Η Κυριακή του Σχολείου μας

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Την αγάπησα την Κυριακή. Πλην ελαχίστων στιγμών...

 

της Μαρίας Λιονάκη

Oταν  μια σχολική χρονιά τελειώνει φυσικό είναι να κοιτάς πίσω με νοσταλγία. Όταν καθετί τελειώνει σε πιάνει μια μελαγχολία. Ένα βιβλίο που έχεις δεθεί με τους ήρωες, μια παράσταση που γέλασες, μια σχέση που είχε ξεκινήσει με τους καλύτερους οιωνούς. Πόσο μάλλον μια σχολική χρονιά. Που σαν έννοια είναι τόσο περιεκτική σε ανθρώπινες παρουσίες,  μαθητών και συναδέλφων, σε επικοινωνιακό αλισβερίσι, σε οίστρο μαθησιακό, σε επιτυχίες, αποτυχίες, αγωνίες, προγραμματισμένα και απρόοπτα ενσταντανέ, σε άλλες έννοιες,  φιλολογικές, φυσικής, χημείας, μαθηματικών…

Πότε  πέρασαν τόσοι μήνες ακόμα δεν μπορείς να καταλάβεις. Ίσως να φταίει φέτος η ειδική συνθήκη, μα και πάλι κάθε χρόνο έτσι νιώθεις τον  Ιούνιο.  Πότε ήταν που μπήκες πρώτη φορά το Σεπτέμβρη αγχωμένη για άλλη μια φορά για το μαθητή που θα σου έκανε  φέτος την ερώτηση που δεν θα  ήξερες να απαντήσεις.  Κι εσύ έτοιμη να καταβαραθρωθείς από την έδρα  σου, να ξεντυθείς την αυθεντία σου, θα ξεροκατάπινες, θα άλλαζες χίλια χρώματα,  θα ίδρωνες στριφογυρίζοντας στη χούφτα τον μαρκαδόρο ως να του απαντήσεις με ραγισμένη φωνή και  τσαλακωμένο ηθικό «θα το κοιτάξω και θα σου πω».  Πότε  ήταν που το βλέμμα σου κύκλωσε όλα τα θρανία με καρδιοχτύπι, προσπαθώντας να εντοπίσεις  από που θα έβρισκες φέτος τη χαριστική βολή, διερωτώμενη   για το «ποινικό μητρώο» των μαθητών που φέτος δίχως άλλο  θα εφεύρισκαν την πιο ευφάνταστη αταξία  για  το δικό σου Βατερλώ.

Για να σε φέρουν σε δύσκολη θέση και να γελάσουν βεβαίως βεβαίως. Με μια τσίχλα στο κάθισμα, μια σαΐτα που θα εκτοξεύονταν απρόοπτα, μια καρικατούρα σου ζωγραφισμένη που θα πήγαινε από χέρι σε χέρι και θα γελούσαν όλοι.   Χρόνια τώρα σκέφτεσαι πως μια ασπίδα σαν του Αχιλλέως δε θα ταίριαζε κι άσχημα με τα ρούχα σου , μόνο να ενοχλήσεις τον Ήφαιστο στον Όλυμπο  να σου την ετοιμάσει εγκαίρως, μέσα στο  καλοκαίρι.  

Θυμάσαι  μια  ένδοξη στιγμή του παρελθόντος, που είχαν έρθει καταμεσής του μαθήματος τα πάνω κάτω,   αναπληρώτρια σαν ήσουν, ανήμερα Πρωταπριλιάς. Που είχαν δέσει από πριν  τα άτιμα τα παιδιά (που δεν ήταν παιδιά μα τέρατα, Θε μου συχώρα με )  με τριχιά ψαρέματος , αόρατη και γερή,  χάρτη, κουβά σκουπιδιών και σφουγγάρι…Ξέρεις τι είναι να διηγήσε την πολιορκία του Μεσολογγίου με πόνο ψυχής, διανθίζοντας τη και με  στίχους από μνήμης,  σε στάση απαγγελίας, από  τους Ελεύθερους Πολιορκημένους του  Σολωμού, να είσαι σε οίστρο πατριωτικό, ένδοξη κι εσύ και να αρχίζει να περπατάει στο ξεκάρφωτο ο ευμεγέθης κουβάς ,  με τέμπο πυροβολισμών, ίδιος με Αγαρηνό, να τραμπαλίζεται ο χάρτης  σαν  να έπαθε ντελίριο, αφιονισμό  και να εκσφενδονίζεται με φόρα στον αέρα το σφουγγάρι σαν πύραυλος από τη ΝΑΣΑ;   Κι εσύ να μην ξέρεις τι συμβαίνει, να παθαίνεις πανικό  και να φωνάζεις, ενώ γελούσαν τα παλιόπαιδα « σεισμός, σεισμός!». Και να τρέμεις σαν το σολομό;

