ΑΠΟΨΕΙΣ

«Επάτησεν ο Αύγουστος…!»

Ξημέρωσε πρώτη τ΄Αυγούστου. Του μήνα που από την προκοπή και την μεγαλοσύνη της ψυχής του θρέφει όλους τους υπόλοιπους με τα καλά και τα κακά του

No profile pic

Της Ελένης Μπετεινάκη

«…Νομίζω πως είδα την βασίλισσα των ξωτικών χθες βράδυ. Εκεί λίγο πριν τα μεσάνυχτα αναζήτησα κι εγώ την χαραμάδα στο στερέωμα, μιας και τούτη την τελευταία βραδιά του Ιούλη πίστευαν τα παλιά χρόνια πως άνοιγαν οι ουρανοί κι ότι ήθελε κανείς θα μπορούσε να το ζητήσει. Γεμάτος αστέρια ήταν ο ουρανός , φωτεινότερα από κάθε άλλη νυχτιά . Κι όσο  κοίταζα κι αδημονούσα, ένα τεράστιο άρμα φτιαγμένο από μικρά μικρά αστέρια πέρασε για μια στιγμή μπροστά απ΄τα μάτια μου. Έμοιαζε να τρέχει, να βιάζεται να συναντήσει το φεγγάρι, το ασημένιο, το πρώτο του Αυγούστου, το ολόγιομο. Θάμπωσα από το φως …πρόλαβα έκανα την ευχή μου και τότε είδα, σαν ξεμάκραινε, πως ήταν πάνω του μια γυναίκα που ΄χε ένα πελώριο ολόφωτο στέμμα στο κεφάλι της. Έγειρα στο πλάι κι αποκοιμήθηκα εκεί κάτω από τον έναστρο ουρανό μ΄ ένα χαμόγελο χαραγμένο στα χείλη μου. Ναι , επιτέλους είχα δει την Τιτάνια! Τώρα όλα τα όνειρα θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν, όλα, φτάνει να το πίστευα…»

Ξημέρωσε πρώτη τ΄Αυγούστου. Του μήνα που από την προκοπή και την μεγαλοσύνη της ψυχής του  θρέφει όλους τους υπόλοιπους με τα καλά και τα κακά του. Ο Σείριος έλαμπε στον ουρανό σήμερα πρωί πρωί λίγο πριν συναντήσει τον Ήλιο , να τον καλημερίσει, να του ευχηθεί για τον ερχομό τούτου του όμορφου παλληκαριού, του τρίτου γιού του Καλοκαιριού,  που όλοι το αγαπούν  γιατί φροντίζει για όλους τους άλλους. Με τις Δρίμες ή Αλουστίνες , τα μερομήνια, τις ζέστες , τις γιορτές. Με τα σύκα του και τα σταφύλια,  με τις πιο ώριμες ντομάτες από ποτέ, με τους καρπούς όλους γινωμένους και τα κελάρια να αβγατίζουν. Με  τον Αφέντη Χριστό να υψώνει την χάρη Του σ΄όλες τις βουνοκορφές και την Παναγιά να γιορτάζει σε  όλα τα χωριά , τις πόλεις, ακόμα και στα μικρά, ξεχασμένα ξωκλήσια. Κι εκείνος ο τζίτζικας  να μην σταματά ούτε γα μια στιγμή το τραγούδι του, μονότονο, χαρούμενο αλλά και απαραίτητο για να θυμίζει πως «επάτησεν»  πια και τούτος ο Μήνας ,ο χιλιόχρονος , ο πιο ερωτικός, ο Φεγγαράς, ο Συκολόγος , ο Τραπεζοφόρος ,ο Πενταφάς και ο Δριμάρης .

