Η καταστροφή Ανωγείων - Κρουσώνα και το ολοκαύτωμα του Αγίου Χαραλάμπους

Μύρων Μιχ. Ξυλούρης
Μύρων Μιχ. Ξυλούρης

Στις 18 Ιουλίου 1822*


Ο επαναστατικός στρατός κατά την διάρκεια της επταήμερης παραμονής των Τούρκων στ’ Ανώγεια, σχεδιάζει αντεπίθεση. Στα μέσα Ιουλίου συναθροίζονται στις Γωνιές Μαλεβιζίου Σφακιανοί από τους Κωμητάδες και το Μουρί, υπό την αρχηγία του Πολογιωργάκη, Ρεθεμνιώτες και Αμαριώτες υπό τον Στρατή Δεληγιαννάκη, όλοι οι Κρουσανιώτες με τους αρχηγούς τους, Μαλεβιζιώτες, Μυλοποταμίτες και το επικουρικό σώμα των Ελλήνων υπό την αρχηγία του Ζερβονικόλα. Η επίθεση των επαναστατών αποφασίζεται να πραγματοποιηθεί μέσα στο χωριό των Ανωγείων όπου και μεταβαίνουν άμεσα. Ο τουρκικός στρατός προφανώς ειδοποιημένος για την έλευση των επαναστατών αποχώρησε εν τάχει και κατευθύνθηκε προς το Ηράκλειο. Οι επαναστάτες όταν πραγματοποίησαν την έφοδο βρήκαν άδειο το χωριό αλλά με πλήθος λαφύρων και τροφίμων που άφησαν πίσω τους οι τρομοκρατημένοι Τούρκοι. Αποφασίστηκε τότε να κατευθυνθούν στον Κρουσώνα και από ’κει να χτυπήσουν τον Σερίφ Πασά με το στράτευμα του που είχε εγκατασταθεί στο χωριό του Αγίου Μύρωνα. Επειδή οι Τούρκοι υπερτερούσαν αριθμητικά καθώς είχαν ενισχυθεί και με ιππικό και διέθεταν σύγχρονο για την εποχή οπλισμό με πυροβόλα όπλα, η επίθεση έπρεπε να γίνει στην περιοχή του Κρουσώνα και όχι στον Άγιο Μύρωνα ώστε σε περίπτωση αποτυχίας οι επαναστάτες να τρέπονταν σε φυγή στα βουνά. Φθάνοντας στο όρος Γούρνος, οι αρχηγοί των επαναστατών συνέταξαν και υπέγραψαν μια επιστολή, την οποία παρέδωσαν σ’ ένα επαναστάτη από το χωριό Βενί για να την μεταφέρει στους αρχηγούς της ανατολικής Κρήτης ώστε να ενημερωθούν και να λάβουν μέρος στην επικείμενη μάχη. Ο Βενιανός κομιστής όμως συνελήφθη από την Αλβανική φρουρά που βρισκόταν πλησίον του Αγίου Μύρωνα στην εκκλησία «Σταυριανή», οι οποίοι μετά από εξονυχιστικό έλεγχο που του έκαναν, ανακάλυψαν την κρυμμένη επιστολή στη σόλα των υποδημάτων του. Έτσι, οι Αλβανοί τον καταδίκασαν σε θάνατο με την μέθοδο της ανασκολόπισης. Αφού έμπηξαν έναν ξύλινο πάσσαλο στο έδαφος, του στρογγύλεψαν την μύτη, την αλείψαν με λίπος και αφού γύμνωσαν τον επαναστάτη, τον σήκωσαν καθίζοντας τον πάνω με ορμή. Ο στρογγυλεμένος πάσσαλος λόγο του βάρους του σώματος διείσδυε με αργό ρυθμό, διαπερνώντας τα εντόσθια χωρίς να τα τραυματίζει έως ότου έφθανε στο θωρακικό διάφραγμα το οποίο τρυπούσε με αποτέλεσμα να επέλθει ο θάνατος. Επί τρεις ημέρες και νύχτες κράτησε το φρικτό μαρτύριο του Βενιανού πάνω στον πάσσαλο μέχρι που ξεψύχησε. 

