ΑΠΟΨΕΙΣ
Απαρέγκλιτη τήρηση ή παραβίαση του συντάγματος για τη σωτηρία της χώρας
Πρέπει να έχουμε πάντα κατά νουν ότι οι νόμοι είναι, για να υπηρετούν τον άνθρωπο και όχι αντιστρόφως , δηλαδή ο άνθρωπος να υπηρετεί του νόμους και το σύνταγμα.
Του Γεώργιου Κουμάκη
Με την πρόσφατη απαγόρευση των συναθροίσεων για 4 μέρες, που συμπίπτει με την εορτή του Πολυτεχνείου, για την ανάσχεση της διάδοσης του κορωνοϊού, τίθεται το ερώτημα αν θα πρέπει να τηρείται απαρέγκλιτα σε όλες τις περιπτώσεις το σύνταγμα, ή να παραβιάζεται, όταν αυτό είναι για τη σωτηρία της χώρας και τείνει προς το εθνικό συμφέρον. Αυτό το ζήτημα δεν έχει τεθεί από όσο γνωρίζω ποτέ ούτε από τους συνταγματολόγους ούτε από τους πολιτικούς, αφού θεωρείται αυτονόητο ότι το σύνταγμα πρέπει να τηρείται σε κάθε περίπτωση. Όταν παρουσιάζεται παρεμφερές και αμφιλεγόμενο θέμα, οι νομικοί και κυρίως οι συνταγματολόγοι ερίζουν και φέρουν από κάθε πλευρά ισχυρά επιχειρήματα, κατά πόσον μια πράξη είναι συνταγματική ή αντισυνταγματική. Μια από τις περιπτώσεις αυτές είναι η προαναφερθείσα απαγόρευση της συνάθροισης.
Η Ένωση δικαστών και Εισαγγελέων αντέδρασε άμεσα χαρακτηρίζοντας την απόφαση αντισυνταγματική. Με την άποψη αυτή συντάχθηκε ένας συνταγματολόγος(Κ.Χ.) Καθηγητής Πανεπιστημίου και πρώην ευρωβουλευτής . Η αντισυνταγματικότητα κατ’ αυτούς έγκειται στο ότι παραβιάζεται το άρθρο 11 του συντάγματος , που αφορά το δικαίωμα του συνέρχεσθαι , αφού δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις , που προβλέπονται με το άρθρο 48, το οποίο ορίζει ότι αυτό μπορεί να γίνει σε περίπτωση πολιορκίας . Τα επιχειρήματα αυτά είναι άμεσα, καθαρά και κατανοητά. Από την άλλη πλευρά δύο άλλοι συνταγματολόγοι, επίσης Καθηγητές Πανεπιστημίου υποστηρίζουν το αντίθετο, ότι δηλαδή η απόφαση αυτή δεν είναι αντισυνταγματική. Υπάρχουν επίσης δημοσιεύματα και από άλλους νομικούς, οι οποίοι ανεξάρτητα από την επιχειρηματολογία τους αποδίδουν όχι ευπρεπείς και κόσμιους χαρακτηρισμούς στους δικαστές και εισαγγελείς, που τους αδικούν και τους υποτιμούν , αφού δεν τους αξίζουν.
Τα επιχειρήματα των δύο τελευταίων συνταγματολόγων στηρίζονται σε έμμεσες και όχι άμεσες αποδείξεις. Ο ένας εξ αυτών(Ν. Α.) υποστηρίζει ότι η δυνατότητα της απαγόρευσης αυτής επιτρέπεται ρητά από «πράξη νομοθετικού περιεχομένου του περασμένου Μαρτίου, την οποία έχει κυρώσει από καιρό η Βουλή» .. και ότι «κανένα δικαστήριο δεν έχει κηρύξει την ανωτέρω διάταξη αντισυνταγματική». Το ερώτημα, που τίθεται στη συνέχεια είναι αν όλες οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, που έχουν κυρωθεί από τη Βουλή και για τις οποίες δεν υφίσταται δικαστική απόφαση ότι είναι αντισυνταγματικές, είναι όντως συνταγματικές. Μια καταφατική απάντηση ακόμα και για έναν μη νομικό, όπως είναι ο γράφων, είναι εξαιρετικά δύσκολή αν μη αδύνατη, διότι οι δικαστές ως άνθρωποι μπορεί να σφάλλουν αναφορικά με την ερμηνεία του νόμου. Εξάλλου άλλη πλειοψηφία απαιτείται κατά την ψήφιση του συντάγματος και άλλη κατά την ψήφιση του νόμου.
