Ο Ι. Καποδίστριας και τα… όργανα του 2021!

Θανάσης Καραγιάννης
Θανάσης Καραγιάννης

Το 2021 πρέπει από τη μια μεριά πράγματι να αποτελέσει το βήμα όπου όλα όσα αφορούν την επανάσταση του 1821, όλες οι απόψεις, γνώμες, γεγονότα κ.λ.π., να δουν το φως της δημοσιότητας, να συγκριθούν και να κριθούν

του Θανάση Καραγιάννη*

 

Πολύ πριν μπει το, επετειακό για την Ελληνική επανάσταση του 1821, έτος 2021, άρχισαν τα … όργανα. Αφορμή ο χαρακτηρισμός του πανεπιστημιακού καθηγητή Αριστείδη Χατζή σε παλαιότερο άρθρο του για τον πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια (1828-1831) ως «δικτάτορα» και του πολιτεύματος με το οποίο πολιτεύτηκε στα 3,5 περίπου χρόνια που υπήρξε προσωρινός Κυβερνήτης της Ελλάδας ως «δικτατορίας».   

Ξεκινώντας να σημειώσουμε ότι το 2021 πρέπει από τη μια μεριά πράγματι να αποτελέσει το βήμα όπου όλα όσα αφορούν την επανάσταση του 1821, όλες οι απόψεις, γνώμες, γεγονότα κ.λ.π., να δουν το φως της δημοσιότητας, να συγκριθούν και να κριθούν. Από την άλλη μεριά όμως δεν πρέπει να χάσουμε το μέτρο και τη σοβαρότητα, αντικαθιστώντας τα με την προχειρότητα ή πολύ περισσότερο με την πολιτική «ιδεοληπτικότητα»  ή την κομματική «προσαρμοστικότητα».       

Ο χαρακτηριστικός, κατ’ αρχάς, όρος «δικτάτορας» εκτός από ουσιαστικά αβάσιμος, είναι και εντελώς αδόκιμος σχετικά με τον Καποδίστρια. Διότι η έννοια του δικτάτορα με τη σημασία που έχει σήμερα είναι μια έννοια του 20ου αιώνα, μακράν απέχουσα από την εποχή του Καποδίστρια. Είναι εντελώς ανιστορικό λοιπόν το να χαρακτηρίζουμε γεγονότα του πρώϊμου 19ου αιώνα με όρους και έννοιες του 20ου αιώνα. 

Είναι δε ουσιαστικά αβάσιμος διότι ο Καποδίστριας ήταν ένας πολιτικός που για συγκεκριμένους λόγους (εύλογους κατά τη γνώμη μας), και λόγω συγκεκριμένων έκτακτων καταστάσεων-συνθηκών (που το δικαιολογούσαν κατά τη γνώμη μας), άσκησε όντως συγκεντρωτική πολιτική, η οποία όμως ουδόλως προσιδιάζει σε αυτή της δικτατορίας.  Η προηγηθείσα, εξ’ άλλου, πολιτική του διαδρομή τόσο στην Ιόνια Πολιτεία και στη θητεία του ως υπουργού εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, όσο και στην πολιτειακή συγκρότηση της Ελβετίας (η οποία επιβιώνει μέχρι σήμερα), επιβεβαιώνει τα παραπάνω.

Συνεπώς ο Καποδίστριας άσκησε την ως άνω συγκεντρωτική πολιτική του όχι επειδή εμφορούνταν από δικτατορικές ιδέες και αντιλήψεις, αλλά επειδή πίστευε ότι για να επιτύχει της έκτακτης αποστολής του, δηλαδή την de facto επιβίωση της χώρας, την de jure αναγνώριση της ανεξαρτησίας της, τον καθορισμό των συνόρων της, την διοικητική και οικονομική ανόρθωσή της κ.λ.π., έπρεπε να ασκήσει συγκεντρωτικά την εξουσία του και όχι «φιλελεύθερα», με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει την εποχή αυτή. Πίστευε εξ’ άλλου ότι οι Έλληνες δεν ήταν ακόμα ώριμοι να διαχειριστούν με σωστό και αποτελεσματικό τρόπο τις «φιλ-ελευθερίες» που πρέσβευε το πρωτοποριακά για την εποχή του φιλελεύθερο Σύνταγμα της Τροιζήνας, που ψηφίστηκε από την Γ’ Εθνοσυνέλευση το 1827.   