 Το βράδυ της 17ης Ιουλίου 1822 οι επαναστάτες αποφασίζουν να υλοποιήσουν το σχέδιο επίθεσης και για να γίνουν αντιληπτοί από τους Τούρκους, άναψαν αραιές φωτιές στις Ριζοπλαγιές του όρους Γούρνος ενώ κατά διαστήματα έριχναν πυροβολισμούς. Όμως λόγω της υπεροχής του τουρκικού στρατεύματος σε στρατιωτικό προσωπικό και οπλισμό, υπήρξε ενδοιασμός και φόβος για το ποιοι θα πλησίαζαν να παρακινήσουν τους Τούρκους να εξέλθουν μέσα απ’ το στρατόπεδο . Με το ξημέρωμα της 18ης Ιουλίου παίρνουν την πρωτοβουλία ογδόντα θαρραλέοι, ταχύποδες επαναστάτες Κρουσανιώτες που γνώριζαν την τοπογραφία της περιοχής μαζί με Ανωγειανούς και ξεκινούν προς την ευρύτερη περιοχή του Αγίου Μύρωνα με στόχο να τραβήξουν τον τουρκικό στρατό προς τον Κρουσώνα. Στην περιοχή που βρισκόταν η μονή της Αγίας Παρασκευής, δυτικά του Αγίου Μύρωνα, έβοσκαν δυο χιλιάδες περίπου αιγοπρόβατα τα οποία είχαν υφαρπάξει οι Τούρκοι τις προηγούμενες μέρες από τον Κρουσώνα και τ’ Ανώγεια. Οι επαναστάτες κυκλώνουν τα ζώα και τα κατευθύνουν με έντονο θόρυβο και πυροβολισμούς προς τον Κρουσώνα. Μόλις ο Σερίφ Πασάς το αντιλαμβάνεται διατάζει το επίλεκτο σώμα των μισθοφόρων Τουρκαλβανών να επιτεθούν και να τους αιχμαλωτίσουν. Αφού αφήνουν μια μικρή φρουρά στην Σταυριανή με αρχηγό τον Τουρκαλβανό Μπουλούμπασην Μπεχλούλ Αγά, ξεκινούν τριακόσιοι εβδομήντα στο σύνολο Οθωμανοί, με σκοπό να αιχμαλωτίσουν ή να εξοντώσουν τους άρπαγες επαναστάτες. Από αυτούς ήταν τριακόσιοι πενήντα Τουρκαλβανοί, δεκαπέντε Τουρκοκρητικοί και ένας Έλληνας οδηγός, ο Μακρυμπογιατζής. 

Οι Οθωμανοί κυνηγούν τους επαναστάτες μέχρι τον Κρουσώνα φωνάζοντας τους ανά τακτά χρονικά διαστήματα να παραδοθούν και καθώς πυροβολούν καταφέρνουν να φονεύσουν δύο. Οι επαναστάτες, θέτοντας σε εφαρμογή το σχέδιό τους, προσποιούνται τους τρομαγμένους χωρίς να ανταποδίδουν τους πυροβολισμούς. Στο μεταξύ οι υπόλοιποι άνδρες με τους αρχηγούς είχαν περικυκλώσει τον Κρουσώνα από όλες τις μεριές, εκτός της ανατολικής πλευράς που θα εισχωρούσαν οι Οθωμανοί. Πράγματι οι Οθωμανοί διεισδύουν στον Κρουσώνα με βρισιές και φοβέρες. Τότε κλείνει και η ανατολική πλευρά από τους επαναστάτες και αρχίζει μια πολύωρη και σκληρή μάχη. Οι Τουρκαλβανοί, στην προσπάθεια τους να γλιτώσουν, κλείνονται μέσα στα σπίτια, οχυρώνονται και μάχονται μέχρις εσχάτων ενώ το μένος των Κρουσανιωτών επαναστατών πολλαπλασιάζεται βλέποντας τους άπιστους μέσα στις οικίες τους. 