Oταν  μια σχολική χρονιά τελειώνει  μελαγχολείς για τους τελειόφοιτους μαθητές που θα αποχωριστείς. Για όλα αυτά τα παιδιά που τους προηγούμενους μήνες έβλεπες καθημερινά, τόσες ώρες, περισσότερο απ’ τα παιδιά σου και τώρα δεν ξέρεις, πότε κι αν,  θα τα ξαναδείς. Στο τελευταίο μάθημα τα μάτια σου ακολουθούν την ίδια τροχιά στο γαλαξία της τάξης, όπως τότε το Σεπτέμβρη.  Αγκαλιάζουν τα αστεράκια, τα λιονταράκια που εξημερώθηκαν, προσπαθώντας να συγκρατήσεις στη  μνήμη τα πρόσωπα, να μην τα ξεχάσεις ποτέ…προσπαθώντας να τα ευλογήσεις με την πιο ολόψυχη ευχή για υγεία, καλή τύχη, μπόλικη χαρά, μα και δύναμη στις δυσκολίες. Προσπαθώντας να τους πεις δύο λόγια, άλλου είδους μαθήματα.

Κι είναι στιγμές που έρχονται άξαφνα,  χωρίς κάλεσμα, από το γαλαξία του παρελθόντος ,   μετά από ένα τυχαίο συνειρμό, σε  ώρες δικής σου μοναξιάς, σε κάποιο δειλινό,  τα πρόσωπά τους να σε  συναντήσουν πάλι, να σε συντροφεύσουν  εκεί που ρεμβάζεις.   Ο Παναγιώτης έρχεται αμέσως πρώτος πρώτος. Το λάτρεψες εκείνο το παιδάκι το μικροκαμωμένο με τα λεπτά ποδαράκια σαν ξυλαράκια και το αμάνικο μπουφάν ακόμα και στα πιο δυνατά κρύα. Ακόμα αγχώνεσαι για το αν θα κρυώσει. Μέσα σε ένα σύνολο ξεπεταγμένων, όλο ζωηράδα μαθητών, αυτός ήταν ο πιο σιωπηλός, με το πιο συνεσταλμένο, θλιμμένο κάποτε βλέμμα. Στα δάχτυλά του κρατούσε ένα πολυξυσμένο μολυβάκι που ίσα ίσα ακροφαινόταν  και παραμέσα στη χούφτα του ήταν μόνιμα εγκατεστημένη,  σε επιφυλακή,  μια ετοιμοπόλεμη γομολάστιχα. Η διαδικασία του γραψίματος ήταν  ιεροτελεστία, σα να αντέγραφε από τον πίνακα, κείμενα του Ευαγγελίου.  Σα  να φύτευε λουλούδια  σε χωράφι  όχι και τόσο έφορο  και  το έκανε με κόπο, κρατώντας  τσουγκράνα και φτυάρι.  Έγραφε  συνεπαρμένος,  μα λίγο μετά σαν κάτι να μην του άρεσε, έσβηνε το γράμμα -αγριόχορτο, παραμέριζε με τα δαχτυλάκια τα σβησίδια και ξανάγραφε απ’ την αρχή τη λέξη, ακούραστα, συνεχίζοντας  στο  ίδιο μοτίβο,  αργά, ρυθμικά, προσηλωμένα. Το μάθημα τελείωνε, το κουδούνι χτυπούσε κι αυτός αποξεχασμένος εκεί, σα να μην έχει αξία  τίποτε άλλο στον κόσμο τον απάνω, από το να βρεθούν τα ρήματα των προτάσεων και να διευκρινιστεί αν η πρόταση είναι  απλή,  σύνθετη, ελλειπτική  ή επαυξημένη.