Όπως άλλωστε και ο άλλος μεγάλος Έλληνας της εποχής, ο Κοραής, ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του Ελληνικού διαφωτισμού, που πίστευε και επανειλημμένα ανοιχτά είχε υποστηρίξει  ότι οι Έλληνες το 1821 δεν ήταν ώριμοι για την επανάσταση (όχι από στρατιωτική άποψη, αλλά λόγω πολιτικής ανωριμότητας και έλλειψης μόρφωσής τους), και ότι αυτή θα έπρεπε να γίνει πενήντα χρόνια αργότερα. Θα έπρεπε άραγε ο Κοραής να χαρακτηρίζεται, για τον λόγο αυτό, ως σκοταδιστής ή ανθέλλην ή οτιδήποτε άλλο αρνητικό; Όχι βέβαια!  

Ούτε ως Δεσποτεία όμως μπορεί να χαρακτηριστεί η πολιτική του Καποδίστρια, όπως ανεπιτυχώς επεχείρησε εκ των υστέρων να το διορθώσει ο καλός καθηγητής, διότι και η έννοια της Δεσποτείας –πεφωτισμένης ή μη – ενέχει εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά (όπως π.χ. την ισοβιότητα, την κληρονομικότητα κ.λ.π.). Πράγματα που δεν ισχύουν για τον Καποδίστρια αφού δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι αυτός ανέλαβε τη διακυβέρνηση της Ελλάδας ως ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΣ κυβερνήτης (ιδιότητα που διατήρησε αναλλοίωτη μέχρι τη δολοφονία του) και την οποία διακυβέρνηση θα είχε παραδώσει ήδη πριν τη δολοφονία του εάν ο πρώτος εκλεκτός για τον ελληνικό θρόνο Λεοπόλδος της Σαξωνίας, δεν αρνούνταν την Άνοιξη του 1830 την προσφορά, για να γίνει μετά από λίγο Βασιλιάς του Βελγίου. 

