της Γεωργίας Καρβουνάκη
Χαρισμένο στον συνεπιβάτη 25D, της πτήσης Αθήνα-Ηράκλειο, ένα βράδυ που ούτε έβρεχε, ούτε ψιλόβρεχε.
Ζω ένα ντεζαβύ ή απλά έτυχε; Είναι η πρώτη φορά ύστερα από πάρα πολλά χρόνια, που ακούω να αναγγέλλεται η καθυστέρηση της καθυστερημένης πτήσης, λόγω καθυστέρησης της προηγούμενης καθυστερημένης πτήσης της… Ολυμπιακής Αεροπορίας. Αυτόματα αισθάνθηκα νεότερη, ωραιότερη, ελαφρύτερη -πλουσιότερη όχι, στο ίδιο χάλι ήταν πάντα τα οικονομικά μου εμένα. Αυτό, όμως, δεν είναι το θέμα μας, οπότε η μιάμιση ώρα καθυστέρηση μικρή σχέση έχει -αλλά έχει- με το περιστατικό.
Οι συνθήκες κάποτε ευνόησαν να επιβιβαστούμε, για το υπόλοιπο μισό της καθυστέρησης. Από τη θέση 26C, έχω άμεση οπτική επαφή με τη θέση 25D. Ο κύριος κάνει ό,τι κι εγώ: σερφάρει στο facebook μέχρι να αναγγελθεί η αναχώρηση, μόνο που εγώ πρόλαβα να αλλάξω και φωτογραφία προφίλ ενώ εκείνος όχι. Έφτασε η ώρα που το αεροπλάνο τροχοδρομεί και παρακαλούμεθα να απενεργοποιήσουμε ή να θέσουμε σε λειτουργία πτήσης τις ηλεκτρονικές συσκευές μέχρι την προσγείωση. Η αεροσυνοδός περνάει για τον τελευταίο έλεγχο. Ο διπλανός μου μιλάει στο τηλέφωνο, εκείνη τον παρακαλεί να το κλείσει, εκείνος συμμορφώνεται. Ο 25D γυρίζει το τηλέφωνό του με την οθόνη προς τα κάτω για να μην φαίνεται, μέχρι να απομακρυνθεί η αεροσυνοδός και όταν πλέον βλέπει την πλάτη της, επιστρέφει στο facebooking του. Ναι, όντως. Έλληνας ήταν, οπότε η θέση 26C, που δύσκολα συγκρατείται σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις, μίλησε στα ελληνικά.
Η συνέχεια ήταν η κλασική και αναμενόμενη: «κλείνουμε τα τηλέφωνα τώρα, λέμε», «σ’ εμένα το λες;, δεν σου επιτρέπω», «δεν σας ζήτησα να μου επιτρέψετε, η συμπεριφορά σας μου δίνει το δικαίωμα», «και τι σε νοιάζει εσένα; πολύ την έξυπνη κάνεις», «φυσικά και με νοιάζει, είναι θέμα ασφάλειας της πτήσης», «πείτε κάτι στην κυρία», ο κύριος ζήτησε τη συνδρομή της -αδιάφορης- αεροσυνοδού (!!!!!), κάτι σαν «κυρία, κυρία, ο Μιχαλάκης με έφτυσε»! Έκλεισε το τηλέφωνο αλλά κάτι πήρε το αυτί μου να λέει μέσα απ’ τα δόντια του, σίγουρα όχι φιλοφρόνηση. Εννοείται ότι δεν μ’ ενδιαφέρει ό,τι κι αν είπε.