Στο συνοικισμό Νοτικά, μια ομάδα Τουρκαλβανών πολεμούσε μέσα από την κεντρική αίθουσα οικίας. Τότε κάποιοι Κρουσανιώτες μαζί με τον ιδιοκτήτη της οικίας, εισέβαλαν με ορμή μέσα και οι Τουρκαλβανοί πανικόβλητοι εγκαταλείπουν τη μάχη παραδίδοντας τα γεμάτα όπλα τους μπροστά στα πόδια των επαναστατών. Οι πολιορκίες των σπιτιών πραγματοποιούνταν από τους Κρουσανιώτες με έφοδο, ανάβαση στην στέγη και στο τέλος με φωτιά, με αποτέλεσμα  αρκετά σπίτια να καούν ολοσχερώς εκείνη την μέρα στην προσπάθεια εξώθησης των οχυρωμένων Τουρκαλβανών.

 Μια ομάδα από δώδεκα Τουρκαλβανούς πολιορκείται σε ένα οχυρό σπίτι από τον Θεοδ. Χούρδο, τον Ζερβονικόλα και άλλους επαναστάτες όταν κάποιος Τουρκαλβάνος, παλιός συναγωνιστής του Ζερβονικόλα  στην Στερεά Ελλάδα, τραυματίστηκε και αναγνωρίζοντας την φωνή του Ζερβονικόλα του ζήτησε την προστασία του «σώσε με καπετάνιο μα δεν πληθαίνει η Τουρκιά από έναν Αλβανό». Ο Ζερβονικόλας πίστεψε τα λόγια του Τουρκαλβανού, ο οποίος μόλις βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία τον πυροβολεί με την πιστόλα του αλλά αστοχεί. Ο Ζερβονικόλας αγανακτισμένος από τον ύπουλο Τουρκαλβανό, τράβηξε το σπαθί του και τον αποκεφάλισε διατάζοντας ταυτόχρονα να μην σπλαχνιστούν κανέναν αιχμάλωτο. Όσο περνούσε η ώρα η θέση των πολιορκημένων Τουρκαλβανών γινόταν όλο και πιο δύσκολη, ο κλοιός στένευε όλο και περισσότερο, οι ενισχύσεις που περίμεναν δεν έφτασαν ποτέ αφού ο Σερίφ Πασάς ακούγοντας τους συνεχείς πυροβολισμούς από τον Άγιο Μύρωνα, πίστευε ότι ο άριστα εκπαιδευμένος στρατός του θριάμβευε. Μόλις άρχισε να βραδιάζει οι Τουρκαλβανοί αποδεκατισμένοι και απελπισμένοι, εφόσον μέχρι εκείνη την χρονική στιγμή είχαν φονευθεί πάνω από σαράντα και τραυματιστεί άλλοι τόσοι, σε μια πράξη απελπισίας τους για να σωθούν συγκεντρώθηκαν στην περιτοιχισμένη αυλή του ναού του Αγίου Χαραλάμπους. Κατά την είσοδο τους στον περίβολο της εκκλησίας πρόλαβαν και άρπαξαν ως όμηρο ένα μικρό παιδί που βρέθηκε μπροστά τους, ήταν το μοναχοπαίδι του Κρουσανιώτη πρόκριτου Κριτσώτη. Οι επαναστάτες έζωσαν την εκκλησία καθώς ανέβηκαν και στις στέγες των παραπλήσιων οικιών και βάλλοντας κατά των Τουρκαλβανών τους αναγκάζουν να κλειστούν μέσα στο ναό. Οι Κρουσανιώτες τότε απευθυνόμενοι στους υπόλοιπους επαναστάτες φώναζαν θορυβωδώς: «Να τσοι κεντήσομε, απ’ την μπάντα του Αγίου Χαραλάμπου να καούν, απού δεν θέλει τσοι Τούρκους». Καθώς αποφάσιζαν να κάψουν εντός του ναού τους Τουρκαλβανούς, αντιλήφθηκαν το παιδί να καλεί σε  βοήθεια ενώ οι έγκλειστοι Τουρκαλβανοί φώναζαν ότι αν δεν αποχωρούσαν οι επαναστάτες θα το κατακρεουργούσαν. Αμέσως ενημερώθηκε από τους καπετάνιους ο πατέρας του παιδιού ο οποίος όμως έδωσε την συγκατάθεση του να πυρποληθεί ο ναός θυσιάζοντας μαζί και τον μοναχογιό του, λέγοντας χαρακτηριστικά «αφού τανε γραφτό ντου να ποθάνει απού ντα δα για την πατρίδα ας ποθάνει, πείτε πως δε ντονε γέννησα. Μα να μη πομείνει σκιάς αρθούνι Τούρκου στον Άϊ Χαράλαμπο». 