Κατά τη γνώμη μας η διακυβέρνηση του Ι. Καποδίστρια ήταν ένα sui generis, λόγω εκτάκτων καταστάσεων, πολίτευμα το οποίο ένας σοβαρός δημοκράτης – συντηρητικός αλλά δημοκράτης -  πολιτικός, για συγκεκριμένους σοβαρότατους πολιτικούς λόγους, προσπάθησε να διαχειριστεί συγκεντρωτικά. Ας μην ξεχνάμε ότι ό Ι.Καποδίστριας κυβερνούσε, από την αρχή και μέχρι τη δολοφονία του, σε ένα «μη κράτος»: 1) Που de facto δεν υπήρχε ακόμα, αφού ήταν «εν τη δημιουργία» του, 2) Δεν ήταν καν ανεξάρτητο de jure, αφού η νομική ανεξαρτησία του υπήρξε αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας και κοπιώδους διεθνούς πολιτικής διαδικασίας (και όχι αποτέλεσμα μιας πράξεως ή συνθήκης), η οποία ξεκίνησε με το από 06 Ιουλίου 1827 Πρωτόκολλο του Λονδίνου των τριών Μεγάλων, και τελείωσε με ένα άλλο Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 3 Φεβρουαρίου 1830, 3) Που το υπό σύστασιν αυτό κρατικό μόρφωμα δεν είχε καν καθορισμένα σύνορα, τα οποία άρχισαν να καθορίζονται τελειωτικά στη γραμμή Αμβρακικού – Παγασητικού τον Σεπτέμβριο του 1832, δηλαδή ένα χρόνο μετά τη δολοφονία του.  Μέχρι τότε ο καθορισμός των συνόρων με την συμπερίληψη και της Στερεάς Ελλάδας στο υπό ίδρυση κράτος υπήρξε ένα από τα σοβαρότερα μελήματα του Καποδίστρια, στο οποίο ανάλωσε τεράστιες διπλωματικές προσπάθειες και για την επίτευξη του οποίου θυσίασε πολλές από τις ποθητές «φιλελευθερίες» προς κατευνασμό των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής. 4) Η αλήθεια είναι ότι όταν ανέλαβαν οι Μεγάλες Δυνάμεις την δημιουργία Νεοελληνικού κράτους, η επανάσταση είχε ήδη σβήσει, με τα Τουρκοαιγυπτιακά στρατεύματα του Ιμπραήμ να καταστρέφουν χωρίς καμία αντίσταση την Πελοπόννησο, έτοιμα να περάσουν στη Ρούμελη για τον ίδιο λόγο. Η καταναυμάχηση του Τουρκικού στόλου στο Ναυαρίνο τον Οκτώβριο του 1827 από τον ενωμένο στόλο των τριών Μεγάλων Δυνάμεων, επανέφερε την ελληνική επανάσταση στο προσκήνιο και το εκστρατευτικό Γαλλικό σώμα υπό τον στρατηγό Μαιζόν να εκδιώκει το Ιμπραήμ από την Πελοπόννησο το 1828-1829. 5) Ας μην ξεχνάμε όμως και το βασικότερο: η ανεξαρτησία της Ελλάδας οφείλονταν αποκλειστικά στην θέληση  (έστω και λόγω πολιτικών συμφερόντων) των τριών Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής, ήτοι της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Στη βούληση δηλαδή τριών συντηρητικών αυτοκρατοριών, τις οποίες κυβερνούσαν κάθε άλλο παρά φιλελεύθεροι βασιλείς, στον απόηχο ακόμα της Ιεράς Συμμαχίας, με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει. Ποιος μπορεί να υποστηρίξει σοβαρά ότι οι παραπάνω συντηρητικές Μεγάλες Δυνάμεις, από τις οποίες εξαρτώνταν αποκλειστικά η ανεξαρτησία του υπό σύσταση κράτους, όπως και τα όριά του, θα συμφωνούσαν ή θα συναινούσαν μέχρι τέλους στην ανεξαρτησία ενός  Συνταγματικά και πολιτικά φιλελεύθερου, του πιο φιλελεύθερου στην Ευρώπη, κράτους όπως ήθελαν οι φιλελεύθεροι Έλληνες. Η αλήθεια πλησιάζει τρομακτικά, για να μην πούμε απόλυτα, στην αρνητική απάντηση. Η δε μεταγενέστερη αντιμετώπιση των επαναστάσεων στην Ιταλία και την Ισπανία το επιβεβαιώνει.  Και ο Καποδίστριας το γνώριζε αυτό καλύτερα από κάθε άλλον. Συνεπώς μήπως η άσκηση συντηρητικής πολιτικής ήταν μονόδρομος για τον Κυβερνήτη και η πολιτική συμπεριφορά του η συνιστώμενη και αρμόζουσα για τις διεθνείς και τοπικές συνθήκες της εποχής και της περιοχής;       

Πόση λοιπόν φιλελεύθερη Συνταγματική προοδευτικότητα δικαιολογούσαν οι παραπάνω έκτακτες καταστάσεις την οποία δεν άσκησε ο Ι. Καποδίστριας; Απόλυτη απάντηση φυσικά δεν υπάρχει (δεν μπορείς να κάνεις ιστορία με υποθέσεις), αναμφισβήτητα όμως η αλήθεια πλησιάζει περισσότερο στο «όχι και πολλή». 

Θα πρέπει όμως να σημειωθεί επίσης ότι ήταν (και είναι πάντα) εντελώς διαφορετικά πράγματα η άσκηση εφαρμοσμένης πολιτικής, που την εποχή αυτή έτυχε να πέσει ο κλήρος στον Καποδίστρια,  από την θεωρητική της έκφραση, που την εποχή αυτή ασκούσε π.χ. ο πολύς νομικός και εκδότης της εφημερίδας «Απόλλων», την οποία έκλεισε ο Καποδίστριας, Αναστάσιος Πολυζωϊδης (ο μετέπειτα συνδικαστής των Κολοκοτρώνη – Πλαπούτα).   