Το θέμα μας, λοιπόν, είναι η παραβατική συμπεριφορά κάθε είδους. Από το να καπνίσουμε σε χώρο που δεν επιτρέπεται, μέχρι να χτυπήσουμε κάποιον με το αυτοκίνητό μας και να τον εγκαταλείψουμε να πεθάνει αβοήθητος στον δρόμο. Η βασική μας μέριμνα είναι να κρύψουμε το «έγκλημά» μας για να μην τιμωρηθούμε ώστε να έχουμε την ευκαιρία να «ξαναεγκληματήσουμε». Φροντίζουμε να ξεγελάσουμε την αρχή που μας ελέγχει, λες και αυτή δεν πρέπει να είναι η συνείδησή μας η ίδια αλλά μια άλλη, ξένη, που φοράει στολή αεροσυνοδού ή αστυνομικού. Για να μην πούμε για την παραβατικότητα που σκοτώνει, συχνά τους ίδιους τους παραβάτες: το λυτό -ή το καθόλου- κράνος στο κεφάλι, τη ζώνη ασφαλείας που πατήσαμε το πρες για να μην «φωνάζει», ξεγελώντας ποιον;
Έχουμε ένα τεράστιο θέμα συμμόρφωσης προς τους κανονισμούς, την αποδοχή των οποίων θεωρούμε τυπικό μιας διαδικασίας και όχι ουσιαστικό καθήκον. Εννοείται, για παράδειγμα, ότι δεν μπορούμε να κλείσουμε ένα αεροπορικό εισιτήριο και να ταξιδέψουμε αν δεν τσεκάρουμε το κουτάκι ότι αποδεχόμαστε διάφορα πράγματα. Το τσεκάρουμε, επιβιβαζόμαστε και λειτουργούμε ωσάν να μην υπάρχει. Μα, αν είναι έτσι, άστο, καλύτερα! Πήγαινε με την Emirates ή με το πλοίο, που έχουν και wi fi! Γιατί πρέπει να μπεις στην Ο.Α. που δεν επιτρέπει ηλεκτρονικές συσκευές ανοιχτές; Παρά το ότι δεν έχει αποδειχθεί ότι αυτές είναι επικίνδυνες για την πτήση, είναι θέμα ηθικής τάξης η συμμόρφωση προς κανονισμούς τους οποίους έχουμε αποδεχθεί. Πιθανολογώ ότι για τη σχετική απαγόρευση κάποιος λόγος υπάρχει και δεν σημαίνει ότι αυτός που δημιουργεί τους διεθνείς κανονισμούς πτήσεων έχει προηγούμενα μαζί μας.
Το άλλο εντυπωσιακό -αλλά και αναμενόμενο, επίσης, στο συγκεκριμένο επεισόδιο αλλά και σε κάθε άλλο παρόμοιο- ήταν η ουδέτερη/αδιάφορη στάση των συνεπιβατών, οι οποίοι παρέμειναν αμίλητοι. Ουδείς έκανε παρέμβαση, ουδείς πήρε θέση υπέρ ή κατά τινος, άπαντες παρέμειναν απαθείς μέχρις αναισθησίας. Ένα αίσθημα συλλογικής συνενοχής πλανήθηκε στον στενό χώρο του αεροσκάφους. Ένα σιωπηρό «τι με νοιάζει εμένα» ήχησε εκκωφαντικά. «Ο σιωπών δοκεί συναινείν», όμως, «qui tacet consentire videtur» κατά το ρωμαϊκό δίκαιο -οκ, δεν το ήξερα, το γκουγκλάρισα το λατινικό. Αυτό λειτούργησε αυτομάτως σαν ένδειξη συμπαράστασης προς τον παραβάτη, πράγμα καθόλου ξένο στην κοινωνία μας.
Είναι ίδιον του ανθρώπου η κοινωνική ανυπακοή ή η συμμόρφωση προς το γενικά παραδεκτό, ακόμη και αν αυτό είναι λάθος; Διαμαρτυρήθηκα, έστω και μόνη μου, σκεπτόμενη το πείραμα του Asch ο οποίος μερικές δεκαετίες πριν έβαλε τους ερευνητές του να παρουσιάσουν σε συμμετέχοντα κάποιες γραμμές με διάφορα μήκη, ρωτώντας ποια είναι η μεγαλύτερη. Παρόντα στο πείραμα ήταν και άτομα που, κατόπιν συνεννόησης, έδιναν συστηματικά λάθος απάντηση, οπότε ο ερωτώμενος αισθανόταν την ανάγκη να πάει με την πλειοψηφία. Αν και ήταν προφανές το σωστό, η κοινωνική πίεση ανάγκαζε τον ερωτώμενο να απαντά κι εκείνος λανθασμένα. Όταν, όμως, πάλι προσυνεννοημένα, βρέθηκε κάποιος που έδωσε τη σωστή απάντηση, το «πειραματόζωο» απέκτησε το θάρρος της γνώμης του και άρχισε δειλά-δειλά να δίνει σωστές απαντήσεις, ακόμη και όταν η πλειοψηφία έδινε λάθος. Το ένα αυτό άτομο ήταν αρκετό για να διαφοροποιηθεί η στάση του ερωτώμενου! Στην περίπτωσή μας, όμως, δεν λειτούργησε το πείραμα, διότι αποκλίνουσα κοινωνική συμπεριφορά θεωρείται η διαφοροποίηση από το σύνολο και όχι η παραβατικότητα.
Είναι θέμα ανοιχτών λογαριασμών με την επίσημη μνήμη που δεν αγαπούμε τους «καταδότες» ή αισθανόμαστε αλληλεγγύη προς τους παραβάτες, διότι σήμερα αυτοί, αύριο εμείς; Πόσο μας ωφέλησε συνολικά αυτή η στάση, όμως; Ας κοιτάξουμε γύρω μας χωρίς παρωπίδες και ας κάνουμε συγκρίσεις με τις χώρες υποδοχής των μεταναστών-παιδιών μας.
Λυπάμαι, χάσαμε, game over.
Αυτά και τίποτα άλλο.