Αφού συμφωνήθηκε να πραγματοποιηθεί η απόφαση του ολοκαυτώματος, άρχισαν να συγκεντρώνουν στις εισόδους και στα παράθυρα ξύλα και διάφορες καυστικές ύλες. Από την νοτιοανατολική πλευρά του ναού στην οποία η οροφή βρισκόταν σχεδόν στο ίδιο επίπεδο με το κεκλιμένο έδαφος, ανέβηκαν μια ομάδα από τους πιο τολμηρούς Κρουσανιώτες οι οποίοι γνώριζαν το σημείο εκείνο της οροφής που δεν υπήρχαν τα λίθινα τοξοειδή δοκάρια στήριξης της για να την τρυπήσουν και να πετάξουν από την οπή εμπρηστικές ύλες. Μόλις  άρχισαν να τρυπούν με αξίνες την οροφή, οι εγκλωβισμένοι άρχισαν τους πυροβολισμούς στην οπή για να σκοτώσουν τους Κρουσανιώτες. Όμως αντί να χτυπηθούν οι επαναστάτες με την ομοβροντία των πυροβολισμών στο συγκεκριμένο σημείο άνοιξε περισσότερο η οπή, διευκολύνοντας τις ενέργειες των Κρουσανιωτών. Έπειτα συγκέντρωσαν υφάσματα εμποτισμένα με έλαια και θειάφι, ξερόχορτα και άλλα εύφλεκτα υλικά, τα οποία άναψαν πάνω στην οροφή και με μακριά κοντάρια τα πετούσαν αναμμένα μέσα στο ναό από την οπή. Στην συνέχεια με την βοήθεια των υπολοίπων αγωνιστών, έριχναν στάμνες γεμάτες έλαιο με αποτέλεσμα ο ναός να λαμπαδιάσει την καρδιά του θέρους ενώ όσοι Τουρκαλβανοί δεν είχαν αρπάξει στο σώμα φωτιά, πέθαιναν ασφυκτιώντας από τον πηκτό καπνό. Κάποιοι τολμηροί από αυτούς μόλις λαμπάδιασαν οι ξύλινες θύρες του ναού, άρχισαν να πετάγονται μαινόμενοι προς τα έξω πηδώντας μέσα από την φωτιά και έχοντας στα χέρια τις πιστόλες και την σπάθα στα δόντια προσπαθούσαν να γλιτώσουν, δέχονταν όμως ομοβροντία πυρών από τους επαναστάτες. Οι Έλληνες για να τους ενθαρρύνουν να εξέλθουν περισσότεροι και να τους φονεύσουν φώναζαν «έφυγε μας μωρέ και τούτοσες ο σκύλος».  Ένας τρομερός γιγαντόσωμος Τουρκαλβανός πήδησε την φωτιά και έπεσε πάνω στο Στρατή Δεληγιαννάκη. Κρατούσε σηκωμένο το μεγάλο σπαθί του και μόλις αντικρύζει τον Δεληγιαννάκη, το κατεβάζει με απίστευτη ορμή για να τον σφαγιάσει. Ο ευλύγιστος Δεληγιαννάκης αποτραβιέται και η μύτη της κοφτερής σπάθας του σχίζει τα  ενδύματα φθάνοντας μέχρι το δέρμα, από το ύψος του ώμου ίσαμε το αντίθετο λαγόνιο οστό. Ο Στρατής Δεληγιαννάκης τραβά τότε την πιστόλα του και πυροβολώντας τον Τουρκαλβανό τον σκοτώνει. Τη στιγμή που ετοιμαζόταν να πυροβολήσει, επικαλέστηκε την Παναγία του Λουτρού λέγοντας στην Ασφενδιώτικη διάλεκτο του «Παναγιά μου βόθα μου κι όσα βρω απάνω του τα μισά δικά σου και τα μισά δικά μου», έπειτα όρμησε στον νεκρό Τουρκαλβανό αποσπώντας αρκετά χρυσά νομίσματα από την θήκη φύλαξης τους (κεμέρι). 