Την αποστομοτική όμως απάντηση σε όλα τα παραπάνω, και ιδιαίτερα στο ότι η άσκηση συντηρητικής πολιτικής εκ μέρους του Καποδίστρια ήταν μάλλον μονόδρομος, μας δίνει με τον καλύτερο τρόπο η πολιτική συμπεριφορά αυτών που πήραν τα ηνία της χώρας μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια και μετά την επτάμηνη παρένθεση της διακυβέρνησης (ως Κυβερνήτη) του αδερφού του Ι.Καποδίστρια, Αυγουστίνου, τον οποίο οι Συνταγματικοί εξανάγκασαν σε παραίτηση τον Μάρτη του 1832. Ο Καποδίστριας ήθελε να φτιάξει ένα πραγματικά νεωτερικό στα πρότυπα της Ευρώπης κράτος, το οποίο για να γίνει θα έπρεπε να κόψει κάθε σχέση με το προηγούμενο Τουρκοκαθεστώς, με το οποίο οι αντίπαλοί του, ούτως ή άλλως όχι μόνον είχαν άμεση σχέση, αλλά εν πολλοίς το εκπροσωπούσαν ποικιλοτρόπως. Όπως π.χ. οι Φαναριώτες, οι κοτζαμπάσηδες, οι οπλαρχηγοί πρώην αρματωλοί κ.λ.π.  (κάτι το οποίο πίστευε εξ’ άλλου και ο μεγάλος του αντίπαλος ο Κοραής). Η πολιτική συμπεριφορά λοιπόν των «φιλελεύθερων» Συνταγματικών, δηλαδή της ως άνω ετερόκλητης συμμαχίας πρώην Φαναριωτών, Υδραίων μεγαλοκαραβοκύρηδων,  Πελοποννήσιων κοτζαμπασήδων και Ρουμελιωτών οπλαρχηγών, οι οποίοι εξ’ αιτίας της πολιτικής του Καποδίστρια ένοιωθαν παραγκωνισμένοι από την νομή της εξουσίας, για την οποία πίστευαν ότι αγωνίστηκαν (και πράγματι αγωνίστηκαν) και άρα τη δικαιούνταν, όταν πήραν την εξουσία τι έκαναν: 1) Ανέθεσαν την εκτελεστική εξουσία σε μία επταμελή (παρακαλώ) Διοικητική Επιτροπή, η οποία, παραπέμποντας όλα τα σοβαρά ζητήματα διακυβέρνησης του κράτους σε διάφορες άλλες πολυμελείς Επιτροπές στην ουσία δεν κυβέρνησε. Από τότε η επιτροπολαγνεία, η συγκρότηση δηλαδή κάθε είδους «τριμελών επιτροπών από καμιά δωδεκαριά άτομα» για την μη επίλυση κανενός δημοσίου ζητήματος έγινε το εθνικό σπόρ των συνΕλλήνων και τρανό δείγμα επίπλαστης δημοκρατικότητας και διοικητικής αναποτελεσματικότητας. 2)  Ζήτησαν από τις Μεγάλες Δυνάμεις να βρουν για την Ελλάδα έναν νέο κληρονομικό Βασιλιά από την Ευρώπη, και 3)  Συγκάλεσαν νέα Εθνική Συνέλευση για την ψήφιση νέου φιλελεύθερου Συντάγματος. Κατόπιν όμως αυστηράς «διακοίνωσης» των αντιπρέσβεων των Μεγάλων δυνάμεων: 1) Διέλυσαν αμέσως την Εθνοσυνέλευση πριν τελειώσει τις εργασίες της, 2) Απείχαν από την ψήφιση του νέου φιλελεύθερου Συντάγματος που ήταν έτοιμοι να ψηφίσουν, και 3) Σταμάτησαν την διαδικασία της διανομής εθνικής γης στους ακτήμονες Έλληνες που είχε ξεκινήσει από τον Καποδίστρια, και άλλα πολλά ευεργετικά για το απλό λαό μέτρα.  

