ΙΣΤΟΡΙΑ
«Ελένη ή ο κανένας»… Η τραγική ζωή της Ελένης Αλταμούρα !
«Να μην ξεχνάς πως είσαι Ελληνίδα», της είπε κάποτε ο κύρης της…
Πριν μερικά χρόνια η Ρέα Γαλανάκη εμπνευσμένη από την ζωή της πρώτης ελληνίδας ζωγράφου θα γράψει το γνωστό μυθιστόρημα της, «Ελένη ή ο Κανένας». Είναι η ζωή της Ελένης Μπούκουρα - Αλταμούρα η οποία αφήνει την τελευταία της πνοή στις Σπέτσες στις 19 Μαρτίου του 1900!
«Να μην ξεχνάς πως είσαι Ελληνίδα», της είπε κάποτε ο κύρης της…
Ζωή θυελλώδης, ατίθασο πνεύμα της εποχής της θα ζήσει τον έρωτα, το πάθος , το όνειρο και θα έχει την πιο άσχημη κατάληξη γεμάτη πόνο, οδύνη και τρέλα.
«Γνωρίζοντας ότι θα δημοσιευτούν τα λόγια μου, της μίλησα μόνο για τα απαραίτητα. Για το μαθητικό παράπτωμα και τη σχολική μου τιμωρία μέχρι τις σπουδές στη Ρώμη, για τα ταξίδια με σκοπό να δω και να σχεδιάσω, ή για το εργαστήριο της Φλωρεντάις. Ναι, ήταν αλήθεια ότι ντύθηκα άνδρας για να αποκτήσω ένα πτυχίο, μα και να μελετήσω με γυμνό μοντέλο. Υπήρχε άλλωστε μια φωτογραφία μου ως μιας Ελένης άντρα και ζωγράφου. Δεν είχα ΄΄άλλο τρόπο να παραβιάσω το απαγορευμένο. Παλιότερα καμάρωνα πολύ για αυτό. Ακόμη, ότι κρατούσα φυλακτό κάτω από τα αντρικά μου ρούχα του πατέρα μου τα λόγια, ωσότου τα απορρόφησε το δέρμα μου και πια δεν ήξερα αν ήταν ευχή ή κατάρα το να ξεχνώ πως είμαι Ελληνίδα …»
«Ποια από όλες τις Ελένες ζει; Αίνιγμα, μου είπε δημοσιογράφος που ήρθε εδώ για μένα. Αίνιγμα, ένα παραμύθι που θα διαβαστεί και θα ξαναδιαβαστεί…»
(Αποσπάσματα από το βιβλίο: Ελένη ή ο Κανένας , της Ρέας Γαλανάκη)
Γεννήθηκε το 1821 στις Σπέτσες και ήταν κόρη του αρβανίτη καραβοκύρη και πρώτου θεατρώνη της Αθήνας Γιάννη Μπούκουρα, με καταγωγή από τη Γορτυνία. Από μικρή έδειξε το ταλέντο της στη ζωγραφική και ο πατέρας της δεν της χάλασε το χατίρι. Παιδί ακόμα, έκλεβε αποκέρια και ζωγράφιζε φίλες της που της πόζαραν στην αυλή του παρθεναγωγείου Έλαβε μαθήματα κατ' οίκον από τον Ιταλό ζωγράφο Ραφαέλο Τσέκολι, καθηγητή του Σχολείου των Τεχνών, με συστατική επιστολή του οποίου συνέχισε τις σπουδές της στην Ιταλία.
Μεταμφιεσμένη σε άνδρα, με το ψευδώνυμο Χρυσίνης Μπούκουρας, παραβίασε το καλλιτεχνικό άβατο της εποχής και μαθήτευσε στο εργαστήρι του ζωγράφου και γαριβαλδινού επαναστάτη Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα στη Νεάπολη (Νάπολι).
