No profile pic

Του Θανάση Γιαπιτζάκη

 

 

  Μόλις τώρα «ανακάλυψα» ένα μικρό διήγημα του Λέοντος Τολστόι, που είναι παγκόσμια γνωστός χάρη στα μυθιστορήματά του «Πόλεμος και Ειρήνη», «Άννα Καρένινα», «Ανάσταση», «Αφέντης και Δούλος», κλπ, κλπ.   

      Σ’ αυτό λοιπόν το μικρό αφήγημα που διάβασα, τονίζει «τις δύσκολες συνθήκες που επικρατούν στο γεφύρωμα του χάσματος των γενεών» όπως μου το εξήγησε μια φίλη της καρδιάς, η Φαίδρα Φραγκομανώλη-Κοκκόλα. Εγώ θα το χαρακτήριζα πιο απλά «μια μικρή ευκαιρία να κοιταχτούμε όλοι μας στον καθρέφτη».

      Ακούστε τι λέει το σύντομο κείμενο του κλασσικού πλέον Ρώσου συγγραφέα, που έχει τον τίτλο «Ο παππούς και το εγγονάκι». Αναφέρεται σε ένα μικρό αγόρι που το έλεγαν Μίσα. Παρά το γεγονός ότι ήταν μικρό, με πόνο ψυχής είδε τους γονείς του να παίρνουν μια σκληρή απόφαση. Να απομακρύνουν τον γέροντα ανήμπορο παππού του από το τραπέζι που έτρωγαν όλοι μαζί, γιατί, άθελά του, έπεσε από τα τρεμάμενα χέρια του κι έσπασε το πιάτο, που μέσα του τού είχε σερβίρει η νύφη του το γεύμα.

      Οι γονείς του Μίσα επέβαλαν στον δύσμοιρο παππού να μη τρώει στο τραπέζι μαζί τους, αλλά κοντά στη θερμάστρα-τζάκι μόνος του, ίσως σαν τιμωρία ή ίσως γιατί δεν τους προξενούσε ευχάριστη εικόνα το γερασμένο και βασανισμένο κορμί του. Και το φαγητό τού το σέρβιρε η νύφη του, από δω και πέρα, σε μια ξύλινη γαβάθα - και όχι σε πιάτο για να μη το σπάσει! Ο γέροντας υπάκουσε, αφού δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά - και ο γιος του συμφώνησε με την απόφαση της γυναίκας του! Η απομάκρυνση του παππού από το τραπέζι ισοδυναμούσε με την απομάκρυνση από την κοινή οικογενειακή ζωή του. Και γι’ αυτό, η πίκρα του ήταν μεγάλη.

      Κάποια μέρα ο Μίσα, μετά το διάβασμα των μαθημάτων του, πελεκούσε ένα κομμάτι ξύλο και προσπαθούσε να του δώσει μια κοίλη μορφή. Στην ερώτηση του πατέρα του τί παιχνίδι έφτιαχνε, ο Μίσα απάντησε ότι δεν έφτιαχνε παιχνίδι, αλλά μια ξύλινη γαβάθα για να έβαζε το φαγητό του πατέρα του, όταν κι αυτός θα γερνούσε και θα γινόταν σαν τον παππού του!

      Η ενέργεια του μικρού Μίσα ταρακούνησε τους γονείς του. Τους έβαλε σε μεγάλο προβληματισμό, κοιτάχτηκαν στα μάτια, δάκρυσαν. Και αποφάσισαν από εκείνη τη μέρα ο παππούς να τρώει στο τραπέζι μαζί τους σε πιάτο πορσελάνινο και όχι στην ξύλινη γαβάθα, δείχνοντας έτσι την έμπρακτη μετάνοιά τους.

      Η απόφαση του Μίσα να φτιάξει μια ξύλινη γαβάθα για να τρώει ο πατέρας του όταν θα γερνούσε, αντιπροσώπευσε τον εγκλωβισμένο ψυχισμό του, που είχε γεννηθεί από την μιμητική ικανότητα των παιδιών να μιμούνται τις πράξεις των γονιών τους. 

