ΑΠΟΨΕΙΣ
Ανθρώπινες αξίες και δικαιώματα σε μια Ευρώπη που αναζητεί πυξίδα
Η Ευρώπη που ξεκίνησε ως οικονομική ένωση των κρατών συνεχίζει συνειδητά να μην προστατεύει την οικονομική ζωή των λαών της.
Η συνεργασία των λαών της Ευρώπης δεν ξεκίνησε βασιζόμενη σε κάποιο ουμανιστικό όραμα. Αφετηρία της ήταν η οικονομική συνεργασία, ως μέτρο αποφυγής των διεθνών εντάσεων. Είναι γνωστή η σκέψη του Ζαν Μονέ - αρχιτέκτονα της ευρωπαϊκής ενοποίησης -- να τεθεί το σύνολο της γαλλογερμανικής παραγωγής άνθρακα και χάλυβα υπό τη διαχείριση μίας Ανώτατης Αρχής. Το σκεπτικό ήταν ότι η από κοινού παραγωγή των πόρων αυτών από τις δύο ισχυρότερες χώρες της ηπείρου θα μπορούσε να αποτρέψει ένα νέο πόλεμο στο μέλλον.
Οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες (νυν Ευρωπαϊκή Ένωση), λοιπόν, δημιουργήθηκαν αρχικά ως διεθνής οργανισμός με κυρίως οικονομικό πεδίο δράσης. Στο πλαίσιο αυτό δεν ήταν απαραίτητο να γίνει επίκληση κοινών αξιών ούτε να υπάρξουν ρητοί κανόνες δικαίου που θα σέβονταν τα θεμελιώδη δικαιώματα. Άλλωστε, θεωρούσαν όλοι – και ορθώς – ότι ήταν εγγυημένα από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών του 1950 (ΕΣΔΑ), την οποία είχαν υπογράψει τα κράτη μέλη.
Σε καθαρά τεχνικό – νομικό επίπεδο, αυτή η παράλειψη δημιούργησε (και εξακολουθεί να δημιουργεί) προβλήματα. Η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός κανόνων δικαίου στην Ευρώπη. Το δίκαιο που παράγει (πρωτογενές ή παράγωγο) θα πρέπει να υπόκειται στους ίδιους κανόνες στους οποίους υπόκεινται τα κράτη – μέλη. Τα τελευταία έχουν προσχωρήσει στην ΕΣΔΑ. Η Ευρωπαϊκή Ένωση – ως οργανισμός – όχι. Η Συνθήκη της Λισαβόνας ορίζει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να προσχωρήσει στην ΕΣΔΑ. Με την προσχώρηση σκοπείται να ολοκληρωθεί η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών της ΕΕ, να θωρακιστούν οι θεμελιώδεις αξίες και να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα του δικαίου της ΕΕ. Στις 18 Δεκεμβρίου 2014, το Δικαστήριο της ΕΕ γνωμοδότησε αρνητικά ως προς τη συμβατότητα του σχεδίου συμφωνίας με τις Συνθήκες της ΕΕ και έκτοτε ουδεμία πρόοδος παρατηρείται. Τούτο δεν έχει μόνον θεωρητική σημασία αλλά εξόχως πρακτική. Προσχώρηση της ΕΕ στην ΕΣΔΑ σημαίνει ότι θα υπόκειται, όσον αφορά το σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων, σε έλεγχο από εξωτερικό δικαιοδοτικό όργανο, ήτοι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ).
Πέραν του εξωτερικού μηχανισμού ελέγχου του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων (που θα επιτευχθεί όταν η ΕΕ προσχωρήσει ως οργανισμός στην ΕΣΔΑ) δημιουργήθηκε – με αρκετή καθυστέρηση – ένας εσωτερικός μηχανισμός ελέγχου και επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση παραβίασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων εντός της ΕΕ. Για να δημιουργηθεί ο μηχανισμός απαιτούνταν πρώτα η υιοθέτηση συγκεκριμένου κανονιστικού πλαισίου. Έτσι, λοιπόν, υιοθετήθηκε με τη Διακήρυξη της Νίκαιας το 2000, ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, αλλά απαιτήθηκε περίπου μια δεκαετία για να αποκτήσει ισχύ πρωτογενούς δικαίου. Πράγματι, απέκτησε άμεση ισχύ μόνο με τη θέσπιση της Συνθήκης της Λισαβόνας, την 1η Δεκεμβρίου 2009, όπως προβλέπεται από το άρθρο 6 παράγραφος 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το πεδίο εφαρμογής του Χάρτη της ΕΕ χαρακτηρίζεται από ευρύτητα αναφορικά με τα πρόσωπα που μπορούν να τον επικαλεστούν (τα περισσότερα από τα δικαιώματα που αναγνωρίζει παρέχονται σε «κάθε πρόσωπο», ανεξάρτητα από την εθνικότητα ή το καθεστώς στο οποίο βρίσκονται) αλλά ταυτόχρονα περιορίζεται το αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής του. Συνεπώς δεν τυγχάνει εφαρμογής έναντι οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου, αλλά το άρθρο 51 περιορίζει την εφαρμογή του στα θεσμικά όργανα και τους οργανισμούς της ΕΕ και επεκτείνεται στα ίδια τα κράτη μέλη, μόνον όταν τα τελευταία ενεργούν για την εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ. Ο περιορισμός αυτός είναι σημαντικός εάν αναλογιστούμε ότι στον ίδιο το Χάρτη γίνεται νεωτερική προσέγγιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, καθώς γίνεται ρητή αναφορά σε απαγορευμένους λόγους διακρίσεων όπως η αναπηρία, η ηλικία και ο γενετήσιος προσανατολισμός και κατοχυρώνει μεταξύ των θεμελιωδών δικαιωμάτων, την πρόσβαση σε έγγραφα, την προστασία των δεδομένων και τη χρηστή διοίκηση.