Ο δεύτερος συνταγματολόγος(Α. Μ.) επίσης διαπρεπής Καθηγητής Πανεπιστημίου και πρώην Υπουργός, υποστηρίζει ότι το σύνταγμα σε τρεις διατάξεις προβλέπει μέτρα για την δημόσια υγεία, όπως είναι «οι επιτάξεις προσωπικών υπηρεσιών». Καταλήγει δε σε μια ρητορική ερώτηση, η οποία υπονοεί καταφατική απάντηαη: Είναι δυνατόν να μην δικαιολογεί(το σύνταγμα) και τη λήψη περιοριστικών μέτρων…όταν διακυβεύεται σε όλη την επικράτεια ταυτόχρονα η Δημόσια Υγεία; Το επιχείρημα αυτό είναι έμμεσο και προκύπτει εξ αναλογίας. Αν το δεχτεί κανείς, πρέπει ταυτόχρονα να παραδεχτεί επίσης ότι το σύνταγμα περιέχει αντιφατικές διατάξεις, πράγμα βέβαια διόλου απίθανο. Στην περίπτωση όμως αυτήν τίθεται εν αμφιβόλω η αξιοπιστία, η σαφήνεια και η καθαρότητα του συντάγματος, αφού αφήνει να αιωρούνται αμφιβολίες.
Το πρόβλημα εδώ, όπως ειπώθηκε και στην αρχή της μελέτης αυτής, δεν είναι τόσο αν η απόφαση αυτή είναι αντισυνταγματική ή μη, όσο αν προκύπτει όφελος για το έθνος από την παράβαση αυτή του συντάγματος. Άλλωστε και σε άλλα κράτη, όπως για παράδειγμα στη Γερμανία απαγορεύτηκε η συνάθροιση άνω των δέκα ατόμων για την ανάσχεση της διασποράς του φονικού υιού. Πρόκειται για ένα παμπάλαιο πρόβλημα, το οποίο απασχόλησε έντονα τόσο τον Πλάτωνα όσο και τον Αριστοτέλη. Για τους επικριτές των δικαστών και εισαγγελέων πρέπει να υπομνηστεί εδώ ότι οι ρόλοι της δικαστικής από τη μια μεριά και της εκτελεστικής και νομοθετικής από την άλλη είναι εντελώς διαφορετικοί. Το έργο του δικαστή περιορίζεται στην ορθή ερμηνεία και πιστή εφαρμογή των νόμων, κατ’ αντίθεση προς τον πολιτικό, ο οποίος έχει ευελιξία κατά την άσκηση των καθηκόντων του.
Ο Πλάτων αντιμετωπίζει το θέμα αυτό στον Πολιτικό του (300a κ. εξ.). Εκεί θέτει το αμείλικτο ερώτημα αν επιτρέπεται ή και επιβάλλεται ακόμα οι κυβερνώντες να μην εφαρμόζουν σε ορισμένες περιπτώσεις απαρέγκλιτα το σύνταγμα, όταν η παράβαση αυτή οδηγεί σε μια καλύτερη κατάσταση και κυρίως στη σωτηρία της χώρας ή εξυπηρετείται το εθνικό συμφέρον. Ο Αριστοτέλης πραγματεύεται το θέμα αυτό στο πρώτο βιβλίο των Πολιτικών του. Αν εξυπηρετείται ο σκοπός αυτός ή όχι στην προκειμένη περίπτωση προκύπτει από την απάντηση που θα δώσει κανείς στο ερώτημα πόσο συμβάλλει η απαγόρευση αυτή στην ελάττωση της διάδοσης του ιού. Συχνά οι Κυβερνήσεις ανά τον κόσμο μιλάνε για πόλεμο και εκτιμούν ότι το μισό περίπου εκατομμύριο των θανάτων στον κόσμο ολόκληρο εξαιτίας του ιού υπερβαίνει κατά πολύ τους νεκρούς κατά τους πολέμους του παρελθόντος. Επομένως βρισκόμαστε σε πολιορκία από τον ανελέητο αυτόν ιό. Το δίλημμα που περιέρχονται οι Κυβερνήσεις σήμερα εξαιτίας του ιού: μπροστά γκρεμός και πίσω ρέμα ή είμαστε ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης το υπερβαίνουν με τη μονοσήμαντη απάντηση : να ζητάμε το καλύτερο ακόμα και αν παραβούμε το σύνταγμα.
Δεν μπορούμε εδώ να μην εξάρουμε στο τέλος τη συνετή και φρόνιμη θέση της Προέδρου της Δημοκρατίας, η οποία συντασσόμενη με τη θέση του Πρωθυπουργού ,που έχει και την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας, κάλεσε τις πολιτικές δυνάμεις να συνεννοηθούν για το εθνικό συμφέρον. Ως προς τη συνταγματικότητα ή μη της απόφασης παρέπεμψε όπως ήταν φυσικό στις αρμόδιες δικαστικές αρχές να αποφανθούν , πράγμα που θα γίνει βέβαια κατόπιν εορτής. Ήταν ωστόσο η μόνη ορθή και ενδεδειγμένη απάντηση, που μπορούσε να δώσει , αν ληφθεί υπόψη ότι ανήλθε στα ύπατα αξιώματα της δικαστικής εξουσίας την οποία υπηρέτησε με συνέπεια θάρρος και ακέραιο ήθος. . Είναι προς τιμή της που προσπαθεί να συμφιλιώσει και όχι να οξύνει τα πνεύματα για το κοινό καλό. Πρέπει να έχουμε πάντα κατά νουν ότι οι νόμοι είναι, για να υπηρετούν τον άνθρωπο και όχι αντιστρόφως , δηλαδή ο άνθρωπος να υπηρετεί του νόμους και το σύνταγμα.