Αλλά, ενεργώντας σαν καταλύτης, επέφερε την αλλαγή στην ανάρμοστη συμπεριφορά των γονιών του προς τον γέρο, τον ανήμπορο παππού του.

      Όλο το περιεχόμενο του κειμένου είναι διαχρονικό, εξαίσιο, συγκινητικό - και με προεκτάσεις. Καταλήγει, με γρήγορη δράση, σε έμμεσο αλλά εύκολα κατανοητό ηθικό δίδαγμα: Ότι το φέρσιμο των νέων προς τους γέροντες γονείς τους έχει πολλές πιθανότητες να πραγματοποιηθεί και από τα παιδιά τους προς τους ίδιους!

      Το διήγημα έχει έντονο το παραμυθένιο στοιχείο, αφού δεν αναφέρονται  ο τόπος και ο χρόνος. Το θέμα ίσως θα ανέβαζε περισσότερο την αξία του συγγραφέα, αν δεν περιέγραφε μια παρόμοια περίπτωση, πραγματική αυτή τη φορά, που είχε διαδραματιστεί στην αρχαία Σπάρτη, στα πρώτα χρόνια της. Σ’ αυτόν τον τόπο και σ’ εκείνη την πολύ παλιά εποχή, ένας γιος τύλιξε σε μια κουβέρτα τον υπέργηρο άρρωστο πατέρα του και, όπως ήταν η συνήθεια για να δώσουν γρηγορότερο τέλος στο επώδυνο μαρτύριο των αγαπημένων γερασμένων γονέων, τους εναπόθεταν σε μια ορεινή τοποθεσία (φαντάζομαι τουλάχιστον προστατευμένη από τ’ αγρίμια) και ο τερματισμός της ζωής τους γινόταν γρήγορος και ανώδυνος, επειδή η χαμηλή θερμοκρασία τους έριχνε στον αιώνιο ύπνο σχεδόν αμέσως.

      Αφού αποχαιρέτησε τον πατέρα του ο νέος, πριν τον αφήσει στην αγκαλιά της άγριας φύσης και πριν προλάβει ν’ απομακρυνθεί, του είπε ο πατέρας του ότι δεν χρειαζόταν πλέον την κουβέρτα και θα μπορούσε να την κρατήσει, γιατί θα του ήταν χρήσιμη όταν θα ερχόταν η ώρα που θα τον οδηγούσαν στο ίδιο μέρος τα παιδιά του! 

     Ο νέος ξαφνιάστηκε. Και αισθάνθηκε τόσο άσχημα για την πράξη του, που ξαναπήρε αγκαλιά τον πατέρα του τυλιγμένο με την κουβέρτα και τον γύρισε πίσω στο σπίτι τους.

      Με δάκρυα στα μάτια, διηγήθηκε ό,τι είχε συμβεί. Πρότεινε να σταματήσουν πλέον εκείνη τη συνήθεια και να περιποιούνται τους γονείς τους μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής τους. Και η πόλη του τον άκουσε. Με αυτά τα λόγια του, ο Σπαρτιάτης άνοιγε μεγάλο δρόμο πολιτισμού. Είπε στους δικούς του να μην ξεχνούν ότι οι γονείς θυσίασαν όλη τη ζωή τους  με πόνους, βάσανα και αγωνίες για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους. Και ότι κι εκείνα, από ευγνωμοσύνη, θα ’πρεπε να έχουν γεμάτη την ψυχή τους με θετικά αισθήματα - και όχι να χρησιμοποιούν την πιο εύκολη λύση, για να απαλλάσσονται από κάθε είδους ταλαιπωρία που θα απέρρεε από τους γονείς τους που έχουνε γεράσει πιά.

      Όσο για τα απόμερα ρωσικά τζάκια και για τα παγωμένα αρχαία βουνά, για τα σημερινά γηροκομεία με τις κλειστές πόρτες τα βράδια και για τις ξένες που τελούν τη μητέρα ή τον πατέρα μας στα χωριά, πάντα θα υπάρχει ένας Σπαρτιάτης νέος και ένας μικρός Μίσα να μας δείχνουν τον δρόμο μας προς την καρδιά.

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση