για την επίτευξή τους να μην έχουν καμία σχέση με την εκκλησιαστική πράξη και την εκκλησιαστική λογική, όπως δείξαμε στα προηγούμενα.
Το δεύτερο σημείο που πρέπει να υπογραμμίσουμε είναι ότι τα τέτοιας λογής κόμματα στην ουσία αντιστρατεύονται το ενωτικό έργο της Εκκλησίας, καθόσον λειτουργούν διασπαστικά εντός του ορθοδόξου εκκλησιαστικού σώματος. Κόμμα σημαίνει «κομμάτι», άρα κομμάτιασμα του λαού βάσει ιδεολογιών και συμφερόντων. Ως τέτοια τα «ορθόδοξα» κόμματα μετατρέπουν την Ορθοδοξία σε ιδεολογία και μετατρέπονται τα ίδια σε διασπαστικούς μηχανισμούς που δρουν παραεκκλησιαστικά και αντιστρατεύονται την ενοποιό προσπάθεια της Εκκλησίας. Πρόκειται για οργανώσεις που ζουν και δρουν εκτός της Εκκλησίας, της Εκκλησίας που λειτουργεί όχι οργανωτικά αλλά οργανικά, καθότι Σώμα Χριστού, δηλαδή ο «οργανισμός εκείνος μέσα εις τον οποίον όλοι οι άνθρωποι (ανεξαρτήτως έθνους, φυλής, τάξεως, χρώματος ή μορφώσεως) ημπορούν να ζήσουν ως «εις (ένας) άνθρωπος» και συγχρόνως ως «ελεύθερα και ανεπανάληπτα πρόσωπα»-ότι είναι η κοινότης εκείνη η οποία, ενώ ζει «ἐν τῷ κόσμῳ» κι έρχεται να σώσει τον κόσμον, δεν είναι εντούτοις «ἐκ τοῦ κόσμου» και δεν εξαρτάται δια την ζωήν και την επιβίωσίν της από την προστασίαν ή τα συμμαχίας των ισχυρών της γης, αλλ’ έχει ζωήν ιδικήν της, νόμους ιδικούς της, παραδοθέντας εις αυτήν υπό του ιδίου του Θεού» (Δ.Γ. Κουτρουμπής, Η χάρις της Θεολογίας, εκδ. Δόμος, σ. 33). Αλήθεια, ποια σχέση μπορεί να έχει ένα «ορθόδοξο» κόμμα με αυτήν την εκκλησιολογική αλήθεια;
Ένα τρίτο σημείο που πρέπει, επίσης, να τονιστεί είναι ότι τα κόμματα αυτά συγχέουν την Ορθοδοξία και την εκκλησία με το έθνος ή, καλύτερα, με τον εθνικισμό και εθνοφυλετισμό, κάτι που η Εκκλησία έχει καταδικάσει ως αίρεση. Το αποτέλεσμα είναι να εισέρχονται στα κόμματα αυτά άνθρωποι με ακραίες απόψεις, τις οποίες βαφτίζουν ορθόδοξες, άνθρωποι που ταυτίζουν την Ορθοδοξία με κάποιους «τύπους», που δευτερεύοντα στοιχεία της παράδοσης τα ανάγουν σε απαράβατα δόγματα, άνθρωποι που μένουν κολλημένοι στο γράμμα του νόμου που νεκρώνει την ψυχή και υποδουλώνει τη σκέψη και αγνοούν το Πνεύμα που ζωοποιεί και ελευθερώνει, άνθρωποι φανατικοί που θέλουν να επιβάλουν την «ορθοδοξία» τους, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη την ελευθερία που υπαγορεύει το «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν». Συγκεκριμένα πληροφορούμαστε ότι το κόμμα «Νίκη» στηρίζουν κληρικοί που η Εκκλησία έχει απομακρύνει από τις τάξεις της, δηλαδή κληρικοί και μοναχοί αποσχισμένοι από το σώμα της Εκκλησίας, πολέμιοι του Οικ. Πατριαρχείου και του Πατριάρχη μας, κάτι που από μόνο του λέει πολλά…
Προφανώς το θέμα δεν εξαντλείται στα όρια ενός μικρού και ατελούς άρθρου. Όμως, υπάρχει αρκετή βιβλιογραφία πάνω στο θέμα της σχέσης θρησκείας και πολιτικής. Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία ζει στον κόσμο, οπωσδήποτε επηρεάζει εκ των πραγμάτων τις πολιτικές επιλογές των ανθρώπων με τη διδασκαλία της, αλλά δεν πολιτεύεται, δεν κομματίζεται και δεν κομματιάζεται. Η Εκκλησία αγαπά και βοηθά όλους τους ανθρώπους και τους καλεί, σεβόμενη την ελευθερία τους, με τα λόγια του Χριστού: «Ἔρχου καὶ ἴδε» (Ιωάν. 1,47). Κι αν κάποτε η Εκκλησία κλήθηκε να παίξει ένα «πολιτικό» ρόλο, αυτό έγινε σε κρίσιμες για το έθνος και την Ορθοδοξία ιστορικές περιστάσεις, όπως συνέβη π.χ. κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, όταν ανέλαβε έναν εθναρχικό ρόλο, διασώζοντας τη Ρωμιοσύνη. Είναι όμως άλλος αυτός ο ρόλος και άλλο η μετατροπή της Εκκλησίας σε κομματική οργάνωση, που σημαίνει έκπτωση από τη σωστική της αποστολή. Η Εκκλησία συνεργάζεται με την Πολιτεία, αλλά δεν γίνεται κράτος, δεν γίνεται εξουσία, δεν έχει ανάγκη από κομματικούς εκπροσώπους και μηχανισμούς, γιατί τότε παύει να είναι Εκκλησία. Αυτή είναι η αλήθεια που απορρέει από την Γραφή αλλά και από την ιστορία της.