Ο Παππούς μου ο Γιώργος

Newsroom
Newsroom

"​​​​​​​Προσπαθώ να θυμηθώ αν ποτέ τον είπα «παππού» ή αν ποτέ τον είδα χαρούμενο"

Ηράκλειο, Μεγάλη Παρασκευή 2024.

Βρίσκομαι στο σπίτι, ενώ έχω πάρει άδεια από την δουλειά έχω ξυπνήσει από νωρίς. Νυσταγμένος ακόμα και λίγο χάνγκοβερ από την χθεσινοβραδινή έξοδο.
Δυο ποτά ήπια όλα κι όλα, αλλά έχω ξεμάθει κι έχω πονοκέφαλο. Είμαι ανήσυχος, πάω από το κρεβάτι στο μπαλκόνι κι από κει πίσω στον καναπέ. Βάζω τηλεόραση, προσπαθώ να τελειώσω μια σειρά με μια στόκερ στο Νέτφλιξ. Πίνω καφέ και ντεπόν αναβράζον. Ο συνδυασμός παρακεταμόλης και καφεΐνης έχουν μια περίεργη επίδραση πάνω μου. Ο πονοκέφαλος έχει φύγει και έχει αντικατασταθεί από μια γλυκιά ζάλη. Βάζω μουσική στο Σπότιφάϊ όπως κάνω κάθε πρωί, και σιγοτραγουδάω. Η μουσική είναι εύθυμη, αγνοώντας παντελώς το πένθος της ημέρας. Ανάμεσα στον Πωλ Σάϊμον και στον Μπεκ, ακούω για πρώτη φορά της καμπάνες από το καμπαναριό του Αγίου Μηνά. Ντρέπομαι για την άγνοια μου και κλείνω τη μουσική.

Πίσω στο μπαλκόνι, κάθομαι και ακούω ενεργά τις καμπάνες και κοιτώ τον ουρανό, καταγάλανος ούτε ένα σύννεφο. Σκέφτομαι πόσο παράταιρος είναι κι αυτός με το μοιρολόι της Παναγίας «Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα». Θυμάμαι τη μαμά μου να το σιγοτραγουδά κάθε Σαρακοστή. Με πιάνει μελαγχολία ή μάλλον χαρμολύπη. Αρχίζω να σκέφτομαι όλους εκείνους που δεν είναι πια μαζί μας. Συγγενείς που έφυγαν πλήρεις ημερών, νέους ανθρώπους που ταλαιπωρήθηκαν κι άφησαν πίσω τους συντρόφους και παιδιά, άλλους πολύ νέους που δεν πρόλαβαν να ζήσουν.

Σκέφτομαι όλους τους νεκρούς μου, έναν-ένα χωριστά. Σκέφτομαι συνειρμικά και τον Παππού μου τον συνονόματο, που είχα χρόνια να τον σκεφτώ. Όσο ζούσε ο μακαρίτης ο μπαμπάς μου, συχνά-πυκνά μου μιλούσε για εκείνον. Συνήθως εγώ τον ρωτούσα να μου πει για τον πατέρα του. Από τότε που πέθανε ο μπαμπάς μου, σαν να κόπηκε και ο τελευταίος συνδετικός κρίκος με τον παππού μου. Ανασκαλεύω την μνήμη μου να δω τι θυμάμαι από εκείνον. Το μυαλό μου πάει σε ένα ποιηματάκι που μου ‘μαθαν να λέω στο νηπιαγωγείο, το μόνο ποίημα που θυμάμαι από τα χρόνια της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. «Γιώργος είναι τ’ όνομα μου κι έχω έναν παππού καλό, που πολύ τον αγαπώ. Έχω πάρει τ’ όνομα του, μη σας φαίνεται κουτό, και πετάει απ’ τη χαρά του όταν εγώ παππού τον πω».

Προσπαθώ να θυμηθώ αν ποτέ τον είπα «παππού» ή αν ποτέ τον είδα χαρούμενο. Ποτέ. Θυμάμαι ένα γέρο, άσπρα μαλλιά, κουρεμένα πολύ κοντά, μικρό άσπρο μουστάκι, ψάθινο καπέλο, λευκό πουκάμισο, πακέτο τσιγάρα 22 στην τσέπη του στήθους. Τα απογεύματα του Καλοκαιριού καθόταν στο συνηθισμένο του τραπέζι στο ζαχαροπλαστείο μας και έπινε τον καφέ του, στηριζόμενος στην μαγκούρα του. Καθόταν πάντα μόνος. Η σύζυγος, τα αδέρφια και οι «κολλίες» του είχαν πια πεθάνει ή ήταν κατάκοιτοι στα σπίτια τους. Δεν τον άκουσα ποτέ να μιλάει. Σε μένα δεν απεύθυνε ποτέ τον λόγο, εκτός από το να μου πει να κάτσω ήσυχα όταν απασχολούσα την μάνα μου που έκανε δουλειές. Δεν με ρώτησε ποτέ τι κάνω, πως πάω στο σχολείο, δεν μου αγόρασε ποτέ παιχνίδι ή σοκολάτα.

Ο Παππούς μου πέθανε Μεγάλη Παρασκευή, 17 Απριλίου του 1987. Ήταν 80 χρονών κι εγώ 11. Από αυτόν κληρονόμησα το όνομα του και ένα δαχτυλίδι που του είχε βάλει ένας θείος της γιαγιάς μου στον γάμο τους. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την μάνα μου, να μιλάει με τους μεγάλους μετά την κηδεία όταν πίνανε καφέ, να λέει ότι όσοι πεθαίνουν Μεγάλη Παρασκευή είναι καλοί ανθρώποι. Κοντά 40 χρόνια μετά, όταν ρωτάω την μάνα μου και νύφη, του να μου πει για τον παππού μου, μου λέει ότι ήταν πολύ καλός άνθρωπος.

Στην μνήμη του Γιώργου Μαστρακούλη του Κωνσταντίνου.

Γιώργος Ε. Μαστρακούλης

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