Για να βάλουν, ναι αυτοί οι «φιλελεύθεροι» και «προοδευτικοί» Συνταγματικοί, στη θέση ενός Έλληνα πολύπειρου πολιτικού διεθνούς κύρους και στο σβέρκο του Ελληνικού λαού, ένα αλλοδαπό αμούστακο παιδαρέλι και μια σκληρότατη ξένη Αντιβασιλεία, η οποία το πρώτο το οποίο έκανε ήταν να «μετατρέψει» εν μια νυκτί τους πρώην Πρωθυπουργούς και υπουργούς σε νομάρχες και να θέσει τους δήθεν αρειμάνιους οπλαρχηγούς, που δεν σήκωναν Καποδιστριακή μύγα στο σπαθί τους, κάτω από τις διαταγές Βαυαρών λοχαγών.  

Τέλος θα πρέπει να τονιστεί (κάτι το οποίο επιμελώς αποφεύγεται) ότι ο συντηρητικός και συγκεντρωτικός Ι.Καποδίστριας είχε μαζί του το λαό, τους απλούς ανθρώπους, τους φτωχούς, του μη έχοντες που την κεφαλήν κλίναι κ.λ.π. Διότι απλούστατα όλα τα μέτρα που πήρε (και ήταν τρομακτικά πολλά για τον χρόνο και τις συνθήκες και τρομακτικά φιλελεύθερα για την εποχή) ήταν καθαρά και στην πράξη (όχι στα λόγια) φιλολαϊκά: για τη διατροφή του πεινασμένου λαού (που ήταν η συντριπτική του πλειοψηφία), για την διανομή γής στους ακτήμονες (που τότε ήταν το συντριπτικό ποσοστό του λαού), για την δίκαιη ανταμοιβή των παλιών αγωνιστών που πήραν μέρος στον αγώνα, για την παιδεία για όλους (και για τα κορίτσια), για τους φτωχούς, για την δημόσια υγεία, για τη διοίκηση κ.λ.π. Αντίθετα είχε απέναντί του συνασπισμένη όλη την ελίτ της εποχής : πολιτική (Φαναριώτες και κοτζαμπάσηδες), οικονομική (μεγαλοκαραβοκύρηδες της Υδρας και των Σπετσών) και στρατιωτική (οπλαρχηγούς – καπεταναίους). Οι οποίες ελίτ δεν δίστασαν μέσα σε τόσο κρίσιμες και έκτακτες καταστάσεις να ξεκινήσουν τον τρίτο (μέσα σε δέκα χρόνια) εμφύλιο, με αντίστοιχες και ταυτόχρονες ανταρσίες απέναντι στον Καποδίστρια:  Ανταρσία στη Μάνη με τους Μαυρομιχάληδες, ανταρσία στη Στερεά από τους Ρουμελιώτες - και όχι μόνον- οπλαρχηγούς, ανταρσία των Υδραίων και κάψιμο του εθνικού στόλου στον Πόρο από τον Μιαούλη (το να κάψεις τα πολεμικά πλοία του έθνους που είχαν πληρωθεί με τα κυριολεκτικά ματωμένα δάνεια του Ελληνικού λαού, δεν είναι απλώς λάθος ή έγκλημα, αλλά ανοσιούργημα), δεύτερη- αντίθετη Εθνοσυνέλευση στα Μέγαρα από τους αντίθετους πολιτικούς κ.λ.π.. Και όταν όλα τα παραπάνω δεν στάθηκαν ικανά να τον κάμψουν, τον δολοφόνησαν. 