Περίπου τριακόσιοι μισθοφόροι Τουρκαλβανοί κάηκαν ή τουφεκίστηκαν στον ναό του Αγίου Χαραλάμπους και μόνο δύο κατάφεραν να γλιτώσουν και να ξεφύγουν ζωντανοί. Τη στιγμή της πυρπόλησης του ναού, σήκωσαν την πλάκα της Αγίας Τράπεζας ακουμπώντας την επί του ημικυκλικού τοίχου του Αγίου Βήματος και μπαίνοντας πίσω από αυτήν σώθηκαν, εισπνέοντας καθαρό αέρα από την μικρή θυρίδα του Ιερού. Εκμεταλλεύτηκαν το σκοτάδι της νύκτας και διέφυγαν προς τον Άγιο Μύρωνα. Ο ένας από τους διασωθέντες ήταν Τουρκαλβανός ενώ ο άλλος ήταν ο Έλληνας Μακρυμπογιατζής, ο οποίος φθάνοντας στον Άγιο Μύρωνα ανήγγειλε στον Σερίφ Πασά τα θλιβερά γι’ αυτόν γεγονότα. Μόλις πληροφορήθηκε τι είχε συμβεί αναχώρησε αμέσως για το Μεγάλο Κάστρο φοβούμενος για την ζωή του. Ο Μακρυμπογιατζής θανατώθηκε αργότερα από τους ίδιους τους συνεργάτες του, τους Τούρκους, αφού ενοχοποιήθηκε ως συμμέτοχος στο σχέδιο εξόντωσης των Τουρκαλβανών από τους Χριστιανούς. Ο Τουρκαλβανός στην διαδρομή προς τον Άγιο Μύρωνα συναντήθηκε στην περιοχή της Κιθαρίδας με τον γέρο Τσαφαντή, ο οποίος βλέποντας  τον Τουρκαλβανό σε άθλια κατάσταση και με καμένα ρούχα, αντιλήφθηκε ότι είχε διαφύγει από τους επαναστάτες και αφού ο Τσαφαντής έσυρε την μαχαίρα του, τον αποκεφάλισε.

Οι επαναστάτες μετά τη νίκη τους επιδόθηκαν στην λαφυραγωγία αφού οι μισθοφόροι Τουρκαλβανοί είχαν αρκετά χρυσά νομίσματα στις ζώνες τους καθώς και αρκετά όπλα. Έτσι όμως έχασαν την ευκαιρία να συντρίψουν τον Σερίφ Πασά με τον στρατό του τα ξημερώματα της επομένης μέρας του ολοκαυτώματος. 