Το Λευτέρη θυμάσαι που όταν διάβαζε τα βιογραφικά του Κ.Π. Καβάφη από το βιβλίο των Κειμένων, αντί να διαβάσει Κωνσταντίνος Πέτρου Καβάφης  διάβασε ο Κύριος Ποιητής Καβάφης κι όλοι ξέσπασαν σε γέλια χαλαρωτικά…Τη Γαρυφαλιά που τον Τσέχωφ τον διάβασε Αντώνη για να της πεις αμέσως μετά πως δεν έπεσε και πολύ έξω. Τον Μουσταφά  που ήταν αγρίμι ατίθασο αρχικά , μα στο τέλος της χρονιάς σου είχε ήδη καθαρισμένο τον πίνακα από το διάλειμμα. Το Μάνο που όταν  σε πέτυχε στο διάδρομο αργοπορημένη  για το μάθημα και βιαστική αναφώνησε: «Μα που είστε κυρία…Νόμιζα πως είχατε πάει με τον Οδυσσέα στην Ιθάκη!» Το Διονύση  που όταν του ζήτησες να διαβάσει από τον πίνακα τις  βιαστικά γραμμένες σημειώσεις σου  για  τους συνδέσμους εισαγωγής  των ερωτηματικών προτάσεων  σου διάβασε τη συντομογραφία. «Ερωτ. Προτάσεις» ως ερωτικές προτάσεις. Το Μανώλη που ερχόταν από χωριό και που  σου έγραψε στις εξετάσεις,  σίγουρος και χαρούμενος ότι το βρήκε,  πως «αποδιοπομπαίος τράγος» είναι ο αρσενικός που φυλάει τις κατσίκες.

Μα είσαι σίγουρη πως ανάμεσα στα άλλα παιδιά, μαθητές εσπερινού σχολείου,  στα τόσα παιδιά  που ξεπηδούν από τη μνήμη σου πότε πότε, σε ξεχωριστή θέση,  σε θρόνο  θα καθίσει  η φετινή σου μαθήτρια η Κυριακή. Με την πανδαισία των χρωμάτων στο ντύσιμο. Πράσινα, κόκκινα, κίτρινα,  πορτοκαλιά, ροζ, μπλε  όλα τα χρώματα βρίσκουν  τρόπο να βολευτούν, να στριμωχτούν   πάνω της.  Τρέχοντας ποιο θα πρωτοπρολάβει. Διασκεδάζοντας τις στιγμές σα να είναι  καλεσμένα σε πάρτι.  Το σύνολο συμπληρώνεται  με  κορδέλες χρωματιστές στα μαλλιά, σαν αυτές των αθλητών του τένις (άσχετο, μα για την Κυριακή σχετικό)   και ρολόι πολύχρωμο πλαστικό, σα διαφημιστικό. Κυριακή, όνομα και πράγμα!  Με την κάλτσα την αθλητική και το σανδάλι το Φθινόπωρο, γιατί την Κυριακή, την απασχολούσε η βολή της κι όχι  η γνώμη των άλλων.  Μεγαλούτσικη σε ηλικία , σε σχέση με τους συμμαθητές της, μεγαλούτσικη και σε διάπλαση, με το μαλλί ενίοτε στο κεφάλι της  απροσδιόριστα βαμμένο ή μάλλον ξεβαμμένο.  Έσερνε μια τσάντα με ροδάκια, μεγάλη κι αυτή.  Πολύχρωμη επίσης. Παροχή Κοινωνικού Παντοπωλείου όπως είχε εύκολα  εξομολογηθεί.  Η τσάντα αυτή τώρα ήταν ένα άλλο ανέκδοτο. Δεν ήξερες τι περιέχει,  σαν το καπέλο του μάγου, σαν το κουτί της Πανδώρας. Βιβλία, τετράδια, στυλό, όπως ήταν φυσικό, μα και λαχανικά  όπως δεν ήταν.

Αφού κατέβαινε στην πόλη δε θα έκανε και τα ψώνια της;   Ήταν δηλαδή  κάτι ανάμεσα σε τσάντα σχολική και καρότσι λαϊκής.  Που περιείχε ακόμα χυμό σε μορφή λίτρου (τσιγκουνιές θα κάνουμε, να μας πιάσει καμιά ζάλη να μην έχουμε; ) και ξηρούς καρπούς. Αα…όλα κι όλα. Η Κυριακή όταν πεινούσε,  έβγαζε να φάει. Ο,τι ώρα κι αν ήταν.  Ακόμα και σε ομιλία με επίσημο καλεσμένο στην Αίθουσα πολλαπλών χρήσεων. Το επέβαλε η πάθησή της,  έλεγε απολογητικά καμιά φορά, μα κανείς ποτέ  δεν κατάλαβε  ποια ήταν στ’ αλήθεια αυτή η πάθηση.  Πρωτοπόρα στις εκδρομές της περιβαλλοντικής ομάδας, μιας κι  η Κυριακή δεν μασούσε σε αποστάσεις και ποδαρόδρομο.  