Μάλιστα, με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, θεσπίστηκε ένας νέος «εσωτερικός» μηχανισμός κυρώσεων για να διασφαλιστεί ότι τα κράτη μέλη της ΕΕ σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα, καθώς και άλλες ευρωπαϊκές αρχές και αξίες, όπως, για παράδειγμα, τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου, την ισότητα και την προστασία των μειονοτήτων. Τούτο δίνει δικαίωμα μονομερούς παρέμβασης της ΕΕ σε περιπτώσεις «σοβαρής και διαρκούς παραβίασης». Ο εν λόγω μηχανισμός ενεργοποιήθηκε πρόσφατα για πρώτη φορά σε σχέση με την Πολωνία και την Ουγγαρία.
Στο ίδιο πλαίσιο, γίνεται επισκοπικός έλεγχος (μέσω ετήσιων εκθέσεων) κρίσιμων παραμέτρων που διασφαλίζουν την ορθή προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Τούτο περιλαμβάνει το δικαστικό σύστημα (ιδίως την ανεξαρτησία, την ποιότητα και την αποτελεσματικότητά του), το πλαίσιο για την καταπολέμηση της διαφθοράς (πρόληψη, κατασταλτικά μέτρα), τον πλουραλισμό των μέσων ενημέρωσης (ρυθμιστικοί φορείς, διαφάνεια της ιδιοκτησίας και κυβερνητικές παρεμβάσεις, προστασία των δημοσιογράφων) και άλλα θεσμικά ζητήματα που σχετίζονται με θεσμούς κοινωνικής λογοδοσίας και ελέγχου (νομοθετική διαδικασία, ανεξάρτητες αρχές, οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών κλπ).
Από την ανωτέρω ανάλυσή όμως, καθίσταται εναργές ότι εκλείπει η βάσανος για την προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων των ευρωπαίων πολιτών. Η Ευρώπη που ξεκίνησε ως οικονομική ένωση των κρατών συνεχίζει συνειδητά να μην προστατεύει την οικονομική ζωή των λαών της. Τούτο σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στη «δυσανεξία» για οποιαδήποτε κοινή φορολογική πολιτική, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την οικοδόμηση ενός ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους. Τούτο, όμως, δεν αποτελεί τη μόνη αιτία.
Η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων παραμένει ατελής εάν δεν διασφαλίζει τον ίδιο βαθμό συμμετοχής στο οικονομικό γίγνεσθαι για τον κάθε πολίτη, ενώ ταυτόχρονα δεν δημιουργεί ένα πέπλο ασφαλείας για όσους υστερούν – για διάφορους λόγους – σε ένα μετακαπιταλιστικό περιβάλλον. Η Ευρώπη των λαών θα έπρεπε να είχε στην προμετωπίδα των θεμελιωδών δικαιωμάτων της, τη διασφάλιση ενός επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης για τους πολίτες της. Τούτο δεν σημαίνει ενίσχυση των επιδοματικών πολιτικών. Αντίθετα, προϋποθέτει κεντρικές και επεξεργασμένες πολιτικές για κοινωνικά ελεγχόμενη παροχή αγαθών και υπηρεσιών στους υστερούντες (π.χ. για πρόνοια, υγεία, στέγαση, θέρμανση κ.λπ.), τη διορθωτική παρέμβαση σε μείζονα και έκτακτα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα (λχ «κόκκινα δάνεια», τοπική ανεργία, ακρίβεια, πανδημία), την ανάσχεση κάθε κοινωνικού αποκλεισμού αλλά και τη διασφάλιση ορθού επαγγελματικού προσανατολισμού και επαγγελματικής εκπαίδευσης ανέργων και παιδιών που μεγαλώνουν σε προβληματικό περιβάλλον. Σε μια εποχή που αμφισβητούνται οι μεταπολεμικές συλλογικές κατακτήσεις τόσο εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και αλλού (πρόσφατο αρνητικό παράδειγμα η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ) πρέπει να βαθμονομήσουμε εκ νέου την ευρωπαϊκή κοινωνική πυξίδα.