Ο νεαρός Κριτσωτάκης βρέθηκε ανάμεσα σε άλλα πτώματα πλάι στην Αγία Τράπεζα αποκεφαλισμένος. Από τους Έλληνες επαναστάτες συνολικά έχασαν τη ζωή τους περίπου εικοσιπέντε. Η θερμότητα στο έδαφος του ναού ήταν τόση που μόνο μετά από δύο μέρες κατάφεραν να μπουν μέσα χωρίς να προκαλείται πόνος στα πόδια. Τα περισσότερα από τα χρυσά και αργυρά νομίσματα που είχαν οι Τουρκαλβανοί στα κεμέρια (θήκες) καθώς και τα ασημωτά όπλα τους έλιωσαν από την θερμοκρασία και αποτυπώθηκαν ανάμεσα στις ρωγμές των πέτρινων πλακιδίων του ναού παίρνοντας διάφορα σχήματα. Όταν οι Κρουσανιώτες μπόρεσαν να μπουν στον ναό, έβγαλαν τα απανθρακωμένα πτώματα των Τουρκαλβανών και τα πέταξαν σ’ ένα χωράφι στην περιοχή Ντάμπαση. Εκεί έγιναν τροφή για τα γουρούνια που κυκλοφορούσαν ελεύθερα στο χωριό καθώς οι Κρουσανιώτες τα είχαν εγκαταλείψει και έμεναν στα βουνά. Τα γουρούνια ήταν τα μόνα ζώα που δεν υφάρπαξαν οι Οθωμανοί κατά το ολοκαύτωμα του Κρουσώνα, καθώς η βρώση χοιρινού κρέατος είναι απαγορευμένη απ’ την θρησκεία τους.  Σύμφωνα με την παράδοση ο γέρο Μπαμιές, ο πατέρας του καπετάν Αρκάλα, πήρε κάποιες από τις μισοαπανθρακωμένες εικόνες του Αγίου Χαραλάμπου και τις έκρυψε σ’ ένα σπήλαιο στην περιοχή του Βρομωνερού για να τις σώσει από το μένος των Τούρκων σε επόμενες επιδρομές τους. 

Η είδηση της νίκης των Ελλήνων στον Κρουσώνα διαδόθηκε πολύ γρήγορα, αναπτερώνοντας το ηθικό των Κρητικών. Οι Τούρκοι που περίμεναν τον Σερίφ Πασά στην Αγία Βαρβάρα για να κτυπήσουν την Μεσαρά έφυγαν πανικόβλητοι και κλείστηκαν στο Μεγάλο Κάστρο φοβούμενοι μην τους συντρίψουν οι νικητές του Κρουσώνα. Οι αρχηγοί των δυτικών επαρχιών Τσουδερός, Βουρδουμπάς, Χούρδος, Πολογιωργάκης, Κουρμούλης και Ζερβουδάκης, Μυλοποταμίτες και οι Κρουσανιώτες αρχηγοί Γιαμαλής, Κοκολοζάχαρης, Μπαμιεδομιχάλης και άλλοι αγωνιστές πολιόρκησαν το Μεγάλο Κάστρο περιμετρικά αποτρέποντας τους Τούρκους να εξέλθουν πέρα από το Γιόφυρο, Μπεντεβή Καμάρα και Ρουσές. Επίσης κατάφεραν να καταστρέψουν σε τρία σημεία το υδραγωγείο που τροφοδοτούσε με νερό τους Τούρκους στο Μεγάλο Κάστρο, αλλάζοντας τη ροή του νερού από τις πηγές των Αρχανών και προκαλώντας τους πανικό και απελπισία τον πιο θερμό μήνα του καλοκαιριού.




* Από το βιβλίο των Μύρωνα και Γιώργη Ξυλούρη «Κρουσώνας. Από το Μύθο στην Ιστορία»

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