Από την Αλικαρνασσό  και πιο πέρα ξεκινούσε κάθε απόγευμα η Οδύσσεια της για να φτάσει στο σχολείο μας, ενώ στην επιστροφή περπατούσε αρκετό ποδαρόδρομο  στις ερημιές, μετά που την άφηνε το λεωφορείο ,  μέσα στη νύχτα.

« Δε φοβάσαι τα αδέσποτα σκυλιά μη σου επιτεθούν ;» τη ρώτησα κάποτε .

«Εγώ κυρία με τα σκυλιά τα πηγαίνω καλά, τους ανθρώπους φοβάμαι!» μου απάντησε.

Τι να πρωτοθυμηθώ στα τρία χρόνια που έμεινε μαζί μας.

Στην πρώτη τάξη την πέτυχα να επιστρέφει με το τμήμα της από μια ομιλία.

«Πού ήσασταν Κυριακή;» τη ρωτώ.

« Σε παρουσίαση βιβλίου στην Υδρόγειο!»  (Ανδρόγεω) μου απαντά.

Στη Δευτέρα τάξη συνεδρίασε άτυπα  στο διάλειμμα μια ομάδα  καθηγητών για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του τμήματος της Κυριακής. Το θέμα ήταν πολύ λεπτό και το ύφος  της συζήτησης  συνωμοτικό, άκρως εμπιστευτικό. Η Κυριακή, ανάμεσα σε άλλα κατορθώματα, πώς να το πούμε τώρα… η Κυριακή ξαφνικά, επαναλαμβανόμενα, χωρίς καμία αυτοσυγκράτηση, όποτε της ερχόταν, την ώρα του μαθήματος…αεριζόταν!    με αποτέλεσμα οι συμμαθητές της να ασφυκτιούν, να  δυσανασχετούν. Ποιος θα έβρισκε τρόπο να της κάνει σύσταση με τρόπο κομψό;  

Την αγάπησα την Κυριακή. Πλην ελαχίστων στιγμών. Σε μια εκδρομή για παράδειγμα  της περιβαλλοντικής ομάδας του σχολείου μας ,  όταν κατάλαβα ότι μας ακολουθούσε στην ξενάγηση στην αρχαία Ολυμπία ένα σκυλί γεμάτο τσιμπούρια επειδή οσμιζόταν τις μπριζόλες  της Κυριακής,  περίσσευμα χθεσινού γεύματος , την αγριοκοίταζα απροκάλυπτα ζητώντας της επιμόνως με τον τρόπο μου να τις ξεφορτωθεί. Πλην εκείνης της στιγμής , την αγάπησα την Κυριακή. Όπως ο Καζαντζάκης το Ζορμπά του. Επειδή είναι ατόφια, μια ακατέργαστη μεγάλη ψυχή που ακόμα δεν αφαλακόπηκε από τη μάνα της, τη Γης. Επειδή δεν προσποιείται, δε στριμώχνεται σε συμβάσεις, δεν έχει επιτηδευμένο λόγο, επειδή είναι τόσο απέραντα γνήσια, τόσο απεριόριστα ο εαυτός της. Μια αληθινή Κυριακή. Ηλιόλουστη.  Επειδή πηγαίνει όσο μακριά χρειάζεται για να ανταμώσει τους στόχους και τα όνειρά της, επειδή συμμετείχε σε όλες τις εκδρομές τις περιβαλλοντικές  στη φύση, αγνό κομμάτι της κι η ίδια,  μαζεύοντας εικόνες, λουλούδια , μα και φρούτα μέσα απ’ τα συρματοπλέγματα από ξένα χωράφια.  Επειδή έχει βρει ένα απλό  τρόπο και βολεύει την καθημερινότητά της. Επειδή τις τελευταίες μέρες σε ένα μάθημα εκ των προτέρων νοσταλγικό μου είπε.

« Εγώ θα συνεχίσω στο Λύκειο, μα μετά θα ξαναγυρίσω στο Γυμνάσιο!» Όπως στην αρχαιότητα,  η σχέση μας με τη λήξη της συναναστροφής μας, της σχολικής χρονιάς,  επισφραγίστηκε με δώρα…ένα πολύχρωμο στυλό ψαράκι (σολομό; ) απ’ τη μεριά της κι ένα βιβλίο με αφιέρωση απ’ τη δική μου:

« Να συνεχίσεις να είσαι ατόφια. Να συνεχίσεις να πηγαίνεις όσο πιο μακριά βαστούν τα ποδάρια σου για να μαζεύεις στο καλάθι της ψυχής σου εικόνες. Θα σε θυμόμαστε μ’ αγάπη. Να είσαι γερή! » Στο καλό Κυριακή μας,  στο καλό παιδιά μας, καλή συνέχεια…

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