Μήνας που όλες οι νεράιδες και  τα ξωτικά ζουν μια από τις καλύτερες ώρες τους. Δώδεκα μέρες  χορεύουν και λυγίζονται και ανακατώνουν τα σπίτια, τα νερά και τους καρπούς. Και σπέρνουν το χάος και την αταξία τούτες οι Δρίμες σαν άλλοι καλικάντζαροι που εκείνοι έρχονται ανήμερα των Χριστουγέννων και μένουν κι αυτοί για δώδεκα μέρες. Τα ξωτικά όμως τ΄Αυγούστου  δεν κάνουν μόνο σκανταλιές αλλά σπέρνουν παντού τον πανικό γιατί «μαγαρίζουν» τα νερά εκτός και ρίξεις ένα καρφί ή ένα πέταλο, στη θάλασσα, στο ποτάμι, στο πηγάδι,  και τότε το κακό δεν θα σε βρει ποτέ. Αν όμως ξεχαστείς και λουστείς τούτες τις μέρες , πίστευαν πως μεγάλο κακό θα σε ανταμώσει. Κι αν κατά λάθος πλύνεις τα ρούχα ή τα σκεπάσματα ίσως τα βρεις τρύπια και σκισμένα.

Τούτες  τις δώδεκα ή έξι πρώτες μέρες μέχρι του Χριστού, ανάλογα με την περιοχή μαντεύουν και τον καιρό . Κάθε μέρα ή κάθε δυο ,τα λεγόμενα μερομήνια,  ότι καιρό κάνει ή δείχνουν τα σημάδια θα ‘ ναι ο καιρός ενός μήνα , με τη σειρά, ξεκινώντας απ το Σεπτέμβρη.

Πρωταυγουστιά, και όσοι έμειναν την νύχτα  ξάγρυπνοι να κοιτάνε αστέρια, τα σημάδια και το άνοιγμα του ουρανού το προηγούμενο βράδυ,  έριχναν άμμο μέσα στο σπίτι για να υπάρχει αφθονία και ευτυχία και σαν ξημέρωνε, οι γυναίκες καθάριζαν τα χάλκινα αγγεία τους πρωί πρωί για να τα προλάβουν μέχρι να πάνε στην εκκλησιά , να πάρουν τον αγιασμό της μέρας, του μήνα ολόκληρου , να ξεκινήσει η πρώτη νηστεία για χάρη της Παναγιάς , της μάνας όλου του κόσμου. Δυο μάνες λένε πως έχει ο άνθρωπος. Η μια είναι εκείνη που τον γέννησε, η άλλη είναι η Παναγιά που πάντα την φέρνει στο μυαλό τις δύσκολες ώρες. Αυτή επικαλείται για βοήθεια στα μεγάλα του ζόρια.

Και περνούν  οι δύσκολες πρώτες μέρες , ίσαμε τη Χάρη του Χριστού στις 6 του μήνα. Αφέντη τον φωνάζουμε στην Κρήτη, όχι από δουλοπρέπεια ,αλλά για να δείξουμε  το ψήφος, την εκτίμηση, την Αγάπη. Όλες σχεδόν οι εκκλησιές Του βρίσκονται πάνω στις βουνοκορφές κι αυτό γιατί  βουνό σημαίνει ανύψωση, ανάταση και επαφή με τον ίδιο το Θεό. Μεγάλη γιορτή, πολλά τα πανηγύρια, αμέτρητες οι προσφορές. Λέγαν πως την  παραμονή το βράδυ ξανάνοιγαν πάλι, οι ουρανοί  κι όσοι το πίστευαν δεν έβλεπαν πια νεράιδες, ή βασίλισσες ή ξωτικά αλλά ένα άγιο φως κι αυτό ήταν σημάδι, το χαν για καλό.