Γιατί λοιπόν οι λεγόμενοι «Συνταγματικοί», οι οποίοι έπραξαν τα ίδια και χειρότερα από τον Καποδίστρια, εξακολουθούν να είναι προοδευτικοί και ο Ι.Καποδίστριας έγινε Δικτάτορας; Η απάντηση ότι εξαναγκάστηκαν από τις Μεγάλες Δυνάμεις, δεν γίνεται αποδεκτή, αφού το ίδιο ισχύει, πολλώ μάλλον, και για τον Καποδίστρια, ο οποίος πολιτεύτηκε, όπως είδαμε σε μια εποχή που τίποτα, ούτε η ανεξαρτησία ούτε τα σύνορα ήταν εξασφαλισμένα, πράγματα που είχαν ήδη επιλυθεί όταν την εξουσία πήραν οι Συνταγματικοί.    

Συνοψίζοντας δε, μπορούμε να πούμε, χωρίς να απέχουμε καθόλου από την αλήθεια, ότι ο Καποδίστριας άσκησε στην πράξη έντονα φιλελεύθερη και νεωτερική πολιτική με συγκεντρωτικό τρόπο. Σε καμία περίπτωση όμως δικτατορικό. Η δικτατορία και ο δικτάτορας αφήνουν ανεξίτηλο το ανομιμοποίητης εξουσίας και τυρρανικής επιβολής  αποτύπωμά τους στην ιστορική διαδρομή ενός λαού, και το αποτύπωμα το Ιωάννη Καποδίστρια μόνον τέτοιο δεν είναι.

Τέλος και χαρακτηριστικά μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι η έκφραση «Καποδίστριας – δικτάτορας» μας θυμίζει καταπληκτικά την έκφραση-σύνθημα των αγανακτισμένων (νέων -και όχι μόνον- που δεν γνώρισαν τη Χούντα) του 2011 -2012 έξω από την Ελληνική Βουλή «χούντα είναι θα περάσει».  Δηλαδή καμιά σχέση με τη Χούντα, πράγμα που γνωρίζουν πολύ καλά όσοι την ένοιωσαν με οποιονδήποτε τρόπο στο πετσί τους. Όσο λοιπόν ήταν το πολίτευμα της Ελλάδας του 2011 – 2012 Χούντα, άλλο τόσο ήταν και ο Καποδίστριας «Δικτάτορας».

Και το κρίσιμο, κατά τη γνώμη μας, ερώτημα της όλης υπόθεσης που πρέπει να μας απασχολήσει επ’ ευκαιρία του επετειακού 2021 είναι: Ποιο ήταν το ζητούμενο των καιρών κατά το μακρινό 1831 που δολοφονήθηκε ο Ι.Καποδίστριας, για το νεοσύστατο ή καλύτερα για το υπό σύσταση Νεοελληνικό κράτος; Ένα νεωτερικό κατά τα πρότυπα της έστω συντηρητικής Ευρώπης της εποχής, πράγμα το οποίο ήθελε και στο οποίο αποσκοπούσε ο Κυβερνήτης ή ένα, χωρίς συγκεκριμένο περιεχόμενο,  φιλελεύθερο-προοδευτικό κράτος το οποίο ήθελαν οι, όπως παραπάνω είδαμε,  «φιλελεύθεροι» Έλληνες;

Και είναι κρίσιμο, διότι το παραπάνω ερώτημα του 1831 μάλλον δεν έχει απαντηθεί ακόμα από τους συνΕλληνες: και σήμερα εξακολουθούν να πελαγοδρομούν μεταξύ κράτους ανούσιας και επίπλαστης «προοδευτικότητας» και κράτους πραγματικά νεωτερικού. Διότι κατά τη γνώμη μας, και σε πείσμα κάποιων πανεπιστημιακών καθηγητών, επιμένουμε ότι η Ελλάδα μέχρι σήμερα σίγουρα δεν είναι ένα νεωτερικό κράτος.  Οι σοβαρότατες παθογένειες της Ελληνικής κοινωνίας, οι οποίες αντανακλούν απ’ ευθείας στην συγκρότηση και λειτουργία της Ελληνικής πολιτείας, στέκονται ακόμα ανυπέρβλητο εμπόδιο για την νεωτερική του ολοκλήρωση. 

                                                                             

Ο Θανάσης Καραγιάννης είναι Δικηγόρος

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