Η Ελένη ερωτεύθηκε τον κατά τέσσερα χρόνια μικρότερο δάσκαλό της και μαζί του απέκτησε τρία εξώγαμα παιδιά: τον Ιωάννη, τη Σοφία και τον Αλέξανδρο. Προκειμένου να νομιμοποιήσει τη σχέση της, ασπάστηκε τον καθολικισμό και τον παντρεύτηκε. Όμως, το 1857 ο σύζυγός της την εγκατέλειψε κι έφυγε με την ερωμένη του, την αγγλίδα φίλη της ζωγράφο Τζέιν Χέυ, παίρνοντας μαζί του τον μικρότερο γιο τους Αλέξανδρο.
Η Ελένη επέστρεψε στην Ελλάδα με τα άλλα δύο παιδιά της, τον Ιωάννη και τη Σοφία, και άρχισε να παραδίδει μαθήματα ζωγραφικής σε νεαρές Αθηναίες. Όμως, το 1872 η κόρη της αρρώστησε από φυματίωση και για λόγους υγείας οι δύο γυναίκες μετακόμισαν στις Σπέτσες. Τελικά, η Σοφία δεν απέφυγε το μοιραίο και πέθανε στα τέλη του 1872, σε ηλικία μόλις 18 ετών. Μετά τον θάνατο της κόρης της, η Μπούκουρα-Αλταμούρα είναι βουτηγμένη στο πένθος, αλλά βαθμιαία συνέρχεται. Xάρη στις περιποιήσεις συγγενών που έρχονται από την Aθήνα, ξαναβρίσκει το ενδιαφέρον της για τη ζωή. Ζωγραφίζει, διαβάζει μυθιστορήματα, ξεκοκαλίζει εφημερίδες και φροντίζει να ενημερώνεται. Επιστρέφει και η ίδια στην Αθήνα.
Το 1876 ο γιος της και ανερχόμενος ζωγράφος Ιωάννης Αλταμούρας ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Κοπεγχάγη και επέστρεψε στην Αθήνα, γεμίζοντας με χαρά τη χαροκαμένη μάνα. Εκεί στήνει το εργαστήρι του και εργάζεται με πυρετώδεις ρυθμούς. Ζωγραφίζει θαλασσογραφίες μεγάλης πνοής, όπως η "Ναυμαχία Πατρών" κ.ά.
Όμως, η χαρά της δεν κράτησε πολύ. Ο Ιωάννης, που διακρίθηκε για τις θαλασσογραφίες του, προσβλήθηκε και αυτός από φυματίωση και πέθανε τον Μάιο του 1878, σε ηλικία μόλις 26 ετών.
Η απώλεια των παιδιών της προκάλεσε νευρικό κλονισμό στην Ελένη και την οδήγησε στην τρέλα. Σε ηλικία 60 ετών επέστρεψε στις Σπέτσες, όπου έκαψε σχεδόν όλα τα ζωγραφικά της έργα. Η πρώτη φορά που δέχτηκε να βγει από το σπίτι της ήταν λίγο πριν από τον θάνατό της, όταν η διευθύντρια της Εφημερίδος των Κυριών, Καλλιρρόη Παρρέν, την επισκέφθηκε για να της πάρει συνέντευξη και την πήρε για λίγες μέρες μαζί της στην Αθήνα.
Πέθανε σχεδόν άγνωστη στις 19 Μαρτίου 1900 και κηδεύτηκε στο κοιμητήριο της Αγίας Άννας των Σπετσών. Αργότερα, τα οστά της, όπως και εκείνα της Σοφίας και του Ιωάννη, μεταφέρθηκαν από τους απογόνους της στο A' Νεκροταφείο Αθηνών, στον κοινό τάφο της οικογενείας Mπούκουρα - Aλταμούρα.
ΠΗΓΕΣ :
Γαλανάκη Ρέα, Ελένη, ή ο κανένας, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1998.
Wikipedia.gr
Cretalive.gr
sansimera.gr