Την άλλη μέρα η νηστεία του δεκαπεντάγουστου  διακόπτεται. Μπορεί να καταναλωθεί για φαγητό το ψάρι και η σκορδαλιά. Είναι η μέρα που ο παπάς λέει ευχή για τα σταφύλια και τα σύκα που θα προσκομιστούν στην εκκλησία και ανάλογα με τον καιρό που θάχει θα φανεί σαν προμήνυμα φθινοπώρου ίσως γιατί  οι πελαργοί αρχίζουν το φευγιό τους σιγά σιγά  σε χώρες με θερμότερο κλίμα. Και θα γεμίσουν τα σπίτια κι οι εκκλησιές βασιλικούς ως τη γιορτή της Παναγιάς, προσφορά στη Χάρη Της. Σ΄ άλλα μέρη τούτη τη  μέρα ζύμωναν ψωμί, με το πρώτο αλεσμένο στάρι και τον έκαναν προσφορά στη Βρύση του χωριού κι είχε και σχήμα τζιτζικιού μιας και πίστευαν πως το στοιχείο του νερού έμοιαζε σε αυτό το έντομο και το ψωμί το ονόμαζαν « τζιτζιρόκλιτο ».

Η Χάρη της Παναγιάς , η Κοίμηση της στις 15 είναι το δεύτερο Πάσχα της Ελλάδας ολόκληρης. Αν και  εγκαταλείπει  τα εγκόσμια, η ίδια θέλησε να καλέσει γνωστούς κι αγαπημένους φίλους και συνοδοιπόρους της γύρω από την νεκρική κλίνη , να κλείσει τα μάτια και να «κοιμηθεί» . Κανείς να μην κλάψει τούτη τη μέρα, έτσι ήθελε,  γιατί η θύμηση θα μενε και μένει πάντα στο μυαλό και την ψυχή. Όλος ο κόσμος Την γιορτάζει , απ άκρη σ άκρη ο Χριστιανισμός, η Ελλάδα πανηγυρίζει την Χάρη της. Και αμέσως την  επόμενη μέρα όλος ο κόσμος ανάστατος πάλι. Τα σταφύλια είναι πια ώριμα κι είναι η ώρα που θα αρχίσει ο « πόλεμος του θέρους». Η πιο μεγάλη αγροτική φιέστα, η πιο πολυπόθητη ώρα για τον γεωργό. Κι είναι βιαστικοί , να τα μαζέψουν, να απλώσουν την σταφίδα, γιατί ο σοφός λαός όσο κι αν αγαπάει τον Αύγουστο , τον φοβάται και χαρακτηριστικά λέει  : « Επάτησε ο Αύγουστος , η άκρα του χειμώνα».

Και λίγο πριν φύγει και τούτο το τελευταίο παιδί του καλοκαιριού είναι οι γιορτές  του Αγίου Φανουρίου, του Αι Γιάννη του αποκεφαλιστή , του Αγίου Αλεξάνδρου και της Αγίας Ζώνης. Γιορτές γεμάτες θρύλους και δοξασίες για χαμένα αντικείμενα που βρίσκονται  , με τάματα από φανουρόπιτες για τον άγιο που θεωρείται προστάτης στην Κρήτη των βοσκών και ειδικά στα μέρη εκείνα των ζωοκλοπών γιατί στο όνομά  του πάντα ορκίζονταν και έβρισκαν τα πρόβατα τους όσοι τα έχαναν. Μπροστά στην εικόνα του Αγίου κανείς δεν μπορεί να αρθρώσει ψεύτικο λόγο κι έτσι οι ζωοκλέφτες « έτρεμαν» τούτη τη ρήση σαν την άκουγαν από τα χείλη των βοσκών. Δεν χρειαζόταν την γνωστή φανουρόπιτα , ο λόγος και μόνο έφτανε. Τάζοντας στον Άγιο μια πίτα θα φανερώσει όλα τα ζητούμενα ακόμα και πρόσωπα όπως  στις κοπελιές θα φανερώνονταν ο γαμπρός που περίμεναν. Και το εθιμικό θέλει η πίτα να είναι ζυμωμένη μόνο με επτά ή εννιά υλικά για να χει δύναμη το τάμα. Οι βοσκοί έστελναν στον Άγιο ένα από τα ζώα τους γιατί οι πίτες ήταν « γυναικείες δουλειές». Οι γεωργοί πάλι του πρόσφεραν λάδι κι αλλοίμονο αν δεν εκπλήρωναν την υπόσχεσή τους , λάδι δεν θα έμενε στο σπίτι τους.  Με ρίγη θα πορευτούν όσοι  δεν νηστέψουν την μέρα του Αι Γιαννιού στις 29 και με την τελευταία μέρα του μήνα που την λένε και «κλειδοχρονιά » γιατί κλείνει με αυτήν ο καλοκαιρινός χρόνος . Είναι το τελευταίο άναμμα της φωτιάς για να  διωχτεί ο κακός καιρός και χρόνος και να μπουν με δύναμη και ελπίδα στον καλό καιρό …στις καλύτερες μέρες του φθινοπώρου…

«…Μια άλλη χρόνια, θα΄μουν ακόμα πιο μικρή, πέντε ή έξι χρονών, όταν μείναμε κάποια βραδιά κοντά στην απλωμένη σταφίδα κάτω από τα κλαδιά της Ασημένιας μας , ξέρετε, εκείνης της γέρικης ελιάς , που φέτος πια θα ΄ναι 83 χρόνων, έγινε κάτι που στην φαντασία μου έμοιαζε να΄ναι δράκος  που πετούσε φλόγες και με μπέρδευε αν ήταν παραμύθι, όνειρο ή συνέβαινε στα αλήθεια. Το  φεγγάρι ήταν ολόγιομο και τα αστέρια πιο λαμπερά από ποτέ .Ξενυχτούσαμε  και  δίπλα μας ήταν  ένα μποστάνι με λογής λογής λαχανικά και φρούτα. Δεν κουνιόταν κανένα φύλλο κι έτσι όπως έστεκαν οι καλαμποκιές και οι ντοματιές ασάλευτες , περνάνε  μορφή γιγάντων στα παιδικά μας μάτια. Ήμασταν  όμως ήσυχοι γιατί όλους μας φύλαγε ο Ανέστης, το Σκιάχτρο του κυρ Κώστα, που ήταν φύλακας άγρυπνος για το χωράφι και για δικά μου παιδικά όνειρα.  Κείνο λοιπόν το βράδυ μόλις το φεγγάρι είχε προχωρήσει τη διαδρομή του κι οι ιστορίες δεν είχαν τελειωμό ακούστηκε ένας παράξενος θόρυβος, συνεχόμενος και επαναλαμβανόμενος. Ήταν σαν να έσπαγε ένα ξύλο , ένα πολύ δυνατό « κρακ» κι ύστερα κι άλλο, κι άλλο …Γουρλώσαμε τα μάτια, η καρδιά ήταν σαν να σταμάτησε για λίγο να χτυπά. Τρόμος και αγωνία για τον άγνωστο επισκέπτη…

Χμ… θυμάμαι ακόμα το δυνατό γέλιο του πατέρα μου σαν γύρισε και σε μια στιγμή που το φεγγάρι φώτιζε τα πρόσωπα μας είδε τις γκριμάτσες και το φόβο μας ζωγραφισμένο κι εκείνον με ασημένια χρώματα. « …Τα καρπούζια είναι που μιλούν μεταξύ τους, που μεγαλώνουν και χρειάζονται περισσότερο χώρο και έτσι είναι η φωνή τους… μη σκιάζεστε!» Δε ήξερα πως τα καρπούζια είχαν μιλιά , πως ήταν δυνατόν με μια μικρή μόνο «κραυγή » να ψηλώνει ένα …φυτό  και τότε μια καινούργια ιστορία φτιάχτηκε μέσα στο μυαλό …..αλλά θα σας την πω μιαν άλλη φορά…!»

Καλό Μήνα !




ΠΗΓΕΣ:

«Τα καλοκαιρινά», Λουκάτος  Δ. , Αθήνα 1981

«Ελληνικαί  εορταί και έθιμα της λαϊκής λατρείας », Μέγας Γ.Α. Αθήνα 1956

« Λόγια του αέρα», Ιδ. Συλλογή διηγημάτων, Ελένη Μπετεινάκη, 2013

Εφημερίδα Καθημερινή

Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη, Νίκος Ψιλάκης, Καρμάνωρ, 2005

http://zhtunteanagnostes.blogs